Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2021

Εισαγγελική έρευνα και σε ΜΚΟ και για άλλο ηθοποιό

 


Εισαγγελική έρευνα διατάχθηκε από την Προϊσταμένη της Εισαγγελίας της Αθήνας, Σωτηρία Παπαγεωργακοπούλου, με αφορμή δημοσιεύματα που ανέφεραν ότι ασυνόδευτα προσφυγόπουλα πήγαιναν για διδασκαλία στον Δημήτρη Λιγνάδη μέσω συγκεκριμένων Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων.

 

Η Εισαγγελική παρέμβαση διατάχθηκε μετά από την αναφορά – υπόμνημα που κατέθεσε στην Εισαγγελία η Ειρήνη Αγαπηδάκη, Ειδική Γραμματέας Προστασίας Ασυνόδευτων Ανηλίκων του υπουργείου Μετανάστευσης, που ζήτησε να διερευνηθούν οι καταγγελίες που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας για την περίοδο 2017-18.

Ο πρόεδρος του ΣΕΗ που κατέθεσε στην Εισαγγελία ως μάρτυρας δήλωσε ότι τώρα το θέμα βρίσκεται στα χέρια της δικαιοσύνης. Την Τετάρτη έχει κληθεί ο Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβούλιου του Σωματείου Πασχάλης Τσαρούχας, για να προσκομίσει όσες καταγγελίες έχουν γίνει για σεξουαλικές παρενοχλήσεις και σεξουαλικές κακοποιήσεις προκειμένου να ελεγχθούν.

 

Σημειώνεται ότι εισαγγελικές έρευνες, για καταγγελίες σεξουαλικής κακοποίησης, στρέφονται και σε δεύτερο γνωστό ηθοποιό, θέτοντας τις τελευταίες ημέρες την Εισαγγελία σε ετοιμότητα, προκειμένου να διερευνηθούν σε βάθος τα καταγγελλόμενα, καθώς όλο και περισσότερα θύματα αποφασίζουν να μιλήσουν και να περιγράψουν βαριές εγκληματικές συμπεριφορές που υπέστησαν με βία και χωρίς συναίνεση.  













πηγή

       

Ο Πρόεδρος της Ο.Ι.Ε.Λ.Ε ζητά την παραίτηση Μπαμπινιώτη από τη Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία

 



 

Την παραίτηση του Γιώργου Μπαμπινιώτη από την Προεδρία της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας ζήτησε ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Ιδιωτικών Εκπαιδευτικών Λειτουργών Ελλάδας (ΟΙΕΛΕ), Μιχάλης Κουρουτός, με ανάρτηση του στο Facebook, αναφέροντας χαρακτηριστικά: «Καμιά ανοχή πλέον στον κ. Μπαμπινιώτη και στην δραστηριότητα της παρέας του. Ως εδώ»

 

«Ο κ. Μπαμπινιώτης είναι ένας τυχερός άνθρωπος. Μένει στο απυρόβλητο (όπως έμενε μέχρι πρότινος και ο κ. Λιγνάδης) λόγω των ισχυρών σχέσεων που διατηρεί με την πολιτική και οικονομική εξουσία», σημειώνει ο κ. Κουρούτος, για να συνεχίσει, αναφερόμενος στις καταγγελίες περιστατικών σεξουαλικών παρενοχλήσεων στο Αρσάκειο, εις βάρος του Δημήτρη Λιγνάδη, τα χρόνια που ο σκηνοθέτης υπήρξε καθηγητής στο σχολείο:

 

«Ο κ. Μπαμπινιώτης, πρόεδρος της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας (σσ. το Αρσάκειο βρίσκεται υπό την εποπτεία της Εταιρείας) είναι αδύνατον να μην γνώριζε, να μην είχε ακούσει όλα όσα επί πολλά χρόνια ψιθυρίζονταν στο χώρο των Αρσακείων Σχολείων. Είναι αδύνατον να μην είχε γνώση όσων λέγονταν τότε και καταγγέλλονται με πρόσφατα δημοσιεύματα για τη «δράση» του κ. Λιγνάδη. Κι όμως, εγκωμίασε δημόσια τον Πρωθυπουργό και την Υπουργό Πολιτισμού για την επιλογή του εν λόγω ως Διευθυντή του Εθνικού θεάτρου, επικαλούμενος μάλιστα και τη «δουλειά» του στα Αρσάκεια Σχολεία!»

  

Υπενθυμίζεται ότι με ανάρτησή του, ο κ. Μπαμπινιώτης, στις 14 Αυγούστου του 2019 είχε σπεύσει να δώσει τα εύσημα στον Κ. Μητσοτάκη και τη Λ. Μενδώνη «που δίνουν την ευκαιρία στον άξιο Δ. Λιγνάδη να δείξει τις δημιουργικές του ικανότητες» αποκαλώντας τον μάλιστα «πνευματική προσωπικότητα της θεατρικής μας ζωής».

 

Αναλυτικά η ανάρτηση του προέδρου της ΟΙΕΛΕ:

 

«Εμβρόντητοι παρακολουθούν εκατομμύρια πολίτες όσα βλέπουν το φως της δημοσιότητας για τη στήριξη του κ. Μπαμπινιώτη στο πρόσωπο του πρώην Διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, Δημήτρη Λιγνάδη, παρά την «πλούσια» ιστορία του τελευταίου στα Αρσάκεια Σχολεία.

 

Βεβαίως οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ μόνο έκπληξη δεν αισθανθήκαμε, καθώς τα τελευταία χρόνια, επί Προεδρίας Μπαμπινιώτη, κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας.

 

Αρχικά, ας κάνω σαφές το εξής. Τα σχολεία της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας είναι σημαντικό κομμάτι της ελληνικής εκπαιδευτικής ιστορίας.

 

Οι εκπαιδευτικοί του, συνάδελφοι με πλούσια προσόντα και αίσθημα καθήκοντος, κρατούν με την εξαίρετη δουλειά τους ψηλά το όνομα των Αρσακείων Σχολείων ακόμη και στη δύσκολη, τελευταία περίοδο Μπαμπινιώτη.

 

Οφείλω, επομένως, να διαχωρίσω το εκπαιδευτικό σώμα από την ηγεσία των εκπαιδευτηρίων που κάνει ό, τι μπορεί για να ακυρώσει τη σπουδαία δουλειά των δασκάλων του.

 

Ο κ. Μπαμπινιώτης είναι ένας τυχερός άνθρωπος. Μένει στο απυρόβλητο (όπως έμενε μέχρι πρότινος και ο κ. Λιγνάδης) λόγω των ισχυρών σχέσεων που διατηρεί με την πολιτική και οικονομική εξουσία. Το απόστημα των σεξουαλικών κακοποιήσεων όμως έσπασε και η ελληνική κοινωνία απαιτεί την κάθαρση. Θέλω να ελπίζω ότι η ασυλία που απολαμβάνει ο κ. Μπαμπινιώτης και οι συν αυτώ έχει πια ημερομηνία λήξης.

 

Ο Πρόεδρος της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας είναι αδύνατον να μην γνώριζε, να μην είχε ακούσει όλα όσα επί πολλά χρόνια ψιθυρίζονταν στο χώρο των Αρσακείων Σχολείων. Είναι αδύνατον να μην είχε γνώση όσων λέγονταν τότε και καταγγέλλονται με πρόσφατα δημοσιεύματα για τη «δράση» του κ. Λιγνάδη.

 

Κι όμως, εγκωμίασε δημόσια τον Πρωθυπουργό και την Υπουργό Πολιτισμού για την επιλογή του εν λόγω ως Διευθυντή του Εθνικού θεάτρου, επικαλούμενος μάλιστα και τη «δουλειά» του στα Αρσάκεια Σχολεία! Επαναλαμβάνω. Δεν μας εκπλήσσει, δεν με εκπλήσσει.

 

 

 

Στο παρελθόν έχω αναφερθεί αναλυτικά στα έργα και τις ημέρες του κ. Μπαμπινιώτη ως Προέδρου της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας και ως Υπουργού Παιδείας. Υποχρεώνομαι να επανέλθω. Δεν είναι, άραγε, ο κ. Μπαμπινιώτης αυτός που, μεταξύ πολλών άλλων:

 

Επεχείρησε τρις ως Υπουργός το 2012  να προωθήσει τροπολογία στη Βουλή, τις παραμονές της διάλυσής της, με την οποία μεταφερόταν η εποπτεία των ιδιωτικών εκπαιδευτικών στο Υπουργείο Εργασίας (σε νομοσχέδια, μεταξύ άλλων, για τα ταξί και τις …κτηνοτροφικές καλλιέργειες), ώστε τα ιδιωτικά σχολεία να μετατραπούν σε ανεξέλεγκτους οίκους εμπορίου, όπου οι γόνοι των ισχυρών θα εξαγόραζαν με ευκολία άριστους τίτλους σπουδών; (είχε, πάντως καλή μαθήτρια, την κ. Κεραμέως που οχτώ χρόνια μετά ολοκλήρωσε το έργο του)

 

Φροντίζει τους ανθρώπους που του κάνουν τα …χατήρια; Ας βρει κάθε ενδιαφερόμενος πού βρίσκεται ο πρώην Πρόεδρος του ΝΣΚ που υπέγραψε επί Υπουργίας του άθλια, σκανδαλώδη απόφαση σύμφωνα με την οποία μειώνονταν οι μισθοί των ιδιωτικών εκπαιδευτικών κατά 35-40% κατ’ απαίτηση του Συνδέσμου των σχολαρχών (αλλά και προσωπική, δική του επιθυμία, καθώς κατά δημόσια ομολογία του είχε δημιουργηθεί μια τεράστια τρύπα στα οικονομικά της Φιλεκπαιδευτικής που έπρεπε να καλυφθεί με κάποιο τρόπο…).

 

Όλα αυτά σαφώς και ωχριούν μπροστά στο γιγαντιαίο πρόβλημα της κακοποίησης παιδικών ψυχών και της «στοργικής» μεταχείρισης των φερόμενων υπαιτίων από τον κ. Μπαμπινιώτη.

 

Απευθύνομαι σήμερα στα μέλη του ΔΣ της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, καλώντας τους να συναισθανθούν την ιστορική τους ευθύνη και να ζητήσουν από τον κ. Μπαμπινιώτη το μόνο έντιμο δρόμο, αυτόν της παραίτησης, ειδάλλως να τον απομακρύνουν άμεσα.

 

Αν αυτό δεν συμβεί, η Υπουργός Παιδείας οφείλει (παρά τις στενές σχέσεις της με τον κ. Μπαμπινιώτη) να εφαρμόσει τις διατάξεις του άρθρου 2, παρ. 3 του Ν. 682/77 για τον ειδικό οικονομικό έλεγχο των ισότιμων σχολείων (εκτός κι αν, κατά την πάγια συνήθειά της, καταργήσει και αυτή τη ρύθμιση, καθώς δεν «βολεύει» μεγαλοσχολάρχες)

 

Η ώρα να αρθούν οι θεσμοί και η επίσημη πολιτεία στο ύψος των περιστάσεων έφτασε. Το απαιτούν οι γονείς και τα κακοποιημένα παιδιά, το απαιτεί η εκπαιδευτική κοινότητα, το απαιτεί το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Καμιά ανοχή πλέον στον κ. Μπαμπινιώτη και στην δραστηριότητα της παρέας του. Έως εδώ!»

     





Στον τροπικό της καραντίνας

 


γράφει η Αφροδίτη Τζιαντζή

 

«Τροπισμός: φαινόμενο που παρουσιάζουν τα φυτά, ή επιμέρους όργανά τους, καθώς προσανατολίζονται κάμπτοντας, θετικά ή αρνητικά, όταν επιδρούν πάνω σε αυτά εξωτερικά ερεθίσματα κατεύθυνσης». Επρεπε να ανατρέξω στο βικιλεξικό για να θυμηθώ τον ορισμό μιας λέξης που επανέρχεται συνέχεια στο μυαλό μου από πέρυσι τον Μάρτιο όταν ξεκίνησε η πρώτη καραντίνα. Περισσότερο γνωστός ο φωτοτροπισμός, ο τρόπος δηλαδή που τα φυτά προσανατολίζονται προς το φως του ήλιου.

 

Το φαινόμενο είναι πιο διακριτό στα φυτά εσωτερικού χώρου, αυτούς τους αιχμάλωτους των διαμερισμάτων, που γέρνουν τα κλωνάρια και τα φυλλαράκια τους στο φυσικό φως του παραθύρου, μπας και λιαστούν λιγάκι και βγάλουν τον χειμώνα.

 

Τον φωτοτροπισμό σκέφτομαι κάθε φορά που οι άνθρωποι της πόλης, έγκλειστοι εδώ και μήνες, βγαίνουν στους λιγοστούς ελεύθερους πράσινους χώρους που έχουν απομείνει να τους δει λιγάκι ο ήλιος, να συνθέσουν φυσική βιταμίνη D, να χάσουν κάπως τη χλομάδα της κλεισούρας.

 

Σε παρέες δύο-τριών ατόμων ή και μόνοι τους, πιάνουν τα πάρκα και τις πλατείες, κάποιοι πιο νέοι και περιπετειώδεις αράζουν σε απόμερες γωνιές στα άλση, ψάχνουν απάγκιο σε ασυντήρητα ή σπασμένα παγκάκια, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα και τα πρόστιμα της αστυνομίας. Αλλοι, πιο βιαστικοί, ξεκλέβουν λίγα λεπτά για να πιουν έναν καφέ στο χέρι, σε ένα τσιμεντένιο πεζούλι ή οι ακόμα πιο απελπισμένοι αρκούνται στις κακόγουστες λαμαρίνες του Μπακογιάννη στο Σύνταγμα.

 

Ο φωτοτροπισμός των πολιορκημένων του κορονοϊού, που έγινε ξανά αισθητός μόλις έλιωσε το χιόνι και βγήκαν οι πρώτες αχτίδες, δεν έχει σχέση με τα πρωθυπουργικά ενσταντανέ στο κολωνακιώτικο «Ντα Κάπο», τις «στιγμές ανεμελιάς» στην Πάρνηθα, τα κορονο-γλέντια της Ικαρίας. Περισσότερο θυμίζει τις ανάσες του φυλακισμένου στο προαύλιο, μετρώντας αντίστροφα μέχρι το αποφυλακιστήριο.

    

Ετσι, με λίγη φαντασία

 


γράφει η Αρχοντία Κάτσουρα

 

Το τζάκι είχε χρόνια να ανάψει. Τις παλιές δόξες του, όταν σ’ αυτό βασιζόταν η χειμερινή θέρμανση μιας ολόκληρης οικογένειας, θύμιζαν μόνο τα καπνισμένα πυρότουβλα. Είχε χαθεί πια και η μυρωδιά της στάχτης που είχε σκουπιστεί ξανά και ξανά.

 

Το καλοριφέρ, αρχικά με πετρέλαιο, πλέον με αέριο, έκανε όλη τη δουλειά και η ζέστη, απαλή, αόρατη, απλή και χωρίς εξάρσεις, απλωνόταν διακριτικά σε όλο το σπίτι. Το τζάκι περιοριζόταν σε διακοσμητικό ρόλο. Τη μεγάλη σαν αγκαλιά εστία του τώρα διακοσμούσε ένας μεταλλικός δίσκος με καινούργια κεριά, μικρά και μεγαλύτερα, για να μην είναι άδειο, για να δικαιολογείται η αχρησία του χώρου που δεν μπορούσε να αξιοποιηθεί αλλιώς.

 

Οι μέρες του μεγάλου χιονιά πέρασαν, το κρύο έξω παρέμενε πολύ, ειδικά τις πρωινές ώρες. Οταν ξυπνούσε και μέχρι να έρθει η ώρα που θα έπαιρνε μπρος η θέρμανση, το κοιτούσε με λύπη.

 

«Αν το άναβα; Μόνο για λίγες ώρες…» Αλλά δεν το έκανε. Ξύλα δεν είχε αγοράσει, φοβόταν μήπως ύστερα από τόσα χρόνια δεν δουλέψει καλά, θα έπρεπε να μετακινήσει κάπως τα έπιπλα για να μην καούν από τις πιο ζωηρές σπίθες…

 

«Ισως του χρόνου», σκεφτόταν. «Να έρθει να το δει ένας μάστορας, να ελέγξει το τάμπερ, την καμινάδα. Μπορεί να χρειάζεται κάτι…».

 

Εκείνο το πρωί, που το τελευταίο χιόνι έλιωνε, αφήνοντας πίσω του μόνο λιμνούλες από βρόμικη λάσπη και μερικά καμένα φυτά στο μπαλκόνι, συνειδητοποίησε ότι την ίδια σκέψη έκανε κάθε χρόνο και την ίδια αναβολή έδινε κάθε χρόνο.

 

Ισως έφταιγε η βολή της συνήθειας, η ασφάλεια της υπάρχουσας λύσης. Σαν το φαγητό που το ζεσταίνεις την άλλη μέρα, γιατί είναι ευκολότερο από το να μαγειρέψεις κάτι που έχεις λαχταρήσει καιρό αλλά θέλει παραπάνω κόπο. Σαν τη δουλειά στην οποία παραμένουν τόσοι άνθρωποι γιατί πληρώνει τους λογαριασμούς και το σουπερμάρκετ, κι ας μην θέλουν το πρωί να ξυπνήσουν για να πάνε. Αλλα ήταν τα σχέδιά τους όταν ξεκινούσαν, άλλα ονειρεύονταν και επιθυμούσαν -και τελικά είπαν «εντάξει, καλά είναι κι εδώ». Σαν τη σχέση που επέλεγαν γιατί ήταν διαθέσιμη, κι εκείνοι είχαν κουραστεί να ψάχνουν -έχω κάποιον εδώ, δίπλα, μου φτάνει, έλεγαν. Τους έφταναν αυτά, αλήθεια; Πώς γίνεται να επιβιώνεις χωρίς να τολμάς να ζεις;

 

«Ωχ, πια. Τι σκέψεις είναι αυτές πρωί πρωί;» αναρωτήθηκε, ενώ άδειαζε η κούπα με τον καφέ που πάγωσε πριν την ώρα του. Τα δάχτυλά της ήταν κρύα, όπως κάθε πρωί τις τελευταίες ημέρες, μέχρι να ξεκινήσει να κάνει ό,τι κάνουν όλοι. Να μαζέψει μερικά πράγματα, να μαγειρέψει, να καθίσει μετά στο σαλόνι-γραφείο-τραπεζαρία-κρεβατοκάμαρα, για να δουλέψει.

 

Ηξερε ότι έφταιγε κι ο εγκλεισμός -πόση καραντίνα να αντέξει ένας άνθρωπος; Πόσο να μείνει απασχολημένος με τα μικρά για να μην αντιμετωπίσει τους δαίμονες που καιροφυλακτούν στις γωνίες και τους ελέφαντες που κοιμούνται στις ντουλάπες;

 

Ξανακοίταξε το από χρόνια σβησμένο τζάκι. Εκλεισε τα μάτια και ανακάλεσε το βίωμα: ξύλα τριζοβολούν, κάθεται κοντά στην εστία και οι φλόγες βγάζουν τόση ζέστη που την κάνουν να πετάξει τη μάλλινη ζακέτα που φοράει. Η θαλπωρή τη νανουρίζει και τη χαλαρώνει. Εξω κάνει κρύο, αλλά εδώ είναι ζεστά. Πότε πότε ταΐζει τη φωτιά με ακόμη ένα κομμάτι κορμού. Στο τραπέζι έχει πορτοκάλια και μανταρίνια. Πετάει τις φλούδες στη φλόγα και το σπίτι μοσχοβολάει για λίγο αιθέρια έλαια.

 

Ανοίγει πάλι τα μάτια. Ξαφνικά κάνει πάλι κρύο. Αλλά και κάτι έχει αλλάξει. Το αισθάνεται χωρίς να ξέρει τι ακριβώς είναι αυτό.

 

Το ίδιο βράδυ, αργά, μετά το βραδινό δελτίο ειδήσεων, άναψε μόνο μια απλίκα. Καθάρισε μανταρίνια και πορτοκάλια, έβαλε τις φλούδες πάνω στο σώμα του καλοριφέρ που άναβε και άλλαξε θέση στην πολυθρόνα να κοιτάζει στο τζάκι. Υστερα άναψε όλα τα κεριά μέσα στην εστία και τυλίχτηκε με μια κουβέρτα.

 

Κι έτσι, με λίγη φαντασία, αναπαρέστησε μια στιγμή ευτυχίας. 













πηγή

 

  

Απαράδεκτη μονταζιέρα από το in.gr

 


Όταν θεωρείς ότι έχεις επιχειρήματα για να γράψεις ένα άρθρο δεν έχεις ανάγκη να καταφύγεις σε μια «ομολογημένη» μονταζιέρα, σε ψεύτικη φωτογραφία. Ούτε σε άθλιο τίτλο, γνωρίζοντας, μάλιστα, ότι όλα αυτά θα κυκλοφορήσουν – πολλές φορές άκριτα – στο διαδίκτυο.

 

Η εντυπωσιοθηρία ανθεί εκεί που δεν υπάρχει επιχείρημα. Κι αν τα γραφόμενά σου είναι τόσο αίολα που για να περπατήσουν πρέπει να πλασαριστούν και αίολα, μονταρισμένα, κατασκευασμένα, σκηνοθετημένα, τότε μιλάμε για κατήφορο. Και μόνο σαν κουτοπονηριά μπορεί να εκληφθεί ότι ομολόγησες ο ίδιος το fake. Αφού, όμως, πρώτα το έχεις σερβίρει… 

 

Ο λόγος, δε, που δεν τα κάνεις αυτά, είναι απλός: Διότι τότε ακριβώς είναι που γίνεσαι «Μακελειό». Με ό,τι αυτό σημαίνει.

 

Αυτό είναι το σχόλιο του «Ημεροδρόμου» για πρακτικές τέτοιου είδους όπως αυτή που ακολουθεί:

 

Στην ιστοσελίδα in.gr δημοσιεύθηκε ένα κείμενο υπό τον τίτλο «Αποκάλυψη: Είσαι παιδεραστής Αλέξη;» (εδώ).

 

Στη φωτογραφία (δείτε και παρακάτω) εμφανίζεται ο Δημήτρης Λιγνάδης μαζί με τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξη Τσίπρα. Στο τέλος του άρθρου υπάρχει και το εξής για…ξεκάρφωμα :

 

«Προς διευκρίνιση: Η φωτογραφία είναι προϊόν μοντάζ. Αλλά θα μπορούσε κάλλιστα να είναι αληθινή, όπως αληθινές είναι άλλες με τον πρώην ή τον νυν πρωθυπουργό και χιλιάδες πρόσωπα από όλους τους χώρους. Αυτό όμως δεν τους κάνει ταυτόχρονα παιδεραστές, σεξουαλικά αρπακτικά, κλέφτες ή λαμόγια. Αλίμονο αν σε κάθε φωτογραφία προβλέπαμε το αμαρτωλό μέλλον ή ξέραμε το αμαρτωλό παρελθόν ορισμένων ανθρώπων. Υστερόγραφο: Και τώρα που τα Ορκ του διαδικτύου θα αναλάβουν την αναπαραγωγή χωρίς τη διευκρίνιση τι θα κάνεις Αλέξη; Θα συνεχίσεις την τακτική του Μακελειού;».

 

Για το θέμα ο εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ, Νάσος Ηλιόπουλος, εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία αναφέρει ότι η συγκεκριμένη φωτογραφία είναι μοντάζ, όπου έχει «αφαιρεθεί η σύντροφος του Αλέξη Τσίπρα Μπέτυ Μπαζιάνα και στη θέση της εμφανίζεται ο κ. Λιγνάδης».




Η φωτογραφία – μοντάζ του in.gr (επάνω) και (κάτω) οι φωτογραφίες που δημοσίευσε ο Ν. Ηλιόπουλος.   




πηγή


Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2021

Η ΕΡΤ δεν-πρέπει να- ανήκει στις κυβερνήσεις…

 


γράφει ο Γιάννης Παντελάκης*

 

Η κυβέρνηση ακολούθησε την πεπατημένη που θέλει τον δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό φορέα προέκτασή της, ως ένα ιδιοκτησιακό της στοιχείο το οποίο κέρδισε μαζί με τις εκλογές.

 

Στην κυβέρνηση έχουν την βεβαιότητα πως ελέγχοντας τα ειδησεογραφικά προϊόντα που παράγονται από την ΕΡΤ θα ελέγξουν και την πληροφόρηση που δέχεται η κοινωνία. Με αυτή την βεβαιότητα την έβαλαν υπό την άμεση εποπτεία του πρωθυπουργικού γραφείου (όπως και το ΑΠΕ), τοποθέτησαν στην ηγεσία της ένα πρόσωπο που είχε ταυτίσει τις πολιτικές του επιλογές με τον πρωθυπουργό, άλλαξαν τους διευθυντές και προϊσταμένους με πρόσωπα που αγαπάνε πολιτικά την κυβέρνηση και παράγουν δελτία που διάκεινται φιλικά ( sic ) προς αυτήν.

 

Με διαφορετικά λόγια, η κυβέρνηση ακολούθησε την πεπατημένη που θέλει τον δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό φορέα προέκτασή της, ως ένα ιδιοκτησιακό της στοιχείο το οποίο κέρδισε μαζί με τις εκλογές. Το έκανε, είναι η αλήθεια, με υπέρμετρο ζήλο, με σχεδόν πρωτόγονο τρόπο, χωρίς προσχήματα και με μια ωμότητα που ενόχλησε (μάλλον προσωρινά) ακόμα και τους θαυμαστές της που «δεν ανήκουν παραδοσιακά στη δεξιά, αλλά την ψήφισαν για να φύγουν οι άλλοι» και οι οποίοι είναι οι πιο φανατικοί υποστηρικτές της κυβέρνησης. Ωστόσο, όλα αυτά δεν πρέπει να ξενίζουν, τον ίδιο ζήλο έδειξε η κυβέρνηση σε ολόκληρο το φάσμα των σχέσεών της με ιδιοκτήτες ΜΜΕ, αρκετούς δημοσιογράφους κ.ο.κ. Σχέσεις αμοιβαίας αλληλοϋποστήριξης.

 

Η φιλοδοξία της κυβέρνησης να ελέγχει τα παραγόμενα από την ΕΡΤ ειδησεογραφικά προϊόντα είναι βαθειά προβληματική. Όχι μόνο γιατί αφήνει να ξεθωριάσει και σε αυτό το επίπεδο η αξιοπιστία της (κατήγγειλε τους προηγούμενους ότι ασκούσαν έλεγχο), όχι μόνο γιατί αναπαράγει ένα ξεπερασμένο μοντέλο, αλλά και γιατί ουσιαστικά πρόκειται για μια ανόητη επιλογή. Στην εποχή της κυριαρχίας του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, η επιδίωξη να ελέγχει κάποιος τις πληροφορίες είναι όχι απλά αποτυχημένη αλλά και απόλυτα μάταιη. Μπορεί στις φοιτητικές κινητοποιήσεις τα δελτία τα ΕΡΤ να φιλοξενούν ως εκπρόσωπο των φοιτητών έναν εκπρόσωπο της ΔΑΠ που θα υμνήσει ένα κυβερνητικό νομοσχέδιο, αλλά ακόμα και αυτό κάποια στιγμή θα δημοσιοποιηθεί προκαλώντας πολλαπλάσια ζημιά σε όποια ποσοστά αξιοπιστίας έχουν απομείνει.

 

Η ΕΡΤ είναι σχεδόν διαχρονικά το θύμα των κυβερνήσεων που πέρασαν από τη χώρα, με μικρές μόνο εξαιρέσεις ελάχιστων πολιτικών προϊσταμένων της αλλά και διευθυντών της που τολμούσαν να κλείνουν το τηλέφωνο σε υπουργούς που επιχειρούσαν να δώσουν εντολές. Και παρότι διαθέτει επαρκέστατο προσωπικό, τεχνικές δυνατότητες, μοναδικό αρχειακό υλικό και υποδομές να υπηρετήσει μια δημόσια ραδιοτηλεόραση με σύγχρονες αντιλήψεις και στοιχειώδη αντικειμενικότητα, δεν την αφήνουν να λειτουργήσει με τις αναγκαίες συνθήκες για κάτι τέτοιο. Τουλάχιστον στον ειδησεογραφικό τομέα. Πρόκειται για θέμα κουλτούρας που έχει διαμορφωθεί στο πολιτικό προσωπικό και δυστυχώς αυτό διαχέεται τουλάχιστον στα κόμματα που έχουν βρεθεί στην εξουσία.

 

 

Λίγες ημέρες πριν, ο ΣΥΡΙΖΑ κατέθεσε μια πρόταση βάσει της οποίας η διοίκηση της ΕΡΤ θα πρέπει επιλέγεται με αυξημένη πλειοψηφία από την Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής. Η πρόταση, όπως ήταν αναμενόμενο, απορρίφθηκε από την κυβέρνηση ωστόσο το παράδειγμα είναι ενδεικτικό της προαναφερόμενης κουλτούρας και αντίληψης που δεν αφορά μόνο στην σημερινή κυβέρνηση αλλά και την χθεσινή. Ο κρατικός ραδιοτηλεοπτικός φορέας δεν μπορεί να διοικείται από ανθρώπους που αποτελούν το άθροισμα κομματικών συσχετισμών που έχουν προκύψει από τις εκάστοτε εκλογές. Δεν μπορεί η λειτουργία του να βασίζεται σε αριθμητικές κομματικές ισορροπίες, ανάλογες με εκείνες που διατηρήθηκαν στο ΕΣΡ με τα γνωστά αποτελέσματα.

 

Θα έπρεπε να αποτελεί έναν δημόσιο φορέα που θα στηρίζεται σε πρόσωπα με επάρκεια και ικανότητες, ανεξάρτητα από κομματικές ταυτότητες, με κοινή αποδοχή και εμπιστοσύνη από την κοινωνία και ελεγχόμενος από ένα συμβούλιο δεοντολογίας με όρους οι οποίοι θα βασίζονται στη διάθεση για -όσο το δυνατόν- αντικειμενική ενημέρωση και ποιοτική ψυχαγωγία.

 

Το καλοκαίρι του 2015 μετά την επαναλειτουργία της, χάθηκε για την ΕΡΤ μια μοναδική ευκαιρία για τη δημιουργία ενός τέτοιου μοντέλου που θα παραπέμπει σε μια δημόσια ραδιοτηλεόραση με αναφορές στην κοινωνία, τις σταθερές της και τις αυξημένες ανάγκες της για καλή και αξιόπιστη πληροφόρηση και όχι στο κόμμα που κυβερνά. Η κυβέρνηση της εποχής προτίμησε να ακολουθήσει το μοντέλο που-με μικρές ή μεγάλες διαφοροποιήσεις-ειχαν υποστηρίξει οι κυβερνήσεις μεταπολιτευτικά. Είχε την μικρόνοη αντίληψη ότι έτσι θα ελέγξει την πληροφόρηση, η ίδια αντίληψη που διακατέχει και την σημερινή εξουσία.

 

 

Οι εκάστοτε κυβερνήσεις λειτουργούν με αυτό το στενά κομματικό και αντικειμενικά ξεπερασμένο τρόπο, όχι την εποχή Μαρούδα (στενού συνεργάτη του Α. Παπανδρέου) ο οποίος θα αντιμετώπιζε την ‘’εισβολή’’ των ιδιωτικών ραδιοτηλεοπτικών μέσων γκρεμίζοντας τους δορυφόρους (!) αλλά σε μια εποχή υπερπληροφόρησης, την εποχή της λεγόμενης «δημοσιογραφίας των πολιτών» (με όποιες στρεβλώσεις αυτή έχει), την εποχή που την πολιτική αλλά και κοινωνική ατζέντα, δεν την διαμορφώνουν πια τα ΜΜΕ (που σχεδόν αναγκάζονται να ακολουθούν) αλλά παράγοντες εξωγενείς από αυτά.

 

Στη χώρα μας, βιώνουμε εδώ και χρόνια ένα φαινόμενο που δύσκολα συναντάει κάποιος αλλού, η συντριπτική πλειονότητα των ΜΜΕ (με ποσοστά που ξεπερνούν συχνά το 80%) θεωρούνται από τους ίδιους τους αποδέκτες τους (τηλεθεατές, ακροατές, αναγνώστες) αναξιόπιστα και εξαρτημένα. Ανεξάρτητα από τον βαθμό βασιμότητας αυτών των εκτιμήσεων, αυτό συμβαίνει. Τα ΜΜΕ δεν (μπορούν να ) παίζουν τον ενισχυμένο ρόλο του μακρινού παρελθόντος ο οποίος συνοψιζόταν στη φράση, έστω με δόσεις υπερβολής «οι εφημερίδες ανεβάζουν και κατεβάζουν κυβερνήσεις’’. Δεν συμβαίνει αυτό, το καλοκαίρι του 2015 η συντριπτικά μεγάλη πλειονότητα των ισχυρών ΜΜΕ είχε ταχθεί με απόλυτα ξεκάθαρο και συχνά με αντιδεοντολογικό τρόπο υπέρ της επιλογής του ‘’Ναι’’ στο δημοψήφισμα. Δεν τα κατάφεραν.

 

Σε μια εποχή με τέτοια χαρακτηριστικά, αλλά και με δεδομένη και καταγεγραμμένη την πολιτική και ηθική αναξιοπιστία στο χώρο των ιδιωτικών μέσων, η ΕΡΤ έχει τις προϋποθέσεις και δυνατότητες να κάνει τη διαφορά. Την κάνει σε κάποιο βαθμό σε προϊόντα που δεν συνδέονται με την πληροφόρηση. Έχω την βεβαιότητα πως αν έπαυαν οι κυβερνήσεις να την θεωρούν ένα ιδιοκτησιακό τους στοιχείο και αν παράλληλα έπαυαν κάποιοι δημοσιογράφοι να λειτουργούν ως εκπρόσωποι κομματικών επιλογών, η ΕΡΤ θα ήταν ικανή να κερδίσει ποσοστά αξιοπιστίας, τηλεθέασης, ακρόασης που θα πλησίαζαν σε πολλούς δημόσιους φορείς της Ευρώπης. Δεν υπάρχει καμία αισιοδοξία πως αυτό θα συμβεί. Η ΕΡΤ θα συνεχίσει να αδικείται…

 

*(Ο Γιάννης Παντελάκης είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας)

Το κίνημα QAnon και η επικοινωνιακή φαρέτρα της ΝΔ

 

Πριν λίγους μήνες, ο Ντόναλντ Τραμπ ρωτήθηκε περί του QAnon. Η απάντηση τους ήταν: “Δεν ξέρω πολλά για το κίνημα αυτό, εκτός του ότι καταλαβαίνω ότι τους αρέσω πάρα πολύ, πράγμα το οποίο εκτιμώ. Αλλά δεν γνωρίζω πολλά για το κίνημα”. Το κίνημα QAnon μόλις άρχισε να μεγαλώνει σε μέγεθος και αναγνωρισιμότητα.

 

Σύμφωνα με την Βικιπαίδεια, το κίνημα QAnon είναι μία ακροδεξιά θεωρία συνωμοσίας βάσει της οποίας μία ομάδα παιδόφιλων που λατρεύουν τον Σατανά διευθύνουν μία παγκόσμια σπείρα σωματεμπορίας παιδιών και συνωμοτούν εναντίον του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος με την σειρά του την καταπολεμά. Ισχυρίζεται, επίσης, ότι ο Τραμπ σχεδιάζει μια ημέρα της κρίσης γνωστή ως «Καταιγίδα», όταν χιλιάδες μέλη της κλίκας θα συλληφθούν. Οι υποστηρικτές της QAnon κατηγόρησαν πολλούς φιλελεύθερους ηθοποιούς του Χόλιγουντ, δημοκρατικούς πολιτικούς και υψηλόβαθμους κυβερνητικούς αξιωματούχους ότι είναι μέλη της κλίκας.

 

 




γράφει ο Γιάννης Μπάκος


Σήμερα η κυβέρνηση αναζητά διέξοδο από την κρίση που δημιουργεί η υπόθεση Λιγνάδη. Εδώ και εβδομάδες τα συστημικά και χειραγωγούμενα ΜΜΕ παρακολουθούν με αμηχανία τις εξελίξεις έχοντας περάσει από πολλές διαβαθμίσεις συγκάλυψης.

 

Η παράταξη της οποίας τα εξέχοντα μέλη δεν ξεχνούν στα tweets τους να συμπεριλαμβάνουν το #ΣΚΑΙ δείχνει να βρίσκεται σε βαθιά εσωστρέφεια μαζί με ένα πολιτικό vertigo. Γιατί όμως;

 

Οι παλινωδίες στην διαχείριση της πανδημίας, η υπόθεση της Ικαρίας, η αποτυχία στην διαχείριση της “Μήδειας” που οδήγησε ακόμα και σε νεκρούς, τα εκχιονιστικά στο Κολωνάκι, ο ατάραχος εσπρέσο στο ΝταΚάπο και η υπόθεση Δημήτρη Λιγνάδη που πλέον και σύμφωνα με ρεπορτάζ του Mega παίρνει διαστάσεις κυκλώματος, εμπλέκοντας ακόμα και ασυνόδευτα ανήλικα και ΜΚΟ δεν είναι πλέον “καυτή πατάτα”.

 

Η κοινωνία παρακολουθεί την υπόθεση με κομμένη ανάσα.

Πρόσωπα οικεία σε όλους μας βρίσκονται από την μία θύτες κι από την άλλη θύματα. Τα πρόσωπα αυτά μέσω των τηλεοπτικών μας δεκτών έμπαιναν σπίτια μας για χρόνια. Η τηλεοπτική διάσταση του θέματος πέραν του θεάτρου που έχει ήδη βασανιστεί μοιάζει ως πολύ επικίνδυνη για τα επικοινωνιακά στελέχη του Μαξίμου.

 

Η Υπουργός που δεν παραιτείται, η κυβέρνηση που αντιδρά δύο εβδομάδες μετά την πρώτη επώνυμη καταγγελία στον εισαγγελέα και μια κοινωνία που αναρωτιέται διαρκώς “ΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ;” ψάχνοντας τρόπο να ενώσει τελείες και να φτάσει σε συμπεράσματα. Εκρηκτικό μείγμα.

 

Δεν υπάρχει πιο επικίνδυνη επικοινωνιακά στρατηγική για την κυβέρνηση από την αργή αντίδραση καθώς δίνει “χώρο και χρόνο για έρευνα” και συμπεράσματα από την ανάγκη όλων μας να απαντήσουμε σε κάτι που μας κάνει να αισθανόμαστε ντροπή και μένος.

 

Παρακολουθήσαμε χτες τον κ. Τζωρτζάκη να βάζει στην κουβέντα την υπόθεση του συμβούλου του πρωθυπουργού Ν. Γεωργιάδη και τους δημοσιογράφους του ΣΚΑΙ να παλεύουν να σώσουν ότι δεν σώζεται.       



Είδαμε από την άλλη την προσπάθεια μιας “υπέροχης” σχετικοποίησης, με τον Άρη Βελουχιώτη να μπαίνει στο κάδρο ως “παιδεραστής”, με στόχο την ευαισθητοποίηση ενός μέρους ψηφοφόρων που ήρθαν στη ΝΔ από την Χρυσή Αυγή, κλείνοντας το μάτι και στους υποστηρικτές του Βελόπουλου. Ο κ. Λαζαρίδης είναι βουλευτής Καβάλας της ΝΔ.



 

Μέχρι που σήμερα όταν ξυπνήσαμε βρήκα στο twitter νο.1 Trend το #ΣΥΡΙΖΑ_βούρκος.

Ίσως ακολουθήσουν η εμπλοκή του Στάλιν και η αναδημοσίευση του εμπνευσμένου άρθρου “Λιγνάδης, ο Τσε Γκεβάρα του έρωτα”.  

        



Ο Λιγνάδης ως… «Τσε Γκεβάρα του έρωτα»


Επόμενο βήμα

Αναζητώντας τον επόμενο αντιπερισπασμό έχουμε σκεφτεί από “θερμό επεισόδιο” με την Τουρκία μέχρι αποδοχή αιτημάτων Κουφοντίνα και ανακοίνωση ανοίγματος αγοράς και εστίασης. Τίποτα δεν πείθει.

 

Στο Μέγαρο Μαξίμου καλό είναι να παραδειγματιστούν από τον Ντόναλντ Τραμπ. Μια δική τους υπόθεση QAnon με τον Κυριάκο Μητσοτάκη ως πολεμιστή ενός δικτύου παιδεραστών που μόνο σκοπό έχει την εξόντωση του ίσως έχει απήχηση σε μέρος του ακροατηρίου της δεξιάς πολυκατοικίας και σίγουρα θα την λατρέψουν τα ΜΜΕ.

 

Αυτό όμως προϋποθέτει μια σειρά παραδοχών με τεράστιο πολιτικό κόστος.

 

Εμείς απλά περιμένουμε.     




πηγή      


Κάτω από τη σάπια κορυφή

 


γράφει ο ΑντώνηςΑνδρουλιδάκης   

 

Το ζήτημα της ασφάλειας για ένα παιδί είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Γι’ αυτό και οι άνθρωποι που κακοποιήθηκαν στην παιδική τους ηλικία δεν μπορούν, σχεδόν ποτέ, να νιώσουν ασφάλεια. Νιώθουν ανά πάσα στιγμή πως κάτι φρικτό μπορεί ξανά να συμβεί στη ζωή τους. Νιώθουν ευάλωτοι και εύθραυστοι, η ισορροπία τους διαταράσσεται πολύ εύκολα, η διάθεση τους είναι έντονη και ασταθής και οι ίδιοι γίνονται συχνά παρορμητικοί και αυτοκαταστροφικοί. Κι’ όσο κι αν η παραβίαση της ασφάλειας μπορεί να συμβεί σε μια στιγμή, χρειάζεται συνήθως μια ζωή ολόκληρη για να επουλωθεί.

 

Αυτήν ακριβώς την ανάγκη της ασφάλειας φαίνεται σήμερα, με τον πιο τραγικό τρόπο, ότι η ελληνική κοινωνία, παρά την θρυλούμενη υπερ-προστατευτικότητα της, παρά την “αγία οικογένεια της”, δεν κατόρθωσε να προσφέρει στα παιδιά της. Δεν κατάφερε να προστατεύσει τα παιδιά της ούτε από την απεχθέστερη μορφή κακοποίησης. Αυτήν της σεξουαλικής κακοποίησης. Ούτε, δηλαδή, την βασική σωματική ασφάλεια δεν μπόρεσε να προσφέρει.

 

Μην έχετε, μάλιστα, καμιά αμφιβολία ότι κάτω από την καλλιτεχνική-θεατρική κορυφή του παγόβουνου-που τώρα γίνεται ορατή- κρύβεται ο τεράστιος όγκος της κακοποίησης και της παραβίασης της ανάγκης για βασική ασφάλεια εκατοντάδων χιλιάδων παιδιών μας.

 

Πρόκειται για μια “κουλτούρα κακοποίησης”, που μπορεί να μην έχει πάντα την οδυνηρή μορφή της σεξουαλικής κακοποίησης, αλλά εντούτοις διαχέεται και αναπαράγεται ως καθημερινή πρακτική στο κοινωνικό σώμα. Από την κακοποίηση του παιδιού, μέχρι την κακοποίηση του πολίτη, μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας βυθίζεται εδώ και δεκαετίες σε ένα τέλμα ανοχής -αν όχι και επιβράβευσης-της εξουσιαστικής βίας. Η ελληνική κοινωνία -ευτυχώς όχι στο σύνολο της- έμαθε να κάνει συχνά ακόμη και χαβαλέ στην κακοποίηση του Άλλου. Να θυμίσω την σαδιστική εκδοχή “δεν έπρεπε να κάνουν παιδιά, όπως στρώνουν κοιμούνται” που έλεγαν οι “επιτυχημένοι” γονείς της μνημονιακής δουλοπρέπειας για το παιδί της Ρούπα ή την απανθρωπιά στην απεργία πείνας του Ρωμανού;

 

Πρόκειται για μια “κοινωνική μόλυνση”, που μπορεί να διαρρηγνύει τα ιμάτια της στο αδιανόητο της σεξουαλικής κακοποίησης, διαχέει όμως σταθερά το “περίπου” αποδεκτό της όποια άλλης κακοποίησης και το πάει από γενιά σε γενιά, από κοινωνική τάξη σε κοινωνική τάξη, από εξουσιαστική σχέση σε εξουσιαστική σχέση.

 

Αρκεί να σκεφτεί κανείς, εντελώς ενδεικτικά, ότι κάθε χρόνο μερικές χιλιάδες γυναίκες-μητέρες και αντίστοιχα μερικές χιλιάδες άνδρες-πατέρες στέλνουν τα κορίτσια τους στην “κρεαταγορά” του next-top-model, ορίζοντας έτσι τα κορμιά των ίδιων των παιδιών τους ως εργαλεία-αντικείμενα χρήσης στην Κοινωνία του Θεάματος. Ή μήπως δεν είναι κακοποίηση αυτό, επειδή επενδύεται με την νομιμοποίηση του θεάματος; Ή μήπως δεν είναι δείγμα ανοχής στην κακοποίηση οι εκατομμύρια θεατές-παρατηρητές της τηλεοπτικής αυτής κακοποίησης; Ή μήπως δεν είναι δείγμα κακοποίησης ανθρώπινων υπάρξεων τα διάφορα τηλεοπτικά «παρατράγουδα»;

 

Πρόκειται, επίσης, για μια “εκπαίδευση στη σιωπή της υποταγής”, στην “συνωμοσία του τραύματος”, που πρέπει να θαφτεί, να αποσιωπηθεί, να μπει κάτω από το χαλί, να μην υπάρξει καν ως τραύμα, αλλά να εξωραϊστεί ως “ξύπνια” συμπεριφορά, έως να στοιχειώσει τις οικογένειες στην εσωστρεφή και ανέκφραστη ντροπή του “μυστικού”.

 

Μέχρις ότου η υποταγή να γίνει κυρίαρχη κοινωνική πρακτική, μέχρις ότου η σιωπή και η συμμόρφωση να γίνουν διαβατήριο κοινωνικής ανέλιξης και επιτυχίας. Ο κοινωνικο-πολιτικο-οικονομικός βίος της χώρας είναι διάχυτος από τέτοια «παραδείγματα», που δυστυχώς δεν τα ορίσαμε ως παραδείγματα αποφυγής, αλλά πολύ φοβάμαι ως κυρίαρχα πρότυπα.

 

Αλλά το ξέρουμε καλά, όπως το λέει ο Serge Tisseron, πως ό,τι μείνει ανείπωτο στην πρώτη γενιά, θα γίνει ανομολόγητο στην δεύτερη και αδιανόητο στην τρίτη. Θέλω να πω, το σημερινό κοινωνικά αδιανόητο είναι το ανομολόγητο των γονιών μας και το ανείπωτο των παππούδων μας. Γι’ αυτό και «τώρα» και όχι «τότε»! Γιατί το χθεσινό ανομολόγητο, γίνεται το σημερινό αδιανόητο.

 

Όλο αυτό θα είναι για πάντα ένα φάντασμα που θα στοιχειώνει την κοινωνική μας μηχανή, όσο δεν εμβολιαζόμαστε με το εμβόλιο της καθολικής υπεράσπισης όχι μόνο του παιδιού, αλλά και του ανθρώπινου προσώπου.

 

Χρειάζεται, με άλλα λόγια, όχι μόνο να σπάσουμε την κορυφή του πυώδους παγόβουνου, αλλά και να τολμήσουμε να δούμε κάτω από την επιφάνεια του βάλτου τη διάχυτη κοινωνική μόλυνση, που, εκτός των άλλων, κάνει και την σάπια “κορυφή” να μπορεί να υπάρχει. Χρειάζεται να ξαναδούμε σαν κοινωνία την προκλητική ανοχή μας απέναντι στην εξουσιαστική κακοποιητική βία οποιασδήποτε μορφής και οπουδήποτε και αν αυτή συντελείται.

 

Και προσοχή: οι σκέψεις αυτές δεν κουκουλώνουν, ούτε ξεπλένουν την κορυφή, αλλά επιδιώκουν να αναδείξουν (και) τον κύριο όγκο κάτω από το νερό που χρόνια τώρα -και πολιτικά- την αναδεικνύει και την στηρίζει.

 

Το ζήτημα της ασφάλειας για τα παιδιά μας είναι πια ζήτημα ζωής ή θανάτου και για την ίδια την κοινωνία μας.     

«Πότε θα κάνει ξαστεριά»…

 


Στις αρχές του 1973, τα ελληνικά Πανεπιστήμια μοιάζουν με καζάνι που βράζει, έτοιμο να εκραγεί. Στις 26 Γενάρη, η χούντα δίνει στη δημοσιότητα τον Καταστατικό Χάρτη για την Ανώτατη Παιδεία, με τον οποίο, εκτός των άλλων, επιχειρεί την κατάργηση του φοιτητικού συνδικαλισμού. Ακολουθεί θύελλα διαμαρτυριών. Εν τω μεταξύ, συνεχίζεται η αποχή σε πολλές σχολές του ΕΜΠ, ενώ σε αποχή κατεβαίνουν και οι σπουδαστές των Σχολών Υπομηχανικών, αλλά και οι σπουδαστές της Σιβιτανιδείου. Σε αποχή κατεβαίνουν και οι φοιτητές του Πανεπιστημίου της Πάτρας. Οξυμένη είναι η κατάσταση και στη Θεσσαλονίκη.

 

Η χούντα απαντά με συλλήψεις και βία, ενώ στις 4 Φλεβάρη εκδίδεται το νομοθετικό διάταγμα 1347/73, που επιτρέπει την άρση της αναβολής στράτευσης για τους φοιτητές που απέχουν από τα μαθήματα ή προτρέπουν συναδέλφους τους σε αποχή. Ηταν η σπίθα που άναψε τη φωτιά. Στις 14 Φλεβάρη, η αστυνομία παραβιάζει το άσυλο, εισβάλλει στο Πολυτεχνείο και διαλύει με ιδιαίτερη βιαιότητα φοιτητική συγκέντρωση. Μέχρι τις 20 Φλεβάρη έχουν επιστρατευθεί ήδη 97 φοιτητές, στελέχη του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος.

 

Στις 21 Φλεβάρη πραγματοποιούνται στο κτίριο της Νομικής φοιτητικές συνελεύσεις, με κύριο αίτημα την κατάργηση του μέτρου της στράτευσης. Μέχρι το μεσημέρι έχουν συγκεντρωθεί στη Νομική γύρω στους 4.000 φοιτητές, που απλώνονται σε όλο το κτίριο και δίνουν τον περίφημο «όρκο»: «Εμείς οι φοιτητές των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων ορκιζόμεθα εις το όνομα της Ελευθερίας να αγωνισθώμεν μέχρι τέλους διά την κατοχύρωσιν: Των ακαδημαϊκών ελευθεριών, του πανεπιστημιακού ασύλου, της ανακλήσεως όλων των καταπιεστικών νόμων και διαταγμάτων. Ορκιζόμεθα συμπαράστασιν εις όλον τον φοιτητικόν κόσμον της Ελλάδος, ο οποίος βασανίζεται. Η βία και η τρομοκρατία δε θα περάσουν. Ζήτω ο φοιτητικός κόσμος της Ελλάδος».

 

Οι συγκεντρωμένοι φοιτητές φωνάζουν από την ταράτσα της Νομικής συνθήματα, χορεύουν και τραγουδούν το «Πότε θα κάνει ξαστεριά», ρίχνουν στα πεζοδρόμια αυτοσχέδια τρικ και χειρόγραφες προκηρύξεις. Τα συνθήματα που κυριαρχούν είναι: «Λευτεριά στα αδέλφια μας», «Δημοκρατία», «Δεν περνά ο φασισμός», «Κάτω η χούντα», «Ελλάς Ελλήνων Φυλακισμένων».  




Από τις 7 το απόγευμα συγκεντρώνονται γύρω από τη Νομική εκατοντάδες άτομα, εκφράζοντας τη συμπαράστασή τους στους φοιτητές. Η αστυνομία διαλύει βίαια τους συγκεντρωμένους. Ομως, ο κόσμος ξανασυγκεντρώνεται σε λίγο στην οδό Ακαδημίας. Η κατάληψη της Νομικής έληξε αναίμακτα το απόγευμα της άλλης μέρας. Οι φοιτητές αποχωρούν συντεταγμένα, έχοντας σημειώσει μια ουσιαστική νίκη.

 

Η κατάληψη της Νομικής δεν είναι μόνο η πιο μαζική και θεαματική αντιδικτατορική εκδήλωση στα χρονικά του φοιτητικού κινήματος. Τα κυριότερα χαρακτηριστικά της είναι αφ’ ενός η πολιτικοποίησή της και αφ’ ετέρου η ανοιχτή συμπαράσταση του αθηναϊκού λαού. Ο αγώνας των φοιτητών μαζικοποιείται και απηχεί όλο και πιο έντονα τις αντιδικτατορικές διαθέσεις της πλειοψηφίας των Ελλήνων.

 

Μετά τη Νομική, τίποτα πια δε θα είναι το ίδιο, καθώς από την ίδια τους την πείρα οι φοιτητές έχουν πειστεί ότι ο αγώνας για ακαδημαϊκές ελευθερίες είναι αξεχώριστος από τον αγώνα για το γκρέμισμα της χούντας, για την ελευθερία. Η αντίστροφη μέτρηση για την εξέγερση του Πολυτεχνείου το Νοέμβρη του 1973 άρχισε… 






πηγή

   






Δριμύ κατηγορώ κατά της κυβέρνησης από το ΣΕΗ


"Η αλήθεια είναι ότι καταστάσεις (…) δημιουργούν την προδιάθεση να παρασυρθούμε από την ψυχολογία του όχλου, να συμφωνήσουμε με σχόλια μίσους των social media, τις αυτόκλητες “εισαγγελικές” αγορεύσεις, απαξιώνοντας τις αρχές του νομικού και ηθικού μας συστήματος”. Αυτά έγραφε η κυρία Λ. Μενδώνη, υπερασπιζόμενη τον Δ. Λιγνάδη. Όχλος και μισεροί, τα θύματα του Λιγνάδη και όσοι στάθηκαν δίπλα τους. Για «το μίσος» των social media έγραφε και η φιλοκυβερνητική εφημερίδα «Η Καθημερινή», ζητώντας μάλιστα «μέτρα» περιορισμού των «νέων μέσων επικοινωνίας».
 

 

Κι όταν ο Λιγνάδης έγινε «ένας επικίνδυνος άνθρωπος», που «εξαπάτησε»(!) την Μενδώνη και τον Μητσοτάκη, ο «όχλος» παρέμεινε «όχλος», και στο διαδίκτυο έριξαν τους πελταστές της μαύρης προπαγάνδας, τα περίφημα μποτ(το πρόγραμμα ρομποτ στέλνει αυτοματοποιημένα μηνύματα στο διαδίκτυο με μαζικό τρόπο), που σαν τα ρόμποκοπ του Χρυσοχοΐδη χτυπούν στο σωρό αδιακρίτως και με αισχρό τρόπο τους καταγγέλοντες. Έτσι, στη ζυγαριά, ως αντίβαρο στον Λιγνάδη θα μπει ακόμη και ο Άρης Βελουχιώτης! Η «φωνή» των θυμάτων, αλλά και του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, θα χαθεί στον ορυμαγδό των κυμβάλων. Οι θύτες θα κρυφτούν μέσα στον κουρνιαχτό και οι κραυγές των θυμάτων θα χαθούν μέσα στους ήχους των τενεκέδων. Η κάθαρση θα περιμένει την επόμενη φορά.

 

Γι’ αυτό με ανακοίνωση που αναρτήθηκε στο Facebook, το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών καταγγέλλει την κυβέρνηση, και προσωπικά τον πρωθυπουργό και την υπουργό Πολιτισμού, για επικοινωνιακά παιχνίδια μετά από τρεις εβδομάδες εκκωφαντικής σιωπής, τρεις εβδομάδες που οι Κυριάκος Μητσοτάκης και Λίνα Μενδώνη «κρύβονταν και έκαναν υπογείως τα πάντα για να αποπροσανατολίσουν, ελπίζοντας πως η κορωνίδα αυτών των υποθέσεων, η υπόθεση της παιδεραστίας και του πιθανού κυκλώματος πίσω από αυτήν, απλά θα παραγραφεί, όπως άλλωστε και η ανάλογη υπόθεση του συμβούλου του Πρωθυπουργού Νίκου Γεωργιάδη».

 

 Γράφει μεταξύ άλλων η ανακοίνωση:

 

«Μετά από 3 εβδομάδες εκκωφαντικής κυβερνητικής σιωπής, μόλις χθες, γίναμε μάρτυρες μιας επικοινωνιακής ομοβροντίας: ηθοποιός και σκηνοθέτης με άμεση πρόσβαση στον Πρωθυπουργό παρουσιάστηκε στην τηλεοπτική εκπομπή από όπου ξεκίνησε το κύμα των ΕΠΩΝΥΜΩΝ καταγγελιών στο χώρο του θεάτρου και του κινηματογράφου, ο Πρωθυπουργός επισκέφθηκε την Πρόεδρο της Δημοκρατίας για να δηλώσει την συμπαράστασή του στα θύματα και, τέλος, ως αποκορύφωμα, η Υπουργός Πολιτισμού παρέθεσε (στην εποχή του πολυδιαφημισμένου διαδικτυακού πολιτισμού) συνέντευξη τύπου με πρωτοφανώς κάκιστα τεχνικά μέσα και χρήση υποβολέα (που ακούστηκε καθαρότατα κατά τη διάρκεια της συνέντευξης).

 

«Είδαμε, λοιπόν, χθες την Υπουργό να λέει πως δεν γνώριζε τον Καλλιτεχνικό Διευθυντή. Ούτε εκείνη, ούτε ο Πρωθυπουργός. Τότε ΓΙΑΤΙ τον διόρισαν; Γιατί αυτόν έναντι οποιουδήποτε άλλου; Ποιος εισηγήθηκε τον απευθείας διορισμό του; Γιατί τον διόρισε, επίσης, με απόφασή της μέλος της Επιτροπής Αξιολόγησης του "Όλη η Ελλάδα, Ένας πολιτισμός 2020"; Γιατί τον διόρισε, επίσης με απόφασή της, μέλος της Επιτροπής Αξιολόγησης των επιχορηγήσεων για το Ελεύθερο Θέατρο (πλην ΑΜΚΕ); Γιατί τον κάλεσε το 2014 να κάνει αμισθί το σπικάζ του βίντεο για το ΕΣΠΑ παραγωγής του ΥΠΠΟ, όταν ήταν Γενική Γραμματέας του; Γιατί, την ίδια στιγμή, στη φετινή σύνθεση της επιτροπής "ΟΛΗ Η ΕΛΛΑΔΑ, ΕΝΑΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ" συμμετέχει - χωρίς ψήφο - η σύμβουλος της Υπουργού; Ποια ήταν άραγε η εισήγηση της ίδιας συμβούλου κατά τον διορισμό του πρώην καλλιτεχνικού διευθυντή;

 

Και μέσα σε όλα, χτες, η Υπουργός Πολιτισμού της Νέας Δημοκρατίας, η επί πολλά έτη Γενική Γραμματέας του Υπουργείου, αρσακειάδα η ίδια (με την ευκαιρία, άραγε, ούτε εκείνη ούτε ο κύριος Μπαμπινιώτης γνωρίζουν για τις καταγγελίες στο Αρσάκειο παρά την στενή τους σχέση με το σχολείο αυτό;), αριστούχος διδάκτωρ της Φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, μας αποκάλυψε ότι πέραν της - κατά δήλωσή της - άγνοιάς της για τον σύγχρονο πολιτισμό, της άγνοιάς της για την έννοια της πολιτικής, κυβερνητικής και, τελικά, της προσωπικής ευθύνης, αγνοεί βασικές διακρίσεις νοημάτων της Ελληνικής γλώσσας: δεν δύναται να διακρίνει τον ηθοποιό από τον απατεώνα, τον καλλιτέχνη από τον εγκληματία…» 






πηγή

 


Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *