Του Δημήτρη Μηλάκα
Κοιτώντας τη μεγάλη εικόνα των
ελληνοτουρκικών σχέσεων το βασικό τους πρόβλημα συνοψίζεται ως εξής: Σε ποιες
θαλάσσιες περιοχές εκδιπλώνεται κυρίαρχα η κάθε μια από τις δύο χώρες; Κάθε τι
άλλο που πυροδοτεί τριβές και εντάσεις στα ελληνοτουρκικά γεννιέται από την
αδυναμία, προς το παρόν, να δοθεί σαφής και κατηγορηματική απάντηση σε αυτό το
βασικό ερώτημα.
Αυτό το ερώτημα προφανώς δεν
πρόκειται να απαντηθεί ούτε κατά τη σημερινή (απόγευμα Τρίτης 5 Φλεβάρη)
συνάντηση των κυρίων Ερτνογάν και Τσίπρα στην Αγκυρα. Πρώτον, γιατί ο Ερτνογάν
είναι ο σημαιοφόρος της αναθεωρητικής (των Συνθηκών και του σημερινού status
quo) πολιτικής που ακολουθεί δεκαετίες τώρα η Αγκυρα και δεύτερον γιατί η
κυβέρνηση Τσίπρα δεν διαθέτει τον απαραίτητο πολιτικό χρόνο να ξεκινήσει μια
(ακόμη) προσπάθεια διευθετήσεων στα ελληνοτουρκικά ακόμη κι αν το επιθυμούσε.
Ο Ελληνας πρωθυπουργός (και
υπουργός εξωτερικών) έχοντας ενημέρωση σε βάθος από την διπλωματική και
στρατιωτική υπηρεσιακή ιεραρχία γνωρίζει πια όσα ίσως δεν θα μπορούσε να
γνωρίζει ως αρχηγός ενός αριστερού «αντιιμπεριαλιστικού» «αντινατοικού»
κόμματος του παρελθόντος το οποίο θα ήταν ικανοποιημένο με την λύση «το Αιγαίο
να ανήκει στα ψάρια του».
Σήμερα ο Αλέξης Τσίπρας γνωρίζει
ότι:
1.Καθημερινά η Τουρκία έμπρακτα
με τη χρήση στρατιωτικών μέσων θεμελιώνει τις αμφισβητήσεις της που έχει
κατοχυρώσει με κρίσεις του παρελθόντος (1987 , 1996 Ιμια) σε θαλάσσιες περιοχές
του Αιγαίου
2. Οι Τουρκικές αμφισβητήσεις
έχουν πια επεκταθεί νοτιότερα στην υφαλοκρηπίδα του Καστελόριζου, στην Κάρπαθο
την Κρήτη και την Κυπριακή ΑΟΖ
Ελληνας πρωθυπουργός, πάνω απ όλα
γνωρίζει ότι δεν έχει τη δυνατότητα (πολιτικό χρόνο και απαιτούμενο πολιτικό
κεφάλαιο να αλλάξει την αναθεωρητική στρατηγική στόχευση της Αγκυρας) για να
προσέλθει σε μια ελληνοτουρκική συζήτηση η οποία σε τελική ανάλυση αφορά σε
θέματα εθνικής κυριαρχίας.
Το καταγεγραμμένο και ολοφάνερο
«αδιέξοδο» στα ελληνοτουρκικά αφήνει περιθώριο μόνο σε περιφερειακές κινήσεις
«καλής θέλησης» έτσι ώστε να συντηρείται μια ψευδαίσθηση «καλής γειτονίας».
Ωστόσο και τα ζητήματα τα οποία βρίσκονται στην περιφέρεια του βασικού
ελληνοτουρκικού προβλήματος κρύβουν απειλητικά ενδεχόμενα. Για παράδειγμα:
Οι τουρκικές υποσχέσεις για την
επαναλειτουργία της σχολής της Χάλκης με ποιο αντάλλαγμα συνοδεύονται για την
μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης;
Η ειλημμένη (και ανακοινωμένη)
απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να επεκτείνει τα χωρικά ύδατα στα δυτικά της
χώρας τίθεται άραγε υπό την έγκριση της Αγκυρας;
Σε ποιο βαθμό οι ανάγκες των
πετρελαικών εταιρειών για τάξη και ασφάλεια που ανασκαλεύουν το θαλάσσιο
eldorado στην ανατολική Μεσόγειο μπορούν να επιβάλλουν ρυθμούς διαδικασίες και
κανόνες για την επίλυση του κυπριακού;
Ο Αλέξης Τσίπρας πηγαίνει στην
Αγκυρα κρατώντας τα εύσημα και το παράσημο της αποφασιστικότητας που επέδειξε
με την διευθέτηση της ονομασίας της ΠΓΔΜ, επιλύοντας ένα χρονίζον πρόβλημα του
ΝΑΤΟ. Οι συνέπειες, ωστόσο, αυτής της αποφασιστικότητας αποτυπώνονται με
σαφήνεια στον κοινοβουλευτικό χάρτη και το πολιτικό σκηνικό της χώρας. Προφανώς
ο πρωθυπουργός γνωρίζει καλύτερα απ τον καθ ένα ότι αν για τον συμβιβασμό στην
υπόθεση των Σκοπίων το πολιτικό κόστος που κατέβαλε (και θα καταβάλλει στις
εκλογές) είναι μεγάλο, οι συμβιβασμοί που απαιτούνται για μια διευθέτηση των
ελληνοτουρκικών υπερβαίνει κατά πολύ ολόκληρο το πολιτικό του κεφάλαιο. Γιατί,
τελικά, το Αιγαίο δεν ανήκει στα ψάρια του, ούτε σ αυτόν που έχει το Δίκαιο με
το μέρος του, αλλά σ αυτόν που μπορεί να εκδιπλώνεται κυρίαρχα πάνω του...