Γράφει η Κυριακή Μπεϊόγλου
Βράδυ καλοκαιριού, κάποιοι μόλις
ήρθαν από διακοπές, άλλοι ετοιμάζονται να φύγουν, άλλοι βρίσκονται σε νησιά και
άλλοι, ως είθισται, κάθε χρόνο πάνε στο χωριό τους. Εμείς πάντως βρισκόμαστε
στην Αθήνα και συζητάμε για πολλά και διάφορα, σοβαρά και τραγελαφικά, της
πολιτικής σκηνής κυρίως. Χτυπάει το τηλέφωνο της φίλης δίπλα μου. «Ο μπαμπάς,
παίρνει από το χωριό» μας λέει και αρχίζει τον διάλογο μαζί του που για μας
ήταν ο εξής μονόλογος: Ελα μπαμπά μου… ναι… όχι, τώρα με παίρνεις από το
κανονικό, όχι από το ιντερνετικό… ναι… όχι από το μέσαντζερ… ούτε από το
βάιμπερ…Οχι μπαμπά μου εσύ δεν έχεις φέισμπουκ… Τι γιατί;… Τι να το κάνεις, βρε
πατέρα, το φέισμπουκ 85 χρονών άνθρωπος, έλα Παναγία μου!!!… Α, ναι; Πολλά
χαιρετίσματα να τους δώσεις… Καλά μπαμπά μου μη στεναχωριέσαι όταν θα 'ρθω στο
χωριό θα σου φτιάξω φέισμπουκ εγώ, ναι, ναι, πρόκειται περί θαύματος της
τεχνολογίας… Ναι, σίγουρα θα σου φτιάξω, φιλάκια στη μαμά, κι εγώ… καληνύχτα».
Εκλεισε το τηλέφωνο, μας κοίταξε
απολογητικά η φίλη σαν να μην ήξερε τι να κάνει, να γελάσει ή να κλάψει. Τι
έγινε βρε, παιδί μου; ρωτήσαμε.
«Ο μπαμπάς μου, βρε παιδιά, του
βάλανε τα εγγόνια του μέσαντζερ και βάιμπερ να μιλάνε πιο φτηνά και με πήρε να
με ρωτήσει γιατί δεν του κάναμε φέισμπουκ να βλέπει τον ξάδερφό του και τα
ανίψια του στην Αυστραλία. Κι είχε τέτοιο παράπονο… Ούτε πέντε χρονών παιδάκι.
Βλέπεις, ο θείος με τη γυναίκα του πήγαν σήμερα στο χωριό. Αυτός έχει
φέισμπουκ, έβλεπε εμένα, την αδερφή μου, τους άλλους συγγενείς, από τον
Γιωργάκη του όμως τίποτα. Με πήρε λοιπόν ο «Γιωργάκης του» τώρα και μου λέει:
Ξέρεις πόσα έχασα, να γάμους, να βαφτίσια… Κάνε μου, παιδάκι μου, να τον βλέπω
τον ξάδερφο που τον λαχτάρησα τόσα χρόνια στην ξενιτιά».
Στην αρχή γελάσαμε, μα αμέσως
μετά λες και σκέφτηκε ο καθένας μας τους τόσους ξενιτεμένους που έχασαν οι
δικοί του, μείναμε για λίγο αμίλητοι, ασάλευτοι. Ναι, έχει μύρια κακά το
φέισμπουκ, μα πώς να το κάνουμε, τέτοιο πράγμα θαυμαστό να βρίσκεις τους
χαμένους σου ανθρώπους δεν έχει ξαναϋπάρξει.
Ο μισεμός είναι βαρύς καημός, το
κατευόδιο είναι ζάλη και το ξαναβρεθήκαμε είναι χαρά μεγάλη, έστω και μέσα από
έναν κόσμο άλλο και διαφορετικό από αυτόν που ήξεραν οι παλιότερες γενιές.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου