Το παρόν σημείωμα γράφεται δύο
ημέρες πριν από τις ιστορικές εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019, με μία αγωνία που
με σήκωσε όρθιο στις 4 το πρωί. Και αναρωτιέμαι μέσα στο σκληρό φως φθορίου της
κουζίνας πώς φτάσαμε ως εδώ. Πώς φτάσαμε μέχρι του σημείου μία κοινωνία της
οποίας οι βασικοί αρμοί έφτασαν σχεδόν να εξαρθρωθούν μέσα από μια δυσβάσταχτη
δεκαετία μιζέριας να διαπραγματεύεται το πάχος του σχοινιού της κρεμάλας της.
Πώς μια ολόκληρη κοινωνία ξέχασε τι σημαίνει Δεξιά. Όχι αυτής που επικαλείτο
ύπουλα ο Ανδρέας για να συσπειρώσει τον ταλαιπωρημένο κόσμο της περιόδου
1940-1970. Σήμερα, 4 το πρωί μιλάω για τη γενιά μου.
Της Δεξιάς των δολοφόνων του
Τεμπονέρα, τον Μεϊμαράκη χέρι-χέρι με τον Καλαμπόκα, της Δεξιάς της
αποβιομηχανοποίησης των αρχών του ’90. Της Δεξιάς του κλεισίματος της Πιρέλι
και της Πειραϊκής Πατραϊκής στην Πάτρα και των χιλιάδων ανέργων εν μια νυκτί.
Της Δεξιάς που επί έναν ολόκληρο χρόνο έδερνε τους φοιτητές και τις φοιτήτριες
γιατί αυτονόητα αντιστάθηκαν στην κατάργηση του άρθρου 16 και τους συναφείς
νόμους. Της Δεξιάς των «κάποιων καμένων δέντρων»[1]του Βουλγαράκη ενώ καιγόταν
ο Κρόνιος Λόφος στην Αρχαία Ολυμπία. Της Δεξιάς του «Στρατηγού Ανέμου» και των
«πραιτόρων» του Πολύδωρα. Της Δεξιάς απλά του Βουλγαράκη Υπουργού Πολιτισμού.
Της Δεξιάς του Στυλιανίδη στα μπουζούκια το βράδυ της δολοφονίας Γρηγορόπουλου.
Της Δεξιάς που υποθήκευσε το μέλλον της γενιάς μου σε payroll διατεταγμένων
πρακτόρων που παρίσταναν τους δημοσιογράφους, σε θαλασσοδάνεια, σε αζήτητα των
βοθροκάναλων και της κομπραδόρικης ελληνικής τραπεζοκρατίας. Της Δεξιάς που
πούλησε μια χώρα για να κανονίσει τα δικά της παιδιά, τους Δαπίτες, τους
γλείφτες, τους κόλακες, τους άσχετους, τους αμόρφωτους, τους ημιμαθείς, τα
βύσματα. Της Δεξιάς που έκοψε με σχέδιο
και κατ’ επιλογή λεφτά από την αγροτική σύνταξη της γιαγιάς μου. Της Δεξιάς του
Μπαλτάκου να νουθετεί μέσα σε γραφείο της Βουλής τον Κασιδιάρη. Της Δεξιάς που
αρχικά επιχείρησε να αποδώσει τη δολοφονία Φύσσα σε συμπλοκή οπαδών. Της Δεξιάς των Σκουριών. Της Δεξιάς της
«σοβαρής Χρυσής Αυγής». Της Δεξιάς των βασανιστηρίων σε αστυνομικά τμήματα επί
Δένδια. Της Δεξιάς της ΕΡΤ. Της κατρακύλας, των ρουσφετιών και τους κλεισίματός
της. Της Δεξιάς των ανεπάγγελτων, των ανεπίδεκτων. Της Δεξιάς των αληταράδων
που παριστάνουν τους αρχόντους.
Και σκέφτομαι ότι πια τις εκλογές
δεν τις κερδίζουν οι πολιτικοί αλλά τα πολιτισμικά πρότυπα. Και αυτό που
καταλάβαμε πάρα πολύ αργά, τότε που λέγαμε ότι ο Τσίπρας παίζει χωρίς αντίπαλο,
είναι ότι ο Κούλης δεν είναι απλά ένας πολιτικός αρχηγός. Είναι ένα πολιτισμικό
πρότυπο. Ο Τσίπρας έπαιζε με τον χειρότερο δυνατό αντίπαλο: το μέσο Έλληνα. Τον
μέσο Έλληνα και τη μέση Ελληνίδα που εύχεται να του/της κάτσει το λαχείο, είτε
αυτό λέγεται ένας/μια πλούσιος/α γαμπρός/νύφη, είτε μια πλούσια κληρονομιά. Τον
μέσο Έλληνα που ονειρεύεται να γίνει διευθυντής άνευ ύλης και αντικειμένου. Τον
μέσο Έλληνα, που με μηδενική εμπειρία, όχι στην εργασία αλλά στη ζωή την ίδια,
κραδαίνει ένα πτυχίο κοινωνιολογίας από το Χάρβαρντ και την ίδια στιγμή
αναρωτιέται γιατί ένας νέος του 21ου αιώνα οφείλει να ενδιαφέρεται για τη
δολοφονία Λαμπράκη. Τον μέσο Έλληνα που θέλει το χαρτί της κοινωνιολογίας του
Χάρβαρντ ακόμα και αν στο Πάντειο γίνει πραγματικός επιστήμονας, υπομένοντας τη
μακρά βάσανο της ελληνικής ακαδημαϊκής σταδιοδρομίας. Τον μέσο Έλληνα που μέσα
του λέει για το ξενιτεμένο του παιδί «εντάξει μωρέ, στην τελική όπου είναι
χαρούμενο».
Και σκέφτομαι ότι τελικά το
μεγαλύτερο λάθος της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ήταν που έδωσε ένα αχρείαστο βήμα στον
μέσο Έλληνα σε μια στιγμή που η ευθύνη έπρεπε να παραμείνει αποκλειστικά στα
χέρια της. Το βράδυ της 5ης Ιουλίου 2015, ο παροιμιώδης μέσος ανθρωπάκος δεν
έχασε την ευκαιρία να αισθανθεί ήρωας για μια νύχτα, αποκαθαρμένος από τη
μιζέρια και την ιδιοτέλειά του. Εκείνο το δημοψήφισμα τελικά δεν έπρεπε να
γίνει για ένα και μόνο λόγο. Γιατί απλούστατα ο μέσος Έλληνας φαντασιώθηκε ότι
δεν είναι μέσος: στην απλήρωτη και ανούσια δουλειά του, στο αδιάφορο κρεβάτι
του, τις μίζερες Κυριακές στο χωριό, τις μίζερες επετειακές διαδηλώσεις, στο
Πολυτεχνείο που κάθε χρόνο «φοβάμαι και περισσότερο», στις πιο μίζερες εθνικές
γιορτές, στην ονομαστική του εορτή (όχι γιορτή). Και η ματαιωμένη φαντασίωση
δεν είναι η αρκούδα που πέφτει σε χειμερία νάρκη αλλά που ξυπνάει από αυτή
πεινασμένη.
Πέρασαν 4 χρόνια και 4 το πρωί
αναρωτιέμαι τι μπορεί να σωθεί. Πάω να πω «τίποτα». Και μετά ξαναλέω: μια
ολόκληρη γενιά.
Εικόνα: Edwart Norton στην ταινία Fight Club
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου