Του Περικλή Κοροβέση
Στο αριστούργημα του Λιούις
Κάρολ, «Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων», υπάρχει μια αντιφωνία ανάμεσα στον
Χάμπτι Ντάμπτι και την Αλίκη γύρω από το θέμα των ορισμών.
Λέει ο Χάμπτι Ντάμπτι: «Οταν
χρησιμοποιώ μια λέξη, σημαίνει ό,τι σημαίνει αυτό που θέλω εγώ. Τίποτα
περισσότερο, τίποτα λιγότερο».
Και η Αλίκη διερωτάται: «Μπορείς
να κάνεις τις λέξεις να σημαίνουν τόσα πολλά διαφορετικά πράγματα μαζί;»
Και παίρνει μια αποστομωτική
απάντηση: «Το ερώτημα είναι ποιος είναι το αφεντικό. Αυτό τα λέει όλα». Και εδώ
ο Κάρολ έχει απόλυτο δίκιο.
Οποιος έχει την εξουσία, μπορεί
να δώσει τον ορισμό που εξυπηρετεί τα συμφέροντά του και να ποινικοποιήσει κάθε
άλλον ορισμό (ορθοδοξία - αιρέσεις, κομμουνισμός - αναρχοαριστεριστές, λευκοί -
έγχρωμοι, γηγενείς - μετανάστες κ.λπ.). Στη γλωσσολογία, τα πράγματα είναι
διαφορετικά. Κατά τον μεγάλο γλωσσολόγο, Μπενβενίστε, η γλώσσα αναπαράγει την
πραγματικότητα.
Αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό με
την κυριολεξία του όρου. Η πραγματικότητα δημιουργείται εκ νέου με τη
μεσολάβηση της γλώσσας.
Η γλώσσα αναπαράγει τον κόσμο,
αλλά θέτοντάς τον κάτω από τη δική της οργάνωση. Είναι ο λόγος, έτσι όπως τον
είδαν και τον κατανόησαν οι αρχαίοι Ελληνες. Λόγος και λογική μαζί.
Η πραγματική εξουσία που
κυβερνάει σήμερα τον πλανήτη και που μπορεί να επιβάλει τον λόγο της σαν
μοναδική αλήθεια, είναι το κεφάλαιο. Αυτό είναι καταρχήν σωστό, αλλά δεν λέει
και πολλά πράγματα. Αν σταθούμε μονάχα σε αυτό, μπορεί να αποκτήσει μεταφυσική
υπόσταση, μέσα από την αφαίρεσή του και τη γενικότητά του και να γίνει μια
διαπίστωση τελείως άχρηστη.
Πρέπει να δούμε την εξουσία στις
μυριάδες διαστάσεις της, από τα πιο απλά και καθημερινά έως τα πιο σύνθετα.
Π.χ. η κούκλα Μπάρμπι, έστω και
με την προσφάτως αποκτηθείσα κυτταρίτιδα, είναι ένα αθώο κοριτσίστικο παιχνίδι
ή είναι μια αυστηρή διαπαιδαγώγηση των μικρών κοριτσιών στην κατανάλωση, στο
life style και στη μετατροπή της γυναίκας σε συνειδητό σεξουαλικό αντικείμενο,
δηλαδή σε ένα είδος εξευγενισμένης πορνείας; Και αυτό εξ απαλών ονύχων.
Οι πιο έγκυροι μελετητές αυτών
των φαινομένων συγκλίνουν στη δεύτερη άποψη. Οι χιλιάδες μορφές εξουσίας, με
τον δικό τους λόγο, για να καταλάβουμε τι ακριβώς σημαίνουν, χρειάζονται
ερμηνεία. Δηλαδή μια άλλη ανάγνωση, που να μας επιτρέψει να καταλάβουμε τι
πραγματικά σημαίνει. Και αυτό σημαίνει ελευθερία. Αλλιώτικα, είμαστε
υποταγμένοι στην εξουσία και συνένοχοι στα εγκλήματά της, όσο και αν εμείς
είμαστε φιλήσυχοι και ειρηνικοί πολίτες.
Τι να κάνουμε; Τη δουλίτσα μας
κοιτάζαμε μια ζωή και τα παιδάκια μας. Και το Χρηματιστήριο δεν ήταν ακολασία,
άσχετα αν τα χάσαμε.
Με άλλα λόγια, πρέπει να
ξαναεπινοήσουμε τον λόγο - λογική για να μπορέσουμε να προσανατολιστούμε. Και
αυτό είναι το πιο δύσκολο πράγμα στη ζωή ενός ανθρώπου. Γιατί αυτό σημαίνει
ανάγνωση - κατανόηση - ανυπακοή στον κυρίαρχο λόγο. Αλλά πώς μπορούμε να το
κάνουμε αυτό, όταν εμείς οι ίδιοι αναπαράγουμε και τροφοδοτούμε τον κυρίαρχο
λόγο;
Να δώσουμε ένα κλασικό
παράδειγμα. Στην πιο μακρόχρονη ομαλή κοινοβουλευτική περίοδο που είχαμε -ούτε
εμφύλιοι, ούτε πραξικοπήματα, ούτε μαζικές διώξεις-, αναδείχθηκαν τρία
συστημικά κόμματα που σχημάτισαν κυβέρνηση. Η Ν.Δ., το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ. Και
τα τρία, με κάποιες μικρές παραλλαγές, υπηρετούν το ίδιο πολιτικό σύστημα, που
κάνει τους πολίτες να αγανακτούν.
Αλλά ποιος τους ψήφισε; Με μια
άλλη προσέγγιση, αγανακτούν εναντίον του εαυτού τους, αλλά αυτό δεν το
παραδέχονται ποτέ.
Ο Νεοέλληνας ποτέ δεν φταίει. Για
όλα τα δεινά πάντοτε φταίει κάποιος άλλος, ποτέ εμείς οι ίδιοι. Με αποτέλεσμα
να τιμωρούμε τον δυνάστη που ψηφίσαμε, ψηφίζοντας κάποιον άλλον στη θέση του.
Ούτε σκέψη να πάρουμε τις ευθύνες μας και να αυτοοργανωθούμε γύρω από τα
συμφέροντά μας.
Σίγουρα υπάρχει και αυτή η τάση
στην κοινωνία -για μένα το μόνο ελπιδοφόρο που υπάρχει- που συνοδεύεται με μια
μικρή πνευματική αναγέννηση, κινήσεις, εκδόσεις, περιοδικά, καλλιτεχνικά
δρώμενα, που παραμένουν περιθωριακά.
Τα ΜΜΕ τα αγνοούν, όταν δεν τα
λοιδορούν (κυρίως για την κοινωνική και πολιτική τους δράση). Εντούτοις,
παραμένουν όλα αυτά στο περιθώριο. Αλλά δεν ξέρουμε μέχρι πού μπορεί να φτάσει
η δυναμική τους, που ίσως μια μέρα μάς ξαφνιάσει.
Υπάρχει ακόμα ένας μεγάλος αριθμός
ανθρώπων που σκέφτονται και ανήκουν κατά κανόνα στο κόμμα της αποχής, που
διακατέχονται από έναν ρομαντισμό.
Η αποχή, για να είναι
αποτελεσματική, έχει μια προϋπόθεση. Αυτός που απορρίπτεται από την αποχή,
πρέπει να έχει λίγο φιλότιμο και να βάλει στον εαυτό του το ερώτημα: Γιατί με
απορρίπτει; Πού έφταιξα; Τι λάθος έκανα;
Αλλά εδώ ισχύει η λαϊκή ρήση:
«Τον τρελό τον έφτυναν και έλεγε πως έβρεχε». Να μεταφέρω κάποιες παρατηρήσεις
αυτού του κόσμου, που μακάρι να μπορούσε να ήταν και δημόσιος.
Ατάκα πρώτη: Ολα τα μέτρα που
παίρνει τώρα η κυβέρνηση για τους πυροπαθείς, είναι αυτοκριτική της κυβέρνησης
για αυτά που δεν έκανε στα χρόνια που είναι εξουσία. Αρα παραδέχεται πως είναι
συνέχεια των προηγούμενων εμπρηστών.
Ατάκα δεύτερη: Θα εφαρμοστεί
τίποτα από όλα αυτά τα μέτρα; Και έχουμε ένα πρώτο δείγμα. Εγκαυματίες έμειναν
εκτός εντατικής. Δεν θα έπρεπε να ήταν αυτό το πρώτο μέτρο, έστω και αν
χρειαζόταν να σταλούν στο εξωτερικό; Δεν επαρκούσαν οι κλίνες; Μήπως αυτό
σημαίνει ότι δεν θα επαρκέσουν οι πόροι για να εφαρμοστούν αυτά τα μέτρα που
αναγγέλθηκαν;