γράφει ο Βαγγέλης Γέττος
Όταν ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ο
εκλεκτός και συνοδοιπόρος της ιταλικής μαφίας και ο προστάτης του βαθέως
ιταλικού κράτους που αιματοκύλησε τη χώρα τη δεκαετία του ’70, αναλάμβανε για
πρώτη φορά πρωθυπουργός το 1994, ίσως ελάχιστοι στην Ελλάδα να ανησύχησαν.
Άλλωστε παρέμεινε στην εξουσία για λίγους μόνο μήνες. Όταν το 2001, ο
Μπερλουσκόνι επανεξελέγη απλώνοντας τα πλοκάμια του σε κάθε γωνιά της δημόσιας
ζωής της Ιταλίας, στην Ελλάδα βασίλευε το lifestyle, ο σημιτικός εκσυγχρονισμός
και νεοπλουτισμός.
Αν και ο Κωστόπουλος κατέβαλλε
έντιμες προσπάθειες να μας ξεβλαχέψει, αυτό δεν στάθηκε αρκετό για να γίνουμε
Ιταλία. Και ο λόγος ήταν ότι δεν είχαμε ακόμα τη μαφία που μας άξιζε. Ο Μάκης
Ψωμιάδης δεν τραγουδούσε καντσονέτες παίζοντας κιθάρα σε πολυτελείς θαλαμηγούς
όπως ο Καβαλιέρε. Ο Αλέξης Κούγιας ήταν πολύ ανισόρροπος για να φτιάξει κόμμα.
Και από όλα αυτά, εκτός από τους sicarios, χρειαζόταν κι ένας εκτελεστικός
βραχίονας που θα διέσπειρε και θα νομιμοποιούσε την μαφιόζικη κουλτούρα: η
Χρυσή Αυγή κινείτο ακόμα στο ημίφως των στενών της Ομόνοιας.
Όμως ο καιρός πέρασε και οι
προσπάθειες εντατικοποιήθηκαν. Η αλλαγή σκυτάλης στην πειραϊκή Κόζα Νόστρα με
τον Μαρινάκη στο προσκήνιο, οι 9 νεκροί του “Νoor 1”, οι ορφανοί τόνοι ηρωίνης
σαν μήνυμα για το ποιός κυβερνά αυτόν τον τόπο όπως οι ορφανές βόμβες στην
Piazza Fontana του Μιλάνου το 1969, άρχισαν να σκιαγραφούν τον νέο χάρτη που
επιτέλους θα μας έκανε Ευρώπη. Η περίλαμπρη έλευση Σαββίδη με τον οποίο η
Αριστερά σε κάποια φάση της διακυβέρνησής της σκέφτηκε ότι είναι καλή ιδέα να
ανοίξει διαύλους, ανάγκασε τους capo να μοιράσουν την επικράτεια σε Βορρά και
Νότο. Και μέσα σε όλα αυτά, το πιο υποχθόνιο πολιτικό υποκείμενο που πέρασε
ποτέ από τον τόπο, ο Αντώνης Σαμαράς στέλνει τον Μπαλτάκο στον Κασιδιάρη για
συνετισμό. Την ίδια στιγμή η μαριονέτα του αιώνα Μπάμπης Παπαδημητρίου να
εύχεται να είχαμε πιο καλούς ναζί για να μπορούν να συγκυβερνήσουν με τη Δεξιά.
Και οι μπράβοι του λιμανιού χτυπούν απεργούς, εργάτες, δολοφονούν
αντιμαφιόζους-αντιφασίστες αγωνιστές.
Και στη μέση ένας χαζοβιόλης
πρωθυπουργός που βλέπει μπροστά στα μάτια του ότι τελικά η εμμονή του να
ξεπεράσει τον μπαμπά και την αδερφή του δεν θα είναι αναίμακτη. Γιατί όσα
συμβαίνουν σε ποδόσφαιρο, αστυνομία και στο πεζοδρόμιο, αργά ή γρήγορα θα
στάξουν πολύ περισσότερο αίμα απ’ ό,τι ήδη συμβαίνει. Και μπορεί πολλοί
πολιτικά ανώμαλοι σύμβουλοι της ελίτ να εύχονται έναν νέο Δεκέμβρη ώστε να
γίνουμε Βραζιλία, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι κάτι τέτοιο θα συμβεί με το παρόν
πολιτικό προσωπικό στη θέση του. Και αυτό ο Μητσοτάκης που έφτυσε το γάλα που
τον έθρεψε για να φτάσει ως εδώ, το γνωρίζει καλύτερα απ’ όλους.
Σκεπτόμενος τα κατορθώματα της
Δεξιάς σε όλα τα μέτωπα έχω πια πειστεί ότι η δωσιλογική της παράδοση είναι
βαθιά εγγεγραμμένη στο πολιτικό της DNA. Ερχόμενοι κάθε φορά στην εξουσία
κουβαλούν μαζί τους όλο το κακό συναπάντημα. Μόνο που αυτή τη φορά στήλωσαν στα
πόδια τους, χωρίς σε αυτό να είναι ανεύθυνη και η προηγούμενη κυβέρνηση, την
αγέλη της ελληνικής Καμόρα. Και αυτό δεν αντιμετωπίζεται κυρίως
κοινοβουλευτικά. Αυτό αντιμετωπίζεται κυρίως στο δρόμο, με τα ίδια μας τα
σώματα. Αυτά που απειλούν να εξαφανίσουν, με την ίδια ευκολία που εξαφάνισαν
τους μάρτυρες του μεγαλύτερου ναρκεμπορίου στα χρονικά της χώρας.
Και δυστυχώς δεν μπορώ να κλείσω
ευχόμενος να διαψευστώ. Ελπίζω μόνο να τους διαψεύσουμε εμείς. Και δεν είμαστε
λίγοι. Αρκεί να ξαναβρεθούμε στο μόνο μέρος που μας ένωσε το 2006-2007 για το
άρθρο 16, το Δεκέμβρη του 2008, το 2010 εναντίον της τρόικας, το 2015 στο
Σύνταγμα. Στο δρόμο.