Γράφει η Αρχοντία Κάτσουρα
Τρεις μέρες τώρα έκανε μια
επώδυνη βουτιά στη μνήμη. Οι ώρες ήταν «κενές περιεχομένου». Εξίμισι, σχεδόν
επτά ώρες μέσα στο πλοίο και ύστερα οι υπέροχες ώρες των σιωπών στην παραλία,
την ώρα που οι άλλοι κολυμπούσαν και δεν μπορούσαν να δουν ή να αφουγκραστούν
όσα κρύβει η σιωπή.
Μετείχε σε όλα, μιλούσε για όλα,
βουτούσε στο θαυματουργό νερό, την αιώνια αυτή πηγή ίασης κάθε «νόσου», κάθε
τραύματος, κάθε ανεκπλήρωτου κενού. Ειδικά αυτών που δεν φαίνονται, που δεν
λέγονται. Και όσο κρατούσε την αναπνοή με κλειστά μάτια κάτω από το νερό, δεν
σκεφτόταν τίποτα. Μετά, άφηνε τον ήλιο να ψήσει το αλάτι στην πλάτη της, να
φωτοσυνθέσει ορμόνες και βιταμίνες που χάθηκαν στις ατελείωτες μέρες πίσω από
έναν υπολογιστή σε ένα γραφείο χωρίς παράθυρο.
Αλλά τις ώρες της σιωπής, εκεί
πλάι στη θάλασσα, πάνω στην άμμο, ενώ περπατούσε τσαλαβουτώντας στα ρηχά νερά
και μπήζοντας τις φτέρνες αφήνοντας εφήμερα σημάδια, τα ατελείωτα λεπτά που
βυθιζόταν στον λήθαργο που προκαλούσαν η ζέστη και η γλυκιά κούραση από το
κολύμπι, μετρούσε τη μνήμη.
Τη μνήμη του νερού -αλήθεια, έχει
μνήμη το νερό ή τα ξεπλένει όλα; θα θυμάται ότι κάποτε με πήρε αγκαλιά;-,
εκείνη των βράχων και της γης, τη μνήμη των δέντρων και των ζώων, τη δική της
και των άλλων ανθρώπων.
Γιατί; Επειδή μήνες πολλούς
κοιμόταν και ξυπνούσε με μια μόνο φράση στο στόμα, που την επαναλάμβανε σαν
προσευχή κι ας φοβόταν ότι δεν θα εισακουστεί. Δεν το σκεφτόταν καν, δεν
προσπαθούσε να το σταματήσει. Ηταν η ίδια, πάντα η ίδια φράση. Χωρίς παραλλαγή,
χωρίς κόμματα, θαυμαστικά ή άλλα σημεία στίξης. Τέσσερις λέξεις, στην ίδια
σειρά. Καμιά 25αριά γράμματα στην ίδια ακολουθία. Για να μη χάσουν τη δύναμή
τους και επαναλαμβανόμενες να κάνουν, ίσως, ένα θαύμα.
Ηταν μια αληθινή φράση,
συμπυκνωμένη, μετρημένη. Και όμως, εκείνη η ίδια ένιωθε πως έπρεπε να
αναθεωρήσει αυτή την τόσο πλήρη και συνεκτική αλήθεια της. Να τη μικρύνει, να
τη μαλακώσει, ώστε να μπορέσει να την κρύψει σε ένα μικρό, τόσο δα κουτί, αυτό
μετά να το αφήσει σε μια απροσπέλαστη γωνιά, ώσπου να ξεχαστεί και να πάψει να
την ξυπνάει -ακόμη και αχάραγα κάποιες νύχτες. Ειδικά σαν κι αυτές, Ιούλιο
μήνα, που είσαι σε έναν τόπο ευλογημένο, όμορφο, μακριά από όλα -για λίγο, έως
ότου επιστρέψεις στα τετριμμένα- και το σώμα αρχίζει να ξεκουράζεται και άρα να
θυμάται. Αλλά επιλεκτικά, όσα θέλει, όσα ακόμα επιθυμεί.
Αλλά, όπως διάβασε κάπου, η
«μνήμη μόνη της είναι ένα παράλυτο, σακατεμένο σώμα». Γιατί «η μνήμη της φωτιάς
δεν ζεσταίνει το σώμα, η μνήμη του νερού δεν δροσίζει το σώμα. Για να ζεσταθείς
δεν φτάνει μόνο να θυμάσαι τη ζεστασιά της φωτιάς -πρέπει να ανάψεις φωτιά. Για
να ξεδιψάσεις δεν φτάνει να θυμάσαι το νερό -πρέπει να πιεις νερό»*.
Πώς να αρνηθεί αυτή την αλήθεια;
Μπορεί να μην είχε λόγια να το πει, αλλά να τελικά που τα βρήκε. Δεν θα
μπορούσε να τα εκφράσει καλύτερα, δεν υπήρχαν λέξεις πιο κατάλληλες από αυτές.
Μεγάλωνε και ένιωθε τις λαχτάρες της να φουντώνουν αντί να σβήνουν, να
μαίνονται αντί να ξεθυμαίνουν. Να επιθυμεί να ζει, να γεύεται, να αγγίζει.
Μετρούσε τη ζωή, μετρούσε και τη
μνήμη, όσα πήρε, όσα έδωσε, όσα είχε, όσα ήθελε να μοιραστεί και όσα
επιθυμούσε. Αλλα της έβγαιναν πολλά και άλλα λειψά. Με άλλα χαμογελούσε και με
άλλα σκυθρώπιαζε.
Βουτούσε στο νερό να δροσιστεί κι
ύστερα στέγνωνε στον ήλιο. Αλλά απάντηση δεν έπαιρνε. Το μόνο που ήξερε ήταν
εκείνη η μόνη αλήθεια. Εκείνη η προσευχή. Και μια λαχτάρα για ένα ολόκληρο
σώμα, με μνήμη και ζωή να συμβαδίζουν. Δύσκολοι οι απολογισμοί που γίνονται το
καλοκαίρι, παραδεχόταν, αλλά επέμενε. Ηταν η αρχή, ώσπου να βρει μια λύση.
*«Το καλό θα έρθει από τη
θάλασσα», Χρήστος Οικονόμου, εκδόσεις Πόλις
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου