Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2019

Γιατί η αυτοκριτική είναι είδος που σπανίζει;





Οι πολιτικοί δεν συνηθίζουν να ομολογούν δημόσια ότι έκαναν λάθος. Φυσικά, λάθη γίνονται και πολλά μάλιστα, αλλά γι’ αυτά ευθύνονται πάντα οι αντίπαλοι.
Οποιος δεν βαριέται να παρακολουθεί τους σκυλοκαβγάδες τους, ξέρει ότι, σύμφωνα με την αντιπολίτευση, οι αποφάσεις της κυβέρνησης είναι εξ ορισμού κακές, και αντίστροφα, σύμφωνα με την κυβέρνηση, η αντιπολίτευση θα καταστρέψει τη χώρα, αν κερδίσει τις εκλογές.

Εξαιρέσεις με την έννοια της αυτοκριτικής υπάρχουν, αλλά είναι ελάχιστες και κατά κανόνα εκ του πονηρού. Διότι δεν απαιτείται ιδιαίτερη ευφυΐα για να αντιληφθεί κανείς ποιο είναι το σκεπτικό γι’ αυτές τις σπανιότατες εκρήξεις ειλικρίνειας και ταπεινοφροσύνης: η παραδοχή του λάθους δηλώνεται δημόσια, όταν οι πολιτικοί κρίνουν ότι η αυτοκριτική είναι ο μόνος τρόπος να περιορίσουν τη ζημιά.

Ετσι εξηγείται η περιβόητη ομολογία του ΣΥΡΙΖΑ, «Είχαμε αυταπάτες». Προσπάθησαν να το καθυστερήσουν αλλά στο τέλος ομολόγησαν αυτό που ο κόσμος είχε τούμπανο. Δεν τους έπαιρνε να μην το κάνουν.

Ισχύει το ίδιο και για μας τους υπόλοιπους; Κατ’ αρχάς διευκρινίζω ότι δεν αναφέρομαι σε εκείνους που άμεσα ή έμμεσα ωφελούνται από τις κομματικές προτιμήσεις τους, ούτε σε εκείνους που σταυρώνουν ένα ψηφοδέλτιο χωρίς να το πολυσκεφτούν.

Εννοώ όσους συνειδητά και ειλικρινά εντάσσουν εαυτούς σε μια ιδεολογική παράταξη, δεξιά ή αριστερή. Θα περίμενε κανείς η στάση τους, ως μη ιδιοτελής, να είναι λιγότερο άκαμπτη ή προβλέψιμη. Αυτό όμως δεν ισχύει ή τουλάχιστον δεν ισχύει όσο θα 'πρεπε.

Διότι μπορεί μεν να μη φτάνουν σε ακρότητες του τύπου «πετάει ο γάιδαρος, αν μας συμφέρει να πούμε ότι πετάει», αλλά η πίστη στο κόμμα και την ιδεολογία του πολλές φορές τους κάνει να στυλώνουν τα πόδια και να αρνούνται ή πιο συχνά να αποφεύγουν να συζητούν ό,τι δεν τους συμφέρει, επειδή αμαυρώνει την εικόνα που έχουν για την παράταξή τους. (Χαρακτηριστικά παραδείγματα: οι δεξιοί αντιμετωπίζουν τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 όπως ο διάβολος το λιβάνι, ενώ για τους αριστερούς τα προεκλογικά ψέματα του ΣΥΡΙΖΑ και οι μετεκλογικές κωλοτούπες του ή αποσιωπώνται ή διαγράφονται μετά το «Είχαμε αυταπάτες»).

Για να καταλάβουμε και όχι αναγκαστικά να κρίνουμε τις αντιδράσεις τους, πρέπει να βάλουμε στη συζήτηση τις έννοιες του «μείζονος» και του «ελάσσονος». Δεν πρόκειται για υπεκφυγή. Κι αυτό το γνωρίζουν καλά όσοι δεν μιλούν μόνο για την πολιτική, αλλά την ασκούν.

Την ασκούν καθημερινά και εμπράγματα σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία, όπου η κάθε ψήφος μετράει το ίδιο και τις τύχες μας τις διαχειρίζονται οι πολλοί μέσω της κάλπης. Τούτου δεδομένου οποιοδήποτε mea culpa θα ευνοήσει τους απέναντι και σε τελική ανάλυση θα βλάψει τη βασική ιδέα της αρχικής ιδεολογικής τους επιλογής, στην οποία εμμένουν απαρέγκλιτα.

Κι ας μην ξεχνάμε ότι υπάρχουν πολλοί που ειλικρινά και ανιδιοτελώς παραμένουν πιστοί σε ένα υπέρτατο αίτημα, δεξιό ή αριστερό. Για να το προφυλάξουν, λοιπόν, δεν θα διστάσουν να υποβαθμίσουν τα λάθη τους και να μεγαλοποιήσουν τα λάθη των αντιπάλων τους. Ναι, μπορεί να κάναμε λάθη, ο σκοπός όμως παραμένει ιερός και αμετακίνητος. Αυτό μετράει πάνω απ’ όλα.

Εκτός από τα ιδανικά, όμως, υπάρχει και η ιστορία, την οποία πρέπει να την ακούμε, γιατί έχει πολλά να μας πει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το πώς η Ρωσική Επανάσταση κατέληξε στον υπαρκτό σοσιαλισμό. Στα πρώτα της βήματα αναγκάστηκε να κάνει τα πάντα για να μην καταρρεύσει.

Δηλαδή, βία μεν αλλά για καλό σκοπό. Στα τελευταία της είχε μεταλλαγεί σε ένα εφιαλτικό ολοκληρωτικό καθεστώς, παγιδευμένο στα αδιέξοδα που το ίδιο δημιούργησε. Αρα κάτι συνέβη στην περίοδο από το 1917 μέχρι το 1989. Διότι στη Σοβιετική Ενωση δεν λέρωσαν μόνο τα γοβάκια τους, για να μεταχειριστώ τη φράση μιας φιλτάτης· άρχισαν να βαδίζουν προς τη λάθος κατεύθυνση.

Αν θέλουμε να κάνουμε τη ζωή μας εύκολη, υπάρχει τρόπος: είτε να πούμε ότι τα αρνητικά είναι πάντα τα ελάσσονα, συνεπώς «καλά πάμε», είτε να κλειστούμε στο σπίτι μας και να κατακεραυνώνουμε τους πολιτικούς επειδή δεν ακολουθούν τη σωστή πορεία, την οποία μόνο εμείς οι αμέτοχοι την έχουμε βρει.

Πιστεύω, όμως, ότι μια τρίτη λύση, που δεν είναι λύση με την κανονική σημασία της λέξης, θα ήταν να έχουμε πλήρη και έντονη συναίσθηση της αντίφασης από την οποία δεν μπορούμε να απαλλαγούμε. 'Η, για να το πω αλλιώς, ότι υπάρχει μια γραμμή που, αν την περάσουμε, θα φτάσουμε στην αντίπερα όχθη του κυνισμού και του αυταρχισμού, χωρίς όμως να ξέρουμε ακριβώς πότε την περνάμε.

Ισως τα προβλήματα που δεν επιδέχονται λύση να είναι τα πιο γόνιμα. Φοβού τα εύκολα.
    

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *