Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2019

Μαλβίνα: Καλα, εσύ δεν ντρέπεσαι;



Η Μαλβίνα ήρθε εκείνη και με βρήκε. Ήρθε στο ΕΘΝΟΣ μια μέρα του ’97, εκεί έγραφα τότε. Με συνάντησε στο διάδρομο του πρώτου ορόφου, το πρόσωπό της, πρόσωπο χρωματιστό, έλαμπε, τα μάτια της λαμπίριζαν χαρούμενα: «εσύ είσαι; άρχοντας, όπως σε φανταζόμουν. Στάσου να σε φιλήσω»…

Στάθηκα, και της είπα ότι τη θεωρούσα μοναδική, ότι γούσταρα τα κείμενά της από το ’80, εκείνα τα υπέροχα μικρά δοκίμια αισθητικής της ζωής, (έτσι τα αξιολογώ και τώρα) που έγραφε στη «Γυναίκα».Τα ζήλευα πραγματικά εκείνα τα «κομμάτια» και της το είπα και εκείνη μου είπε για τα δικά μου γραπτά, είπαμε πολλά - τίποτα δεν είπαμε…

Πρόλαβε, ωστόσο, και μου έγραψε τα δικά της σε ένα σημείωμα* (το χρησιμοποίησα σαν πρόλογο στο μοναδικό βιβλίο με χρονογραφήματά μου που κυκλοφόρησε) που μ’ έκανε περήφανο. Κι εγώ της είπα με τον τρόπο μου ότι τη θεωρώ μια από τις ελληνικότερες δημόσιες «φωνές» της μεταπολίτευσης, μια πραγματική πασιονάρια της δημοσιογραφίας, εξαιρετική συγγραφέα και ανατρεπτική τηλεοπτική περσόνα…

Αργότερα έλαβα το μικρό βιβλιαράκι της για την Αλίκη (εκδόσεις Αστάρτη) τυλιγμένο, κυριολεκτικά, σε μια κόλλα χαρτί. Στο εσωτερικό αυτού του περιτυλίγματος, μου θύμιζε, με τον αμίμητο χειρόγραφο τρόπο της, πως είχα ξεχάσει να της στείλω το δικό μου βιβλίο (με τον πρόλογό της!..) που είχε κυκλοφορήσει πολύ καιρό πριν…


Καλά, δεν ντρέπεσαι; Το δικό σου βιβλίο που είναι;
Σου στέλνω εγώ λοιπόν αυτό για να μου στείλεις εσύ εκείνο
Η πιο φαν που γίνεται
Μαλβίνα


Ύστερα ήρθαν καιροί… εκσυγχρονιστικοί και το σύστημα… Τάπερμαν δεν άντεχε τη Μαλβίνα, την καθάρισαν. Και σε λίγο καθάρισαν και τον φίλο της – και φίλο μου – Βασίλη Ραφαηλίδη απ’ το ΕΘΝΟΣ, επειδή την στήριζε με μια σειρά κειμένων του, υψηλής κριτικής ευκρίνειας…

Το τηλεφώνημα

Δεν είχαμε τηλεφωνική επικοινωνία, αλλά τις μέρες της αρρώστιας δέχτηκα ένα τηλεφώνημά της. Ψαρωμένος εγώ, δεν θέλησα να θίξω το θέμα της υγείας της, να ξύσω την πληγή, ποτέ δεν το κάνω – δεν έχω ίχνος γενναιότητας σε τέτοιες περιπτώσεις, δεν αντέχω το ψυχικό κόστος… Εκείνη ήρεμη, σχεδόν σαν να μη έτρεχε τίποτα: «Καλά είμαι, πες μου κάτι για τον Βασίλη, (τον Ραφαηλίδη) είναι δυνατόν; Μου είπε πως δεν τον υποστήριξε κανείς, ότι μόνο εσύ, ... πολύ λυπήθηκα…». Τέτοια πράγματα… Μόνο που στο τέλος της μικρής κουβεντούλας άρχισε να κομπιάζει, έτσι μου φάνηκε, λες κι ήθελε να μου πει κάτι και δεν της έβγαινε – λες και ήθελε κάτι να ακούσει που δεν της είπα… Μετά με χαιρέτησε και, καμιά αμφιβολία δεν έχω πια γι αυτό, ο χαιρετισμός της ήταν αποχαιρετισμός…


 *Για το Νίκο Τσαγκρή (Από τη Μαλβίνα με αγάπη)


 Δεν αγαπώ καθόλου την δημοσιογραφίστικη ευεξία.
Αυτός είναι ο ο λόγος που αγαπώ – ή μάλλον που αγαπάω (ασυναίρετα) – τη γραφή του Νίκου. Και δεν λέω τα κείμενα. Διαμορφώνει άποψη, αλλά δεν είναι απλώς οπίνιον λίντερ. Διότι στο γραπτό του υπάρχει η ηδονή του κειμένου με έναν τρόπο πολύ ιδιαίτερο και σύμφυτο- όπως αρμόζει σε «οριστικές» γραφές.

Εντρυφώ καθημερινώς. Δεν αντιλήφθηκα ποτέ να χάνει το περιεχόμενο 'ψάχνοντας τη φόρμα. (Αν βαριέμαι κάτι, είναι οι ντιλετάντες αρθρογράφοι, αυτών που, καταπώς θα 'λεγε και ο Μπρεχτ, «βλέποντας τη φόρμα, παύει να σε ενδιαφέρει το περιεχόμενο».)

Η απόλαυση του κειμένου του επαυξάνεται από την πλήρη απουσία «ψαλιδοκώλικων» εκφράσεων. Άφαντο το οπλοστάσιο των «διανοούμενων τρίτου τύπου». Ούτε ένα «συμπίλημα», ένας «αποσυνάγωγος», μια «ετερογένεια» και άλλα που παραπέμπουν στο αμλετικό «λέξεις... λέξεις... λέξεις...»

Δεν δοκίμασα καμιά έκπληξη όταν, κάποτε, τηλεφώνησα στον Ν. Τ. και εξημμένη από ένα γραπτό του πρότεινα να βγει στην τηλεόραση και να το συζητήσουμε διεξοδικότερα.
Δέχτηκα την άρνησή του με τον ίδιο ενθουσιασμό με τον οποίο δύο λεπτά πριν επεδίωκα τη συγκατάβαση του. Προφορικώς διατυπώνονται μόνο οι ιδέες, σκέτες, οι οποίες μάλιστα αυτή την εποχή, της εικονολογίας, κατά τους σημειολόγους, είναι εντελώς αναποτελεσματικές.

Ο συγγραφέας τα λέει όλα στο χαρτί. Έτσι-επιτρέψτε μου-διαβάζω τα κείμενά του όχι σαν «δίστηλα» ή «τρίστηλα» αλλά σαν συνοπτική λογοτεχνία.

Και για να συνοψίσω: Ήταν περίπου πέντε και στις επτά έπρεπε να είμαι στον «αέρα». Μέσα στην αίθουσα Συντάξεως διάφοροι άνθρωποι, με ρολόγια, περίμεναν να γράψουν δελτίο ειδήσεων στον μοναδικό υπολογιστή. Με έβριζαν από μέσα τους γιατί αργούσα.

Αρπάχτηκα με έναν από αυτούς, κάποιον Ψύλλια.«Εσύ δεν ήσουν που βιαζόσουν; Τι κάθεσαι και διαβάζεις εφημερίδες και μας έχεις στην ουρά να περιμένουμε;» Είδα αίμα. «Αν δεν διαβάσω, αγόρι μου, αυτό εδώ, να γεμίσω τις μπαταρίες μου, δεν θα μπορέσω να αντιμετωπίσω ούτε τους ημιεπαγγελματίες σαν κι εσένα ούτε την ασχήμια της αίθουσας... Διαβάζω το κείμενο ακριβώς επειδή βιάζομαι και πρέπει να φτιαχτώ».

Σαν να γλύκανε ο ημιάγριος όταν έσκυψε πάνω από τη σελίδα του Έθνους να δει τι διάβαζα: «Ο Νίκος...είναι φίλος μου... Αστέρι... Ε, τώρα θα τον πάρω να του το πω... Θα χαρεί...»
Δεν του τηλεφώνησε ποτέ. Είχε να γράψει δελτίο.


0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *