Σχεδόν πάντα, η ανάγνωση της
ιστορίας είναι ησιόδεια, τουλάχιστον από όσους δεν την προσεγγίζουν με
επαγγελματική αυστηρότητα, αλλά επιτρέπουν στο συναίσθημα να τρυπώνει ανάμεσα
στα εργαλεία τους. Το βλέπουμε αυτό σε κάθε επέτειο, ελληνική ή διεθνή· την
επέτειο της Επανάστασης του 1821, λ.χ., ή κάποιας από τις επαναστάσεις της
παραγωγικής Γαλλίας, 1789, 1848, 1968: Στις αναπαραστάσεις μας, όλα τα φωτεινά
χρώματα αφορούν το παρελθόν (κι όσο πιο πίσω τόσο φωτεινότερο), όλα τα γκρίζα
το παρόν, κι όλα τα σκοτεινά το μέλλον.
Ακόμη κι αν δεν γνωρίζουμε την
πτωτική διαδρομή του ανθρώπινου γένους που εικονογράφησε ο Ησίοδος στο
διδακτικό έπος «Εργα και Ημέραι» (να τη γνώριζε άραγε ο Φράνσις Φουκουγιάμα
όταν κήρυσσε το «τέλος της ιστορίας»;), το μυθολογικό ποιητικό σχήμα ρυθμίζει
τα συμπεράσματά μας και τα βαραίνει με τον πεσιμισμό του:
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε το
«χρύσεον γένος μερόπων ανθρώπων», έπειτα ήρθε στη θέση του το «αργύρεον» και
κατόπιν το «χάλκειον». Για να καταλήξουμε μοιραία, διαρκώς φθειρόμενοι (και
παρά την προσωρινή παρεμβολή του «θείου γένους ανδρών ηρώων»), στο «σιδήρεον
γένος» της παρακμής. Το ότι η ίδια η Ιστορία έχει το ελάττωμα να μη
συνυπογράφει τα πορίσματα που την ακυρώνουν, και να επιμένει να μας εκπλήσσει
με τα «άλματά της πάνω από τη φθορά», δεν μας ενοχλεί. Δεν μας ενδιαφέρει καν.
Προσφεύγουμε έτσι στη μεταφυσική και στη θεολογία για να «εξηγήσουμε», λ.χ.,
την Επανάσταση του 1821, που «κανονικά» δεν θα έπρεπε να συμβεί, έπειτα από
τέσσερις (και κατά τόπους πέντε και παραπάνω) αιώνες σκλαβιάς, φθοράς,
κατιούσας πορείας.
Και της εξέγερσης του
Πολυτεχνείου η επέτειος, έγραφα εδώ περίπου ένα τέταρτο του αιώνα πριν, στις 17
Νοεμβρίου 1996, σε ανάλογες πεσιμιστικές διαδρομές μάς κατευθύνει συνήθως, στην
αναπαραγωγή δηλαδή του ησιόδειου μοντέλου: τότε ο ηρωισμός, τώρα η ηττοπάθεια
και η μοιρολατρία· τότε η ανιδιοτέλεια, τώρα ο κυνισμός και ο αριβισμός· τότε
το αίτημα της συλλογικότητας, τώρα η εγωπάθεια· τότε το δούναι, τώρα το λαβείν.
Μ’ αυτή τη βίαιη τομή στον ιστορικό χρόνο όμως, που ανοίγει αυθαίρετα ένα χάσμα
ανάμεσα στο Σπουδαίο Πριν και στο Ταπεινό
Τώρα, το Πολυτεχνείο, όπως και
κάθε όντως εξαιρετικό συμβάν, μετατοπίζεται στα αδρανή Σύμβολα.
Ή εκτοπίζεται στην περιοχή των
μύθων.
Η επιδίωξη απλή: Να σκεπαστεί
κάτω από τον ηρωολογικό στόμφο ο πολιτικός πυρήνας της εξέγερσης, ώστε να
φτάσει να σημαίνει κάτι το γενικώς αποδεκτό, δηλαδή κάτι το εύκολα αφομοιώσιμο,
άρα και ακίνδυνο. Αυτό όμως προσβάλλει τα ειδοποιά γνωρίσματα της εξέγερσης,
που δεν την έφεραν αντιμέτωπη μόνο με την «εθνοσωτήριο» χούντα και τους
ασφαλίτες. Αυθόρμητη και ακηδεμόνευτη όπως ήταν, βρέθηκε απέναντι –καθαρά και
ξάστερα– και στο προδικτατορικό πολιτικό κατεστημένο, το οποίο στην πλειονότητά
του εξάντλησε τον αντιχουντισμό του σε σποραδικές δηλώσεις, συνήθως από την
ασφάλεια ξένων χωρών. Αλλά απέναντι και στους κομματικούς μηχανισμούς της
διασπασμένης πια Αριστεράς, που δρούσαν στην παρανομία, υπό ποικίλα «μετωπικά»
ονόματα. Και προπάντων του δογματικού ΚΚΕ, που βιάστηκε να καταγγείλει τους
«προβοκάτορες» διά της έντυπης «Πανσπουδαστικής» του.
Η μετατόπιση του Πολυτεχνείου στα
Σύμβολα, η απόσπασή του από το πραγματικό, υλικό πλαίσιό του και η εξώθησή του
στην επικράτεια των θαυμάτων ή των παραδόξων (μια ολιγόζωη ενσφήνωση ενός
ολιγάριθμου «ηρωικού γένους» ανάμεσα στα γένη της ήττας και της φθοράς), βόλευε
πολλούς. Και προπάντων τους πλήρως ή μερικώς απόντες. Ολους αυτούς, δηλαδή, που
ήδη με τον πρώτο επετειακό εορτασμό άρχισαν να συμπεριφέρονται ακριβώς όπως
τους ζωγράφισε στα δεκάχρονα του Πολυτεχνείου, στην «Αυγή», ο πικρός σαρκασμός
του Μανόλη Αναγνωστάκη:
«Φοβάμαι / τους ανθρώπους που
εφτά χρόνια / έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι / και μια ωραία πρωία
–μεσούντος κάποιου Ιουλίου– / βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας /
“Δώστε τη χούντα στο λαό”. / Φοβάμαι τους ανθρώπους / που με καταλερωμένη τη
φωλιά / πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου. /
Φοβάμαι τους ανθρώπους που σού ’κλειναν
την πόρτα / μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια / και τώρα τους βλέπεις στο
Πολυτεχνείο / να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν».
Οσο κι αν φοβόμαστε τις λέξεις,
στις τρεις ημέρες του Πολυτεχνείου ανατυπώθηκε ο εμφύλιος, αλλά με τη δική του
ανέκδοτη μορφή και όχι σαν αντίγραφο (όπως εμφύλιος ήταν, διπλός μάλιστα, όσα
συνέβησαν στην Κύπρο μετά την εισβολή του τουρκικού «Αττίλα»: ανάμεσα σε
Ελλαδίτες και Κύπριους, αλλά και ανάμεσα σε δεξιούς και αριστερούς
Ελληνοκύπριους). Φυσικά οι διαφορές ούτε λίγες είναι ούτε ασήμαντες: Οπλισμένη
ήταν μόνο η μία πλευρά, των Ντερτιλήδων, που ήταν σάρκα από τη σάρκα της
παράταξης που νίκησε στον μετακατοχικό εμφύλιο.
Η άλλη πλευρά ήταν άοπλη.
«Είμαστε άοπλοι. Είμαστε άοπλοι» – αυτό θ’ ακούμε πάντα από τη φωνή του Δημήτρη
Παπαχρήστου, που ήξερε βέβαια ότι διέθετε το μόνο όπλο που κανένας δεν μπορεί
να σου στερήσει: τον έρωτα της ελευθερίας.
Παράδοξο ή όχι, τον θεμελιώδη
πολιτικό χαρακτήρα του Πολυτεχνείου τον θυμούνται πρωτίστως, με βαθιά ενόχληση,
οι κατεξοχήν αντίπαλοί του, όσοι παρέλαβαν από τους χουνταίους τη σκυτάλη της
ύβρεως εναντίον του. Αυτοί πρωταγωνιστούν, δεκαετίες τώρα, στη συστηματική
εκστρατεία κατασυκοφάντησής του. Αυτοί έσπευσαν πρώτοι να χλευάσουν την επέτειο
σαν πανηγυράκι σουβλατζήδων, ώστε αναδρομικά να μειώσουν μέχρι μηδενισμού και
τη σημασία της 17ης Νοέμβρη του 1973. Αυτοί χλευάζουν την «κεφάλα του
Σβορώνου». Αυτοί αρνούνται ότι σκοτώθηκαν άνθρωποι εκείνες τις μέρες: «Μύθος οι
νεκροί του Πολυτεχνείου». Αυτοί διακινούν την κακοήθη φήμη ότι η εξέγερση
«στήθηκε από Αμερικανούς πράκτορες». Αυτοί εμπορεύονται πολιτικά τον κατάπτυστο
ισχυρισμό ότι για τον διαμελισμό της Κύπρου δεν φταίνε άλλοι από τους
ελεύθερους εγκλωβισμένους του Πολυτεχνείου.
Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο,
είναι ολοφάνερη μια «ποιοτική διαφορά». Οι αρνητές του Πολυτεχνείου δεν
πλασάρουν πια τη χολή τους αποκλειστικά από περιθωριακά ημίμαυρα κανάλια και
από λαθρόβια κιτρινιάρικα έντυπα. Ορισμένοι από αυτούς έχουν αναρριχηθεί πλέον
(τοκίζοντας πολιτικά και τη χλεύη τους κατά του Πολυτεχνείου) σε υψηλά
αξιώματα. Μετατοπίστηκαν σταδιακά από την ακροδεξιά περιοχή του ιδεολογικού
φάσματος (οπότε και υφυπούργευσαν ως στελέχη του ΛΑΟΣ) στη Δεξιά, και μάλιστα
σε μια Δεξιά που πολύ θα ήθελε να πιστέψουν κι άλλοι –εκτός από τους υμνητές
της στα Μέσα– ότι τυγχάνει Κεντροδεξιά. Κι έγιναν υπουργοί.
Και κομματικοί αντιπρόεδροι. Και
μάλιστα ενός κόμματος του οποίου ηγείται ο κατά δήλωσή του νεαρότερος
αντιστασιακός παγκοσμίως, αφού ήταν «πολιτικός κρατούμενος της χούντας σε
ηλικία έξι μηνών». Και ο οποίος τώρα, διά του υπουργού Δημοσίας Τάξεως και
Ασφαλείας, διατάζει τα ΜΑΤ να εισβάλουν στα πανεπιστήμια, με ποικίλες
προφάσεις. Μα μήπως είχε δίκιο τελικά ο Ησίοδος;