Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2019

«Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη. Σὲ σωστὴ ὥρα νυχτώνει.»



Πέμπτη, τελευταία μέρα, αλλιώτικη μέρα, βροχερή μέρα, μια αράχνη στη γωνιά, άπλυτα πιάτα στο νεροχύτη, τρύπια παπούτσια, τρύπιες καρδιές, η ελπίδα και ο πόνος που σου αφήνει, ασιδέρωτα τα ρούχα, τσαλακωμένοι φόβοι, του κόσμου οι ιστορίες!

Αφηρημένοι άνθρωποι, το κενό μπροστά, ένα βιβλίο με κιτρινισμένες σελίδες, το ρολόι σταματημένο 9.45, κάτι έσπασε μέσα μου, κάτι χάλασε μέσα μου, κάτι σταμάτησε σαν εκείνο το ρολόι, στο παρά τέταρτο, οι κολλημένοι δείχτες. Εύκολα χαλάμε οι άνθρωποι. Όσο μεγαλώνουμε ξεκουρδίζονται τα γρανάζια, τελειώνει η μπαταρία, συντρίβεται η καρδιά. Και δε μας λείπουν οι άνθρωποι μα εκείνη η φρεσκάδα της νιότης, η αφέλεια της αλήθειας μας, η πίστη στον άνθρωπο. Να λες και να εννοείς!

Έβρεχε πολύ χθες βράδυ. Στην άκρη του δρόμου σκοτωμένα ζώα. Η καλοσύνη του ανθρώπου. «Ο διάφανος» στο ραδιόφωνο, «βλέπει τον άνθρωπο μικρό που τον πατάν στ΄ αλήθεια τα πόδια του τα ίδια», εκείνη δίπλα, συνοδηγός, μικρό κορίτσι, όμορφο. Έβρεχε πολύ! Να ξέπλενε, λέει, τον κόσμο από τη μοναξιά! Πόσοι μας κοίταξαν μα δεν μπόρεσαν ποτέ να μας δουν! Κάτι χάλασε μέσα μου! Ξεχείλισε, πλημμύρισε, έπνιξε την πίστη στον άνθρωπο. Εκείνη δίπλα, μικρό κορίτσι, όμορφο. Μου πιάνει το χέρι. Έχει μια ζεστασιά η φωνή της, λείπει ο πανικός του χρόνου, το μάταιο, η μικρότητα της ψυχής σαν μεγαλώνεις.

Η προδοσία είναι σαν το σαράκι. Σιγοτρώει αθόρυβα, αβίαστα. Τόση υπομονή, θεέ μου! Ανομολόγητες σκέψεις. Το σταματημένο ρολόι στο παρά τέταρτο. Η απληστία του ανθρώπου να τους θέλει όλους, η απάτη των ματιών κάποιων, που φτύνουν αδιαφορία αφού πρώτα έκαναν τη δουλειά τους, τακτοποίησαν τις εκκρεμότητες τους, στράγγιξαν την αλήθεια σου.

Έβρεχε πολύ χθες βράδυ. Ήταν όλα εκεί. Πρόθυμα, υπάκουα. Ήμουν πολύ λυπημένη! Ανήμπορη, τρομαγμένη, φοβισμένη για όλα. Είδα τα μάτια τους, το γέλιο τους, την αλήθεια τους! Η ζωή σε πάει εκεί που ξέρει! Μόνο να αφεθείς στα βλέμματα των παιδιών, στην καθαρότητα τους, στα απλωμένα χέρια τους, στις αγκαλιές τους. Ένας γλυκός λυγμός με έπνιξε. Τόσες παρήγορες λέξεις! Σαν να ξημέρωσε πρωτομαγιά!

Έβρεχε πολύ χθες βράδυ. Εκείνη δίπλα μου. Χάιδευε το χέρι μου! Όμορφο κορίτσι! Άναψε ένα σπίρτο και φώτισε όλα τα σκοτάδια! Έκανε αόρατες όλες τις προδοσίες του Γενάρη. Εύκολα χαλάει ο άνθρωπος! Μα και χαλασμένος βρίσκει πάντα ανθρώπους να κάνει όνειρα! Να φεύγεις δεν είναι τίποτα. Το θέμα είναι να βρίσκεις τρόπο για να ξαναγυρίζεις. Στον εαυτό σου…

Έβρεχε πολύ χθες βράδυ. Ξέπλυνε τη μοναξιά μας. Ξέπλυνε την προδοσία του κόσμου. «Όχι, δεν είμαι λυπημένη…»

Ο τίτλος δανεικός από το ποίημα της Κικής Δημουλά «Πέρασα»  








0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *