Η πολιτική καριέρα ενός πολιτικού
που εισήγαγε στην Ελλάδα το δόγμα της «μηδενικής ανοχής».
Μπορεί να μην είναι «γεννημένος
την 4η Ιουλίου» ο νέος υπουργός Προστασίας του Πολίτη, αλλά είναι σίγουρο ότι
αυτόν τον καλοκαιρινό μήνα έχουν τύχει όλες οι μεγάλες στιγμές της καριέρας
του. Κάποιες απ’ αυτές τον ανέδειξαν σε πολιτικό στέλεχος πρώτης γραμμής.
Ωστόσο, μένουν αμφιβολίες αν
τελικά τον βοήθησαν να αποκτήσει μια αυτόνομη πολιτική πορεία ή τον οδήγησαν σε
δύσβατες και αδιέξοδες προσωπικές επιλογές. Το σίγουρο είναι ότι ο Μιχάλης
Χρυσοχοΐδης επιστρέφει για τέταρτη φορά στο υπουργείο «Ασφάλειας», όπως κι αν
ονομάζεται αυτό
2002: Ο κ. Χρυσοχοΐδης σε
υπερδιέγερση
Ηταν 4 Ιουλίου 2002, η μέρα
δηλαδή που η αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα γιόρταζε την εθνική εορτή των ΗΠΑ,
όταν ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, υπουργός Δημόσιας Τάξης της κυβέρνησης του Κώστα
Σημίτη, δεχόταν τα θερμά συγχαρητήρια και τα επαινετικά λόγια του πρέσβη Τόμας
Μίλερ, για τις πρώτες κινήσεις εξάρθρωσης της οργάνωσης «17 Νοέμβρη».
Ο κ. Μίλερ διευκρίνισε ότι σε
κάθε περίπτωση «οι ελληνικές αρχές είναι αυτές που διενεργούν την έρευνα», οι
οποίες είναι και οι αρμόδιες και υπεύθυνες να ομιλήσουν για τα ευρήματα των
τελευταίων ημερών.
«Αρμόδιες πηγές, ωστόσο,
επεσήμαιναν ότι η δολοφονία του ταξιάρχου Στίβεν Σόντερς ήταν ένα μοιραίο λάθος
της 17N, διότι δημιούργησε τις προϋποθέσεις στενότατης συνεργασίας του FBI και
της Σκότλαντ Γιαρντ για την εξάρθρωση της οργανώσεως» (εφ. «Καθημερινή»,
5.7.2002). Τελικά ποιος είχε τον αποφασιστικό λόγο στις αντιτρομοκρατικές
έρευνες εκείνης της περιόδου; Οι ελληνικές αρχές ή η αμερικανο–βρετανική
συνεργασία;
Η ίδια εφημερίδα παρουσίαζε ως
εξής την εικόνα του υπουργού εκείνες τις κρίσιμες μέρες: «Οσοι συνομιλούν αυτές
τις ημέρες με τον υπουργό Δημόσιας Τάξης κ. Μιχ. Χρυσοχοΐδη, αντιλαμβάνονται
ότι βρίσκεται σε υπερδιέγερση» (3.7.2002).
Ασφαλώς η εξάρθρωση της «17
Νοέμβρη» υπήρξε η αστυνομική επιχείρηση που απογείωσε την καριέρα του Μιχάλη
Χρυσοχοΐδη και δικαιολόγησε την τοποθέτησή του σ’ αυτό το πόστο, ενώ στο παρελθόν
ασχολιόταν κυρίως με ζητήματα οικονομίας και εμπορίου.
Αλλά εκείνο που κυρίως οργάνωσε ο
κ. Χρυσοχοΐδης ήταν η επικοινωνιακή διαχείριση της υπόθεσης. Από τα μέσα
Ιουνίου φρόντισε ήδη να ενημερώσει έμπιστους δημοσιογράφους ότι είχε εντοπίσει
και παρακολουθούσε τα μέλη της οργάνωσης (Γιάννης Πρετεντέρης, «Η αναμέτρηση.
Ζωή και θάνατος της 17 Νοέμβρη», εκδ. Εστία, Αθήνα 2002, σ. 20). Αλλωστε το
πρώτο που είχε κάνει όταν είχε αναλάβει το πόστο αυτό ήταν να παραγγείλει μια
ποιοτική έρευνα για την τρομοκρατία στη Metron Analysis (σ. 44).
Σύμφωνα με το αντιτρομοκρατικό
μπεστ σέλερ των Παπαχελά-Τέλλογλου, «το υπουργείο Δημοσίας Τάξεως ήταν εντελώς
άγνωστη περιοχή [για τον κ. Χ.] και ένα πόστο που δεν επεδίωκε να καταλάβει»
(«17. Φάκελος 17 Νοέμβρη», εκδ. Εστία, Αθήνα 2002, σ. 186). Η τοποθέτησή του σ’
αυτή τη θέση που επρόκειτο να τον σφραγίσει έγινε το 1999 εσπευσμένα από τον
Κώστα Σημίτη μετά το φιάσκο με την απαγωγή του Οτζαλάν και την εκπαραθύρωση των
αρμόδιων υπουργών και υπηρεσιακών παραγόντων.
Το μόνο εχέγγυο που είχε ο
πρωθυπουργός ήταν ότι ο κ. Χρυσοχοΐδης υπήρξε δικός του άνθρωπος. Εξάλλου όταν
ο κ. Σημίτης χρειάστηκε έναν έμπιστό του για την αρχηγία του κόμματος, πάλι
στον Χρυσοχοΐδη κατέληξε.
2003: Ο Χρυσοχοΐδης αρχηγός
Τις ίδιες μέρες που κλιμακωνόταν
η επιχείρηση των διωκτικών αρχών ώστε να δέσει η υπόθεση της 17Ν, τον Ιούλιο
του 2002, υπήρξε ένα προφητικό πρωτοσέλιδο στην «Αυριανή». Η εφημερίδα του
βαθέος ΠΑΣΟΚ κυκλοφόρησε στις 25.7.2002 με τον ακόλουθο τίτλο: «Μιχάλης
Χρυσοχοΐδης, Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΠΙΔΑ της Δημοκρατικής Παράταξης». Από κάτω υπήρχε το
(ρητορικό;) ερώτημα: «Δήμαρχος ή πρωθυπουργός;»
Είναι αλήθεια ότι τις μέρες
εκείνες του Ιουλίου 2002, η «Αυριανή» έπαιξε έναν ιδιαίτερο ρόλο,
αναλαμβάνοντας με προθυμία την απαραίτητη σ’ αυτές τις περιπτώσεις
βρομοδουλειά: την αναφορά ονομάτων διαφόρων γενικώς «υπόπτων»,
«φωτογραφίζοντας» (και διασύροντας ανεπανόρθωτα) ανθρώπους για τους οποίους δεν
υπήρχαν ούτε καν στοιχειώδεις ενδείξεις εμπλοκής σε ένοπλες οργανώσεις – ενδεικτικά
αναφέρω τις περιπτώσεις της «Μάγδας» (17.7.2002), της «Μαρίας της Αίγινας»
(12.9.2002) και μιας γνωστής δημοσιογράφου (15.9.2002).
Ας σημειωθεί ότι την εποχή εκείνη
επικεφαλής του γραφείου Τύπου του υπουργείου Δημόσιας Τάξης δεν ήταν άλλος από
τον υπεύθυνο του αστυνομικού ρεπορτάζ στην εφημερίδα του Κουρή.
Το ενδιαφέρον είναι ότι έναν
χρόνο αργότερα, τον Ιούλιο του 2003, ο τίτλος επιβεβαιώθηκε. Δεν έγινε βέβαια ο
κ. Χρυσοχοΐδης ούτε δήμαρχος ούτε πρωθυπουργός. Η «μεγάλη ελπίδα της
δημοκρατικής παράταξης» κατέλαβε όμως τη θέση του γραμματέα της Κεντρικής
Επιτροπής του ΠΑΣΟΚ, μετά τον εξαναγκασμό σε παραίτηση του Κώστα Λαλιώτη. Ο κ.
Χρυσοχοΐδης εκλέχτηκε με 118 ψήφους υπέρ, 50 λευκά και 9 άκυρα. Τον διαδέχτηκε
τον Μάρτιο του 2005 η Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου.
2009: Ο κ. Χρυσοχοΐδης στην
«Καμπούλ»
Επί τέσσερα χρόνια ο κ.
Χρυσοχοΐδης έμεινε στο περιθώριο της επικαιρότητας. Επανήλθε δριμύτερος με
σκληρές κατηγορίες κατά του κ. Παυλόπουλου για τον ήπιο τρόπο αντιμετώπισης της
νεανικής εξέγερσης που πυροδοτήθηκε από τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου
τον Δεκέμβριο του 2008.
Τον Φεβρουάριο του 2009 ο κ.
Χρυσοχοΐδης υποστήριξε ότι «το φαινόμενο της μαζικής τρομοκρατίας και της
λογικής του αντάρτικου πόλεων συμβαίνει στην Ελλάδα, την Κολομβία, τη Βαγδάτη
και ενδεχομένως την Καμπούλ. Δεν υπάρχει πουθενά αλλού και δεν υπερβάλλω».
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Ευάγγ.
Αντώναρος απάντησε, μιλώντας για στελέχη του ΠΑΣΟΚ που «ελεεινολογούν,
καταστροφολογούν για να αποκομίσουν κομματικά οφέλη, μιλάνε άσχημα για τον ίδιο
τους τον τόπο, έχουν βουλιμία για την εξουσία». Ο κ. Χρυσοχοΐδης ανταπάντησε,
ισχυριζόμενος ότι «δυστυχώς δεν αντιλαμβάνεται ο ανεκδιήγητος κυβερνητικός
εκπρόσωπος ότι το αίσθημα ασφάλειας καταρρέει και αντικαθίσταται από τον φόβο,
με ό,τι αυτό συνεπάγεται για μια δημοκρατική και μέχρι χθες απόλυτα ασφαλή χώρα
για τους κατοίκους και τους επισκέπτες της».
Από παράξενη σύμπτωση, ο κ.
Χρυσοχοΐδης βρίσκεται σήμερα στο στενό επιτελείο του Κυριάκου Μητσοτάκη, ενώ ο
κ. Αντώναρος διαγράφηκε πέρυσι από τον αρχηγό της Ν.Δ.
Αλλά η σύγκριση Αθήνας - Καμπούλ
συνέχισε να ακολουθεί τον κ. Χρυσοχοΐδη και μάλιστα γύρισε μπούμερανγκ εναντίον
του. Εναν χρόνο αργότερα, ήταν και πάλι υπουργός «Ασφάλειας» στην κυβέρνηση Γ.
Παπανδρέου και τα φιλοκυβερνητικά μέσα ενημέρωσης τον κάρφωναν ως υπεύθυνο για
την ασυδοσία και την ανασφάλεια στο κέντρο της Αθήνας.
Θύμιζαν την αναφορά του στην
Καμπούλ και του την ανταπέδιδαν: «Τώρα ο υπουργός Χρυσοχοΐδης σιωπά, παρ’ όλο
που το επεισόδιο στα Πατήσια θα μπορούσε να είχε συμβεί στην Καμπούλ, όχι μόνο
επειδή είχε θύματα αθώους Αφγανούς. Οι μηχανισμοί του υπουργείου του μοιάζουν
ανίκανοι να αντιμετωπίσουν την εγκληματικότητα, την παλαιού τύπου και τη νέου
τύπου εγκληματικότητα, την εγκληματικότητα της τρομοκρατίας και αυτή του κοινού
ποινικού δικαίου, όσο κι αν τα “παπάκια” με τους αστυνομικούς οργώνουν την πόλη
δίνοντας την εντύπωση ανέμελων ένστολων μαθητών σε σχολική εκδρομή. Με
ανακούφιση είχαμε δεχθεί την τοποθέτηση του κ. Χρυσοχοΐδη στη θέση του υπουργού
Δημόσιας Ασφάλειας. Τώρα η ανακούφιση αυτή έχει εξατμιστεί και τη θέση της έχει
καταλάβει η δυσφορία. Το χειρότερο, οι πολίτες αισθάνονται ότι βρίσκονται στο
έρμαιο του τυχαίου. […] Αυτή η τυχαιότητα κάνει μια πόλη… Καμπούλ: ότι βγαίνεις
από το σπίτι σου και δεν ξέρεις πώς θα επιστρέψεις ή πώς θα βρεις το σπίτι σου
όταν επιστρέψεις» (Νίκος Μπακουνάκης, «Τι Αθήνα, τι Καμπούλ», εφ. «Το Βήμα»,
2.4.2010).
2010: Τα υπερυπουργεία του κ.
Χρυσοχοΐδη
Τις τελευταίες μέρες έχουν δοθεί
ποικίλες ερμηνείες και υπήρξαν τεκμηριωμένες αντιδράσεις στην απόφαση του
Κυριάκου Μητσοτάκη να μεταφέρει σημαντικές αρμοδιότητες από το υπουργείο
Δικαιοσύνης στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη. Θα πρέπει όμως να θυμηθούμε
ότι το μοντέλο υπερσυγκέντρωσης αρμοδιοτήτων στο υπουργείο αυτό, με τη μεταφορά
τομέων που δεν έχουν καμιά σχέση με την αστυνόμευση, είχε εφαρμοστεί πριν από
λίγα χρόνια και μάλιστα προς χάρη (ή με την επιμονή) του ίδιου υπουργού. Με το
Π.Δ. 50/2010, το οποίο τέθηκε σε εφαρμογή στις 16.6.2010, το σύνολο σχεδόν των
αρμοδιοτήτων του υπουργείου Ναυτιλίας, μεταξύ των οποίων η ποντοπόρος ναυτιλία,
η ναυτική εργασία, η ναυτική εκπαίδευση, η περίθαλψη και οι συντάξεις των
ναυτικών αποτελούσαν πλέον αρμοδιότητα του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη.
Φορείς όπως ο Οίκος Ναύτου, το ΝΑΤ και οι Ακαδημίες Εμπορικού Ναυτικού
υπάγονταν πλέον στις αρμοδιότητες ενός απολύτως στρατιωτικοποιημένου
υπουργείου.
Οπως επισήμαινε στις 26.6.2010 ο
Θοδωρής Δρίτσας, η μεταφορά αυτή αρμοδιοτήτων είχε και την ευτράπελη πλευρά
της, εφόσον ουσιαστικά «άδειαζε» την υπουργό κ. Κατσέλη, η οποία βρισκόταν σε
ταξίδι στην Κίνα με τον γενικό γραμματέα Ναυτιλιακής Πολιτικής προκειμένου να
συνάψουν συμφωνίες με τους Κινέζους για θέματα ναυτιλίας, αρμοδιότητα όμως την
οποία με τη δημοσίευση του Π.Δ. 50/2010 δεν την είχαν πλέον! Σύμφωνα με τον κ.
Δρίτσα, «η με τόσες παλινωδίες και πέρα από κάθε λογική και αναπτυξιακό
σχεδιασμό ενέργεια της κυβέρνησης να ανατεθεί στο πρώην υπουργείο Δημόσιας
Τάξης ο οικονομικός παραγωγικός τομέας της ναυτιλίας αποτυπώνει επιλογή
υποταγής στις επιθυμίες του εφοπλιστικού κεφαλαίου».
Κάποιοι επιχείρησαν να
ερμηνεύσουν αυτή την επιλογή της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου με τη διάθεση του
τότε πρωθυπουργού να ενισχύσει τον Χρυσοχοΐδη και να αποδυναμώσει την Κατσέλη,
αλλά βέβαια μια τέτοια ερμηνεία δεν είναι αρκετή, όσο κι αν είναι βέβαιο ότι ο
τότε και νυν υπουργός Προστασίας του Πολίτη έπαιξε σημαντικό ρόλο στην
κυβερνητική απόφαση. Αυτό που συνέβη τότε ήταν εξίσου αυθαίρετο και παράλογο
από πολλές πλευρές, όπως και η σημερινή απορρόφηση του υπουργείου Δικαιοσύνης
από το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη.
Κυρίως, όμως, υποδήλωνε –και
υποδηλώνει– την πεποίθηση του κ. Χρυσχοΐδη ότι όλα τα κοινωνικά προβλήματα
λύνονται μέσω της υπερασφάλειας. Το δήλωσε με ωμό τρόπο την περασμένη Κυριακή
στη Βουλή: «Ας είμαστε ρεαλιστές. Η Ελλάδα δεν πάσχει σήμερα από καταπάτηση
δικαιωμάτων. Από ασφάλεια υποφέρει». Και βέβαια επανήλθε στο αγαπημένο του
ζήτημα των «εντυπώσεων» και όχι της ουσίας. Στόχος του η «ενίσχυση του
αισθήματος ασφάλειας των πολιτών» (όχι της ασφάλειας, αλλά του αισθήματος
ασφάλειας) και «πρώτη προτεραιότητα οι διαρρήξεις που τρομάζουν τους ανθρώπους»
(δηλαδή προηγούνται επειδή «τρομάζουν»).
Το φιάσκο με τις οροθετικές, η
διαπόμπευση και η «υγειονομική βόμβα»
Εκτός από την εξάρθρωση της «17
Νοέμβρη», ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη έχει συνδέσει το όνομά του και με
μια άλλη μεγάλη αστυνομική επιχείρηση, η οποία ξεκίνησε με τους καλύτερους
επικοινωνιακούς οιωνούς, αλλά κατέληξε σε απόλυτο φιάσκο. Ηταν η εκστρατεία στο
κέντρο της Αθήνας τον Απρίλιο του 2012 με στόχο τη σύλληψη γυναικών και την
υποβολή τους σε υποχρεωτική εξέταση για να βρεθεί αν έχουν μολυνθεί από τον ιό
HIV. Ακολούθησε η δημόσια διαπόμπευση των γυναικών που βρέθηκαν οροθετικές και
η δίωξή τους με βαριές κατηγορίες σε βαθμό κακουργήματος, διότι δήθεν ήταν
ιερόδουλες και είχαν σκοπό να μεταδώσουν τον ιό στους πελάτες τους. Αυτή τη
φορά ο κ. Χρυσοχοΐδης – ο οποίος είχε αναλάβει το υπουργείο μόλις στις
7.3.2012– συνεργάστηκε με τον Ανδρέα Λοβέρδο, ο οποίος υπέγραφε τη διαβόητη
«υγειονομική διάταξη 39α». Η διάταξη καταργήθηκε από την επόμενη υφυπουργό
Υγείας Φωτεινή Σκοπούλη, επανήλθε από τον Αδ. Γεωργιάδη και καταργήθηκε εκ νέου
από τον Π. Κουρουμπλή. Προφανώς πρέπει να αναμένουμε αναβίωσή της.
Οι τραγικές συνέπειες στις ζωές
32 γυναικών αυτής της απάνθρωπης ποινικοποίησης της ασθένειας περιγράφονται στο
εξαιρετικό ντοκιμαντέρ της Ζωής Μαυρουδή «Ερείπια» (Οροθετικές Γυναίκες. Το
χρονικό μιας διαπόμπευσης, 2013), όπου ακούμε την Ουρανία Γεωργίου, παθολόγο
στη Μονάδα Ειδικών Λοιμώξεων του «Ευαγγελισμού», να εξηγεί με απλά λόγια:
«Είναι ξεκάθαρο πώς έγιναν τα γεγονότα. Φάνηκε ότι ήταν ένα πολιτικό παιχνίδι.
Ηταν μια προεκλογική εκστρατεία που κανένας δεν ενδιαφέρθηκε για το ποιος
άνθρωπος θα πληρώσει γι’ αυτό. Για μένα την ευθύνη την έχουν το υπουργείο
Δημόσιας Τάξης και το υπουργείο Υγείας».
Τίποτα από όσα είχαν επικαλεστεί
Χρυσοχοΐδης και Λοβέρδος και υιοθέτησαν με ευκολία τα μέσα ενημέρωσης δεν
επιβεβαιώθηκε. Οι κοπέλες που είχαν συλληφθεί, στη μεγάλη τους πλειονότητα
έκαναν χρήση ναρκωτικών και δεν ήταν ιερόδουλες, ήταν Ελληνίδες και όχι Αφρικανές
και, βέβαια, δεν ευθύνονταν για «σκοπούμενη» μετάδοση του ιού. Τέσσερα χρόνια
αργότερα, είχαν όλες αθωωθεί από τη Δικαιοσύνη, αλλά ήταν πολύ αργά. Η βαριά
ποινή τούς είχε ήδη επιβληθεί με την άδικη διαπόμπευση.
Μιλώντας στις ειδήσεις του MEGA,
ο Χρυσοχοΐδης εξηγούσε λίγες μέρες νωρίτερα τη φιλοσοφία του για τον κίνδυνο
που αποτελούν οι μετανάστες:
«Δουλεύουνε στη συλλογή αγροτικών
προϊόντων. Τους έχουμε στα σπίτια μας. Αλλά φοβόμαστε να τους βάλουμε όλους
αυτούς τους ανθρώπους κάτω από υγειονομική επιτήρηση, θεραπεία και τελικά σε
ασφάλεια, κάτω από τα χέρια της αστυνομίας και του κράτους. Γυρνούν κάπου εδώ
γύρω και έχουν υποβαθμίσει και έχουν καταστρέψει την πιο ιστορική πόλη της
Ευρώπης, την Αθήνα. Να τελειώνει η στάση ανοχής και ανευθυνότητας που κρατάμε
όλοι μας απέναντι στα μεγάλα προβλήματα. Οπως κάνουμε και με τα σκουπίδια, τα
οποία δεν θέλει κανείς στην πόρτα του, αλλά τα ’χουμε όλοι μας μπροστά στην
πόρτα μας. Το πρόβλημα είναι πολύ απλό. Τι θέλουμε; Να τους έχουμε στους
δρόμους με μεταδοτικές ασθένειες, ελονοσία, φυματίωση;»
Επενέβη εκστασιασμένη η Ολγα
Τρέμη: «Είστε ο πρώτος που είπατε δημόσια ότι πρόκειται για μια υγειονομική
βόμβα».
Και ο Χρυσοχοΐδης με στόμφο:
«Ακριβώς αυτό λέω. Στις 16.000 ανθρώπους που εξετάστηκαν σε ενάμιση χρόνο από
το ΚΕΕΛΠΝΟ, έχουμε την αποκάλυψη, αυτή τη βόμβα, ότι οι ασθένειες οι
μεταδοτικές που έχουν αυτοί οι άνθρωποι είναι 1.000% μεγαλύτερες σε ποσοστό απ’
ό,τι στον υπόλοιπο πληθυσμό. Αυτοί οι άνθρωποι δουλεύουν σε εστιατόρια, σε
επιχειρήσεις προϊόντων διατροφής, δουλεύουν στη συλλογή αγροτικών προϊόντων,
τους έχουμε στα σπίτια μας, αλλά φοβόμαστε να τους βάλουμε όλους αυτούς τους
ανθρώπους κάτω από υγειονομική επιτήρηση, θεραπεία και σε ασφάλεια. Κάτω από τα
χέρια της αστυνομίας και του κράτους» (4.4.2012).
Η «μηδενική ανοχή» του κ.
Χρυσοχοΐδη
Σε αυτή την επικοινωνιακή
διαχείριση του προβλήματος της ασφάλειας, ο κ. Χρυσοχοΐδης θυμάται –και
θυμίζει– όσα έμαθε από τις αμερικανικές και βρετανικές υπηρεσίες την περίοδο
2001-2002. Πρόκειται για εκσυγχρονισμένη αναπαραγωγή του δόγματος της
«μηδενικής ανοχής» που εφαρμόστηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’90 στη Νέα Υόρκη
με θεαματικά από πρώτη άποψη αποτελέσματα.
Πρωταγωνιστές σ’ αυτή τη
μεταμόρφωση της αμερικανικής μεγαλούπολης από πρωτεύουσας του οργανωμένου
εγκλήματος σε μια από τις ασφαλέστερες πόλεις του κόσμου υπήρξαν ο
Ρεπουμπλικανός δήμαρχος Ρούντολφ (Ρούντι) Τζουλιάνι (άτυπος σύμβουλος του
αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ και προσωπικός του δικηγόρος) και ο
αστυνομικός διευθυντής Ουίλιαμ (Μπιλ) Μπράτον.
Τη δική του πολιτική μηδενικής
ανοχής απέναντι στους μετανάστες και τους αστέγους εξηγούσε ο κ. Χρυσοχοΐδης
στον Αντώνη Σρόιτερ, περνώντας με το αυτοκίνητο από το κέντρο της Αθήνας ένα
βράδυ, λίγο πριν από τις εκλογές του 2012: «Είναι απόλυτη ερημιά, γιατί μετά από
τόσα χρόνια μαζικής εισόδου και κατάληψης όλων αυτών των χώρων από στοιχεία τα
οποία είτε έδιωξαν τον κόσμο από δω, είτε η παρουσία τους έχει δημιουργήσει
προβλήματα εγκληματικότητας (τα ναρκωτικά, οι παράνομες εκδιδόμενες γυναίκες)
σε ένα τόσο όμορφο μέρος, αυτή τη στιγμή, όπως βλέπετε είναι νεκρό. [...]
Βλέπουμε τον ανάπηρο... Τους αστέγους… Τέτοιες εικόνες υπάρχουν και στη Ρώμη
και στο Μιλάνο, αλλά ούτε αυτό το φαινόμενο είναι καλό. Πρέπει να φύγουν και
αυτοί οι δυστυχισμένοι άνθρωποι από δω. Και όχι μόνο αυτοί, αλλά και αυτοί που
πουλάνε τα λουλούδια, γιατί είναι σε δίκτυα εγκληματικά, και αυτοί που
καθαρίζουν τα τζάμια, και διάφοροι άλλοι» («Alpha», 18.4.2012).
Τα νούμερα στη Νέα Υόρκη
επιβεβαίωναν καταρχάς την επιτυχία τα νέας αντεγκληματικής πολιτικής, με
δραστική βελτίωση όλων των σχετικών δεικτών. Το κακό είναι ότι κανείς δεν ήταν
σε θέση να βεβαιώσει ότι η πτώση της εγκληματικότητας συνδεόταν πράγματι με την
πολιτική της μηδενικής ανοχής. «Κανείς δεν γνωρίζει θετικά τον λόγο της
υποχώρησης της εγκληματικότητας», έγραφαν οι «Νιου Γιορκ Τάιμς».
Και η επίσημη έκθεση του
Πανεπιστημίου του Μέριλαντ, την οποία παρήγγειλε η κυβέρνηση των ΗΠΑ, ύστερα
από ανάλυση 650 σελίδων, κατέληγε: «Δεν γνωρίζουμε πραγματικά, πώς επιδρούν οι
διάφοροι παράγοντες στην εγκληματικότητα». Δεν είναι, δηλαδή, καθόλου σίγουρο
ότι η πτώση αυτή οφείλεται στην πολιτική Μπράτον - Τζουλιάνι. Ως ευνοϊκοί
παράγοντες αναφέρονται από εγκληματολόγους η «εξομάλυνση» της διακίνησης του
κρακ (στην εισαγωγή του οποίου οφειλόταν εν πολλοίς η έκρηξη περιστατικών βίας
το ’80), η μείωση του αριθμού των Νεοϋορκέζων ηλικίας 18–25 ετών, αλλά και η
μετατόπιση της εγκληματικότητας σε χώρους πέραν της πόλης, με πρώτο θύμα την
περιοχή του Νιου Τζέρσι (Ιός, «Μοντέλο Νέα Υόρκη. Η Πόλη και οι Ανθρωποι–Σκουπίδια»,
εφ. «Ελευθεροτυπία», 24.1.1999).
Και ποιο είναι το κόστος αυτής
της πολιτικής; Πρώτα πρώτα μετατράπηκαν ολόκληρα τμήματα της κοινωνίας σε
δυνάμει φυλακισμένους. Ποινικοποιήθηκε η φτώχεια, ενώ η αστυνομική αυθαιρεσία
πολλαπλασιάστηκε. Αλλά το σημαντικότερο είναι άλλο. Η πολιτική αυτή επέτρεψε
για πρώτη φορά την ιδιωτικοποίηση μεγάλων τμημάτων του τόσο προσοδοφόρου τομέα
της ασφάλειας και του συστήματος των φυλακών.
Εδώ κρύβεται και η φούρια της
κυβέρνησης Μητσοτάκη να μεταφέρει την αρμοδιότητα του «σωφρονισμού» σε ένα πιο
«ευέλικτο» υπουργείο, που δεν θα δυσκολευτεί με τη σειρά του να την αναθέσει σε
επιχειρηματικά συμφέροντα, για λόγους «ασφαλείας».