γράφει η Κλειώ Βλαχάκη
Μήνες σε αναμονή. Ξέρεις πώς
είναι; Να σε βάζεις σε αναμονή, να σε περιμένεις, να κοιτάζεις από το
μισάνοιχτο παραθύρι, να κάνεις ησυχία μήπως και σε ακούσεις, να σταματάς την
καρδιά σου, να την πηγαίνεις αργά, να την παγώνεις; Ξέρεις πώς είναι; Να
ξεπορτίζει ο ήλιος, Απρίλη μήνα, Μάη μήνα, Ιούνη μήνα, κι εσύ να φοράς παλτό,
να κρύβεσαι από το φως, να μετράς απώλειες, να κηδεύεις εσένα, να θρηνείς
εσένα, πού πήγες, πώς ήσουν, πώς έγινες, τι άλλαξε, τι έφυγε, τι δεν ήρθε;
Γιατί κρυφά μέσα μας περιμένουμε να στείλει αντικαταστάτη το φευγιό.
Ιούλιος. Καρπούζι. Θυμήθηκα τον
παππού μου. Ένα μποστανάκι με άνυδρα καλούδια, μια τσάπα στον ώμο και το δεξί
χέρι να κρατά το δικό μου. Κι ένας δρόμος ατέλειωτος μέσα από ελιές και χώματα
και πέτρες. Να τρέχουν τα σάλια μου και να ανυπομονώ να φτάσουμε επιτέλους
γιατί τότε νόμιζα πως η ζωή θα έχει πάντα γεύση καρπούζι και τελικά στο μόνο
που έμοιαζε ήταν σε εκείνο το κρακ που έκανε όταν έμπηγε το μαχαίρι. Κρακ και η
καρδιά αργότερα! Κρακ και η ζωή ολόκληρη! Και ποτέ κανείς δεν την άκουσε!
Έβλεπες μόνο τη ρωγμή αργότερα κι αναρωτιόσουν ποιος παρατρόχισε τα φτερά σου
κι έκαναν κρακ.
Τώρα ξυπνώ και κουτουλάω σε
τοίχους. Μου έλεγαν θα κάνεις λάθη κι εγώ άκουγα πάθη. Και κουτουλάω σε
τοίχους. Όταν πονάω, κρύβομαι σαν τις γάτες. Δε με βρίσκεις εύκολα. Ήθελα λευκό
κι εκείνο έγινε γκρι, ήθελα ήχους κι εκείνο έγινε κρακ, ήθελα φως κι έγινε ό,τι
βλέπει ένας τυφλός. Όλο ήθελα κι έμεινα εκεί.
Κανείς δε μας προετοιμάζει για
την απάτη. Κανείς και για την αγάπη. Ανοίγουμε τα μάτια ένα πρωί και είναι
Ιούλιος. Ο σκύλος θέλει βόλτα, η βρύση στάζει, μια μύγα πετά, στις φλέβες σου
κυλά νερό, αλκοόλ, οινόπνευμα, τα μάτια σου είναι άνυδρα, σαν το μποστανάκι του
παππού, δε γελάς, δεν κλαις, δεν ελπίζεις, πορεύεσαι αυτό το καλοκαίρι χωρίς
προσδοκίες, ανίκανος να θυμηθείς πώς ήσουν, ανερμάτιστος, ανίδεος,
αναποφάσιστος να βγεις έξω. Πρόσφυγας της ζωής που βρέθηκες στο σαπιοκάραβο και
όλοι οι συνταξιδιώτες έσωσαν το τομάρι τους. Και λόγια, λόγια, λόγια,
υποσχέσεις, «θα», τόσα πολλά «θα» που μέτρησες κι έπιασες το άπειρο.
Τώρα ξυπνώ και κουτουλάω σε
τοίχους. Έχω ακόμα την ψευδαίσθηση ότι θα ανοίξω πέρασμα, λαγούμι, τούνελ στο
μέσα μου για να περάσω πάλι, να με δω, να με γνωρίσω, να με συγχωρήσω που
πίστεψα εκείνα τα «θα» και χάθηκα, με έχασα, έχασα. Πάσο, κύριοι!
*Ο τίτλος δανεικός από το ποίημα
του Γιάννη Ρίτσου «Γειτονιές του κόσμου».
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου