«….Κι ένα τέταρτο μητέρας
αρκεί για δέκα ζωές, και πάλι
κάτι θα περισσέψει.
Που να το ανακράξεις
σε στιγμή μεγάλου κινδύνου…»
Οδυσσέας Ελύτης, Εκ του πλησίον
***
Μάννα μου, ἐγώ ᾽ μαι τ᾽ ἄμοιρο, τὸ σκοτεινὸ τρυγόνι
ὁποὺ τὸ δέρνει ὁ ἄνεμος,
βροχὴ ποὺ τὸ
πληγώνει.
Τὸ δόλιο! ὅπου κι ἂν στραφεῖ κι ἀπ᾽ ὅπου κι ἂν
περάσει,
δὲ βρίσκει
πέτρα νὰ σταθεῖ κλωνάρι
νὰ
πλαγιάσει.
Ἐγὼ βαρκούλα
μοναχή, βαρκούλ᾽ ἀποδαρμένη
μέσα σὲ πέλαγο ἀνοιχτό, σὲ θάλασσ᾽ ἀφρισμένη,
παλαίβω μὲ τὰ κύματα
χωρὶς πανί,
τιμόνι
κι ἄλλη δὲν ἔχω ἄγκουρα πλὴν τὴν εὐχή σου
μόνη.
Στὴν ἀγκαλιά
σου τὴ γλυκειά,
μανούλα μου, ν᾽ ἀράξω
μὲς στὸ βαθὺ τὸ πέλαγο αὐτὸ πριχοῦ
βουλιάξω.
Μανούλα μου, ἤθελα νὰ πάω, νὰ φύγω, νὰ μισέψω
τοῦ ριζικοῦ μου ἀπὸ μακρυὰ τὴ θύρα ν᾽ ἀγναντέψω.
Στὸ θλιβερὸ βασίλειο
τῆς Μοίρας
νὰ πατήσω
κι ἐκεῖ νὰ βρῶ τὴ μοίρα
μου καὶ νὰ τὴν ἐρωτήσω.
Νὰ τῆς εἰπῶ: εἶναι
πολλά, σκληρὰ τὰ βασανά
μου
ὡσὰν τὸ δίχτυ ποὺ σφαλνᾶ θάλασσα,
φύκια κι ἄμμο
εἶναι κι ἡ τύχη μου
σκληρή, σὰν τὴv ψυχὴ τὴ µαύρη
π᾽ ἀρνήθηκε τὴν Παναγιὰ κι ὁ πόλεος δὲν θά ᾽βρει.
Κι ἐκείνη μ᾽ ἀποκρίθηκε
κι ἐκείνη ἀπελογήθη:
Ἦτον ἀνήλιαστη,
ἄτυχε, ἡ μέρα ποὺ γεννήθης
ἄλλοι ἐπῆραν τὸν ἀνθὸ καὶ σὺ τὴ ρίζα πῆρες
ὄντας σὲ ἒπλασ᾽ ὁ Θεὸς δὲν εἶχε ἄλλες μοῖρες.
Aλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Προς
την μητέρα μου
«…Γλυκέ
μου, εσύ δεν χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι.
Γιέ μου,
στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε.
Δες,
πλάγι μας περνούν πολλοί, περνούν καβαλλαραίοι, ―
όλοι
στητοί και δυνατοί και σαν κ’ εσένα ωραίοι.
Ανάμεσά
τους, γιόκα μου, θωρώ σε αναστημένο, ―
το θώρι
σου στο θώρι τους μυριοζωγραφισμένο.
Και γώ η
φτωχή και γώ η λιγνή, μεγάλη μέσα σ’ όλους,
με τα
μεγάλα νύχια μου κόβω τη γη σε σβώλους
Και τους
πετάω κατάμουτρα στους λύκους και στ’ αγρίμια
που
μούκαναν της όψης σου το κρούσταλλο συντρίμμια.
Κι
ακολουθάς και συ νεκρός, κι ο κόμπος του λυγμού μας
δένεται
κόμπος του σκοινιού για το λαιμό του οχτρού μας.
Κι ως
τόθελες (ως τόλεγες τα βράδια με το λύχνο)
ασκώνω το
σκεβρό κορμί και τη γροθιά μου δείχνω.
Κι αντίς
τ’ άφταιγα στήθεια μου να γδέρνω, δες, βαδίζω
και πίσω
από τα δάκρυα μου τον ήλιον αντικρύζω.
Γιέ μου,
στ’ αδέρφια σου τραβώ και σμίγω την οργή μου,
σου πήρα
το ντουφέκι σου· κοιμήσου, εσύ, πουλί μου»
Γιάννης
Ρίτσος, Επιτάφιος
Έβαζες
ψεύτικες φωνές,
γελούσες
κι έκανες πως κλαις
κι εγώ
παιδί, α ρε μαμά.
Πίσω μου
τρέχεις μια ζωή
με ένα
πιάτο και μια ευχή.
Τότε με
κράταγες σφιχτά,
τώρα
κοιτάς από μακριά.
Μέσα απ’
τα δόντια να μιλάς,
σ’ ακούω
σαν τώρα, μη με σκας.
Δε θα σε
ανεχτεί κανείς,
θα πας
χαμένος, θα το δεις, α ρε μαμά.
Α ρε
μαμά.
Ύστερα
λόγια στο χαρτί,
συγγνώμη,
σ’ αγαπώ πολύ,
είμαι
εδώ, α ρε μαμά.
Ζωγράφιζες
και μια καρδιά,
με
νίκαγες με ζαβολιά
κι έβαζες
πάντα στο πικάπ το δίσκο με το Άβε Μαρία.
Άβε
Μαρία.
Χανόσουνα
στη μουσική,
εσύ
γινόσουν το παιδί
κι εγώ
ένας άγγελος στη γη
να σε
προσέχω μια ζωή.
Τις
πόρτες άνοιγες στο φως,
να μπει ο
ήλιος κι ο θεός,
να μας
φυλάει, α ρε μαμά.
Τα βράδια
ήσουν μια αγκαλιά
κι
ανάμεσα απ’ τα φιλιά
έκανες τη
φωνή λαγού,
το λύκο
και την αλεπού.
Και όταν
γύριζα αργά,
θα σου τα
πάρω τα κλειδιά,
θα βρεις
τις πόρτες πια κλειστές,
θα με
πεθάνεις, αυτό θες; α ρε μαμά.
Α ρε
μαμά.
Ύστερα
λόγια στο χαρτί,
συγγνώμη,
σ’ αγαπώ πολύ,
είμαι
εδώ, α ρε μαμά.
Ζωγράφιζες
και μια καρδιά,
με
νίκαγες με ζαβολιά
κι έβαζες
πάντα στο πικάπ το δίσκο με το Άβε Μαρία.
Άβε
Μαρία.
Χανόσουνα
στη μουσική,
εσύ
γινόσουν το παιδί
κι εγώ
ένας άγγελος στη γη
να σε
προσέχω μια ζωή.
Μαμά που
πας;
Που πας
μαμά;
Μαμά που
πας;
Στίχοι:
Οδυσσέας Ιωάννου
Μουσική:
Charles Aznavour