Του Παντελή Μπουκάλα
Ισότητα, Αντικειμενικότητα,
Ποιότητα. Συνταγματικώς προβλεπόμενες για τη λειτουργία των τηλεοπτικών μέσων.
Μια τριπλέτα που φέρνει στο μυαλό το γνωστό «Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφότητα».
Οπότε τίθεται το δίλημμα: Μπροστά σ’ αυτές τις αδικημένες και εξουθενωμένες
λέξεις, τις λέξεις-φαντάσματα, ποιον ποιητή ταιριάζει να θυμηθούμε και να
θυμίσουμε;
Τον Μιχάλη Κατσαρό τού «Κατά
Σαδδουκαίων» και τους στίχους «Πώς θα ξαναβαφτίσουμε τις πυρκαγιές / ελευθερία,
ισότητα, Σοβιέτ, εξουσία» (αφήνοντας απέξω τα Σοβιέτ και αρνούμενοι την
εξουσία); Ή τον Γιώργο Σεφέρη που, σε άλλη λεκτική τριπλέτα αναφερόμενος βέβαια
(Ελλάδα, Ελληνες, χριστιανοί), σε δίστιχό του γραμμένο το χουντοσκοτεινό 1968,
ρωτάει: «Τρεις λέξεις νεκρές. Γιατί τις σκοτώσατε;» «Από βλακεία» απαντά ο
τίτλος του ακαριαίου σεφερικού ποιήματος. Η απάντηση του ποιητή δεν θα μπορούσε
να εξηγήσει την απόφαση των καναλιών να περιφρονήσουν τη συνταγματική επιταγή
περί ισότητας, αντικειμενικότητας και ποιότητας και να πετάξουν άψυχους τους
τρεις όρους σε κάποιο αχρηστοκάλαθο. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με βλακεία αλλά
με συμφεροντολογική κουτοπονηριά.
Ως προς την ποιότητα, πίστεψαν
από πολύ νωρίς ότι πολέμιος του κακού (του κακού σίριαλ, του κακού
τηλεπαιχνιδιού, του κακόγουστου ριάλιτι) δεν είναι το καλό αλλά το χείριστο.
Στο φτηνό των ανταγωνιστών απάντησαν με το φτηνότερο, ποντάροντας στην πιο
απαίδευτη μερίδα του κοινού και θέλοντας να την αφήσουν απαίδευτη.
Ως προς την αντικειμενικότητα,
δεν είχαν παρά να ισχυριστούν ότι ο άγριος υποκειμενισμός τους δεν είναι παρά
μια μοντέρνα εκδοχή της αμεροληψίας. Αλλωστε δεν είχαν να απολογηθούν σε
κανέναν, αφού το μεν πολιτικό σύστημα επί δεκαετίες ανήγγελλε τη «ρύθμιση του
χαοτικού ραδιοτηλεοπτικού πεδίου», η δε ρύθμιση έμοιαζε με το φως στην άκρη του
τούνελ, που όλο έρχεται κι όλο άφαντο είναι.
Εξίσου σεβαστή υπήρξε και η
συνταγματική πρόβλεψη για ισότητα στην προβολή των αντιτιθέμενων κομματικών
λόγων, στη συγκρότηση των πάνελ, στη στάση του εκπομπάρχη απέναντι στους
καλεσμένους του, αφού υποτίθεται ότι δεν δικαιούται να κερνάει αβανταδόρικες
πάσες τον «δικό μας» και να υπονομεύει κυνικά τον «αντίπαλο», θαρρείς και το
κανάλι είναι κόμμα. Ή μήπως είναι; Μήπως δεν είναι ο βραχίονας αλλά ο νους; Και
μήπως ακριβώς αυτή η πολιτεία των ΜΜΕ, και ο αμοραλιστικός τρόπος με τον οποίο
εντάσσουν ηθελημένα ακόμα και πλαστές ειδήσεις στην προπαγανδιστική τους
φαρέτρα, καταβαράθρωσαν την αξιοπιστία τους; Και γενικά την αξιοπιστία του ελληνικού
Τύπου;
Θυμίζω την έρευνα που έγινε αρχές
του 2018 από το Pew Research Center σε 38 χώρες: Οσον αφορά την εμπιστοσύνη των
πολιτών προς τα ΜΜΕ, η χώρα μας βρίσκεται στην τελευταία θέση. Δεν πρόκειται
για τη μοναδική ανάποδη πρωτιά μας, αλλά αυτό δεν την καθιστά περισσότερο
ευκολοχώνευτη. Μόλις το 18% των πολιτών θεωρεί ότι τα πολιτικά ζητήματα
παρουσιάζονται αντικειμενικά, μόλις το 22% εκτιμά πως οι ειδήσεις μεταδίδονται
στη σωστή τους διάσταση, μόλις το 25% πιστεύει τις ειδήσεις που αφορούν την κυβέρνηση
και μόλις το 42% συμφωνεί ότι τα νέα που προβάλλονται στα δελτία είναι όντως τα
σημαντικότερα της ημέρας. Ακόμα κι αν βιαστούμε να πούμε αυτοαμυνόμενοι ότι για
τα αποκαρδιωτικά ποσοστά ευθύνεται και η γενικευμένη καχυποψία ως σταθερή
παράμετρος της πατροπαράδοτης ελληνικότητας, αλλά και ο επιπόλαιος και κατά
βάθος ναρκισσιστικός αντιεξουσιασμός και η ενστικτώδης εχθρότητα απέναντι σε
κάθε είδους αυθεντίες, και πάλι δεν θα ξανακερδίσουμε την αξιοπιστία μας. Είναι
πολλοί πια όσοι ξέρουν πόσο πλάνο επικίνδυνο είναι το τρίγωνο των Βερμούδων που
σχηματίζεται με κορυφές την Παραπληροφόρηση, την Αποπληροφόρηση και την
Υποπληροφόρηση.
Να θέσουμε το δάχτυλό μας επί τον
τύπον των ήλων, όσο πιο βαθιά γίνεται. Αυτό είναι το πιο τίμιο, αν θέλουμε να
βγάλουμε και να πετάξουμε μερικά έστω από τα καρφιά που κρατούν τον Τύπο
χαμηλά, εκεί όπου λησμονείται σαν ασήμαντο το γεγονός ότι δημοσιογραφία και
δημοκρατία τυχαίνει να έχουν κοινό πρώτο συνθετικό. Αλλά πόσο δημοκρατική
παραμένει μια δημοκρατία χειραγωγημένη; Ερωτήματα όπως αυτό μάς υποχρεώνουν να
ξαναπιάσουμε την αλφαβήτα της πολιτειολογίας.
Παρά τα εγγενή της προβλήματα
λοιπόν, και παρότι δεν υπήρξε μια πραγματωμένη ουτοπία, η άμεση δημοκρατία των
Αθηνών, ίσως η σπουδαιότερη επινόηση των αρχαίων Ελλήνων, παραμένει ένας
ιδεολογικός «τόπος» με πάμπολλους επισκέπτες. Οχι μόνο φιλολογικούς και
φιλοσοφικούς, αλλά και κοινωνικούς και πολιτικούς. Σαν ίνδαλμα ή σαν
παράδειγμα, η αμεσότητα της αθηναϊκής δημοκρατίας υποδεικνύεται σαν το κύριο
γνώρισμα που τη διαφοροποιεί από το μοντέλο της δημοκρατίας που κυριαρχεί
σήμερα. Ενα μοντέλο στο οποίο, είναι πια ολοφάνερο, η αντιπροσωπευτικότητα
καταλήγει στην πλήρη αυτονόμηση του αντιπροσωπεύοντος από τον
αντιπροσωπευόμενο, που δεν εννοείται σαν αυστηρός δανειστής εξουσίας αλλά σαν
ενδοτικός πελάτης, με το ενδιαφέρον του αυστηρά ιδιωτικής φύσεως,
εξατομικευμένο και συνήθως παράτυπο.
Συμβατικά, και πιθανόν
αντιγραμματικά, αποκαλώ «έμμεση δημοκρατία» το μοντέλο αυτό, όχι μόνο επειδή η
οποιαδήποτε παρέμβαση της κοινωνίας των πολιτών διαμεσολαβείται υποχρεωτικά,
και κακομεταφρασμένη, από τους εκλεκτούς της, τους εκπροσώπους. Αλλά και επειδή
η ισχύς των μέσων ενημέρωσης, επίσημων και ανεπίσημων, παραδοσιακών και
μοντέρνων, που στρατεύονται πλέον ολοένα και πιο φανατικά και λειτουργούν όντως
σαν τέταρτος πόλος εξουσίας, αποδεικνύεται πολύ μεγαλύτερη από την ισχύ των
πολιτών. Σ’ αυτόν τον τέταρτο πόλο, που δεν αποτελεί «ιδιοκτησία» των
δημοσιογράφων γενικά, όπως εσφαλμένα πιστεύεται, αλλά των κατόχων των μέσων και
των έμπιστων στελεχών, η ελευθεροφωνία συμπιέζεται διαρκώς περισσότερο. Η
θεραπεία του προβλήματος που εικάζεται ότι μπορεί να προσφέρει η διαδικτυακή
«δημοσιογραφία των πολιτών», όπως αποκλήθηκε σε άλλους τόπους και σε πιο
αισιόδοξες εποχές η εκτός μιντιακού συστήματος δημοσίευση ειδήσεων ή και
απόψεων, έχει ακόμα πολύ δρόμο μπροστά της ώσπου να κριθεί αποτελεσματική. Προς
το παρόν άλλωστε, και στην ελληνική ζώνη του Ιντερνετ η μισαλλοδοξία ακούγεται
εκκωφαντική, η δε φωνή του ορθολογισμού υποτονική.
Και στην άμεση αθηναϊκή δημοκρατία
η ελευθερία του λόγου, και μάλιστα του σατιρικού, στο θέατρο, υπέκειτο σε
όρους, γραπτούς ωστόσο, θεσμικά επιβεβλημένους, ή εν πάση περιπτώσει δημοσίως
γνωστούς. Στη σημερινή έμμεση δημοκρατία οι όροι είναι άγνωστοι, γιατί δεν
τίθενται αποκλειστικά από τις θεσμοθετημένες εξουσίες, αλλά επιβάλλονται και
από τις εξωθεσμικές. Και ίσως γι’ αυτό τα όρια είναι πολύ στενότερα. Από τη
δημοκρατία με κόμματα διολισθήσαμε στη δημοκρατία των κομμάτων και για τα
κόμματα. Και από τη δημοκρατία με ΜΜΕ στη δημοκρατία των ΜΜΕ και για τα ΜΜΕ.
Βίοι παράλληλοι; Οχι βέβαια. Διασταυρωνόμενοι. Ή μάλλον διαπλεκόμενοι.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου