γράφει η Αρχοντία Κάτσουρα
Το τζάκι είχε χρόνια να ανάψει.
Τις παλιές δόξες του, όταν σ’ αυτό βασιζόταν η χειμερινή θέρμανση μιας
ολόκληρης οικογένειας, θύμιζαν μόνο τα καπνισμένα πυρότουβλα. Είχε χαθεί πια
και η μυρωδιά της στάχτης που είχε σκουπιστεί ξανά και ξανά.
Το καλοριφέρ, αρχικά με
πετρέλαιο, πλέον με αέριο, έκανε όλη τη δουλειά και η ζέστη, απαλή, αόρατη,
απλή και χωρίς εξάρσεις, απλωνόταν διακριτικά σε όλο το σπίτι. Το τζάκι
περιοριζόταν σε διακοσμητικό ρόλο. Τη μεγάλη σαν αγκαλιά εστία του τώρα
διακοσμούσε ένας μεταλλικός δίσκος με καινούργια κεριά, μικρά και μεγαλύτερα,
για να μην είναι άδειο, για να δικαιολογείται η αχρησία του χώρου που δεν
μπορούσε να αξιοποιηθεί αλλιώς.
Οι μέρες του μεγάλου χιονιά
πέρασαν, το κρύο έξω παρέμενε πολύ, ειδικά τις πρωινές ώρες. Οταν ξυπνούσε και
μέχρι να έρθει η ώρα που θα έπαιρνε μπρος η θέρμανση, το κοιτούσε με λύπη.
«Αν το άναβα; Μόνο για λίγες
ώρες…» Αλλά δεν το έκανε. Ξύλα δεν είχε αγοράσει, φοβόταν μήπως ύστερα από τόσα
χρόνια δεν δουλέψει καλά, θα έπρεπε να μετακινήσει κάπως τα έπιπλα για να μην
καούν από τις πιο ζωηρές σπίθες…
«Ισως του χρόνου», σκεφτόταν. «Να
έρθει να το δει ένας μάστορας, να ελέγξει το τάμπερ, την καμινάδα. Μπορεί να
χρειάζεται κάτι…».
Εκείνο το πρωί, που το τελευταίο
χιόνι έλιωνε, αφήνοντας πίσω του μόνο λιμνούλες από βρόμικη λάσπη και μερικά
καμένα φυτά στο μπαλκόνι, συνειδητοποίησε ότι την ίδια σκέψη έκανε κάθε χρόνο
και την ίδια αναβολή έδινε κάθε χρόνο.
Ισως έφταιγε η βολή της
συνήθειας, η ασφάλεια της υπάρχουσας λύσης. Σαν το φαγητό που το ζεσταίνεις την
άλλη μέρα, γιατί είναι ευκολότερο από το να μαγειρέψεις κάτι που έχεις
λαχταρήσει καιρό αλλά θέλει παραπάνω κόπο. Σαν τη δουλειά στην οποία παραμένουν
τόσοι άνθρωποι γιατί πληρώνει τους λογαριασμούς και το σουπερμάρκετ, κι ας μην
θέλουν το πρωί να ξυπνήσουν για να πάνε. Αλλα ήταν τα σχέδιά τους όταν
ξεκινούσαν, άλλα ονειρεύονταν και επιθυμούσαν -και τελικά είπαν «εντάξει, καλά
είναι κι εδώ». Σαν τη σχέση που επέλεγαν γιατί ήταν διαθέσιμη, κι εκείνοι είχαν
κουραστεί να ψάχνουν -έχω κάποιον εδώ, δίπλα, μου φτάνει, έλεγαν. Τους έφταναν
αυτά, αλήθεια; Πώς γίνεται να επιβιώνεις χωρίς να τολμάς να ζεις;
«Ωχ, πια. Τι σκέψεις είναι αυτές
πρωί πρωί;» αναρωτήθηκε, ενώ άδειαζε η κούπα με τον καφέ που πάγωσε πριν την
ώρα του. Τα δάχτυλά της ήταν κρύα, όπως κάθε πρωί τις τελευταίες ημέρες, μέχρι
να ξεκινήσει να κάνει ό,τι κάνουν όλοι. Να μαζέψει μερικά πράγματα, να
μαγειρέψει, να καθίσει μετά στο σαλόνι-γραφείο-τραπεζαρία-κρεβατοκάμαρα, για να
δουλέψει.
Ηξερε ότι έφταιγε κι ο εγκλεισμός
-πόση καραντίνα να αντέξει ένας άνθρωπος; Πόσο να μείνει απασχολημένος με τα
μικρά για να μην αντιμετωπίσει τους δαίμονες που καιροφυλακτούν στις γωνίες και
τους ελέφαντες που κοιμούνται στις ντουλάπες;
Ξανακοίταξε το από χρόνια
σβησμένο τζάκι. Εκλεισε τα μάτια και ανακάλεσε το βίωμα: ξύλα τριζοβολούν,
κάθεται κοντά στην εστία και οι φλόγες βγάζουν τόση ζέστη που την κάνουν να
πετάξει τη μάλλινη ζακέτα που φοράει. Η θαλπωρή τη νανουρίζει και τη χαλαρώνει.
Εξω κάνει κρύο, αλλά εδώ είναι ζεστά. Πότε πότε ταΐζει τη φωτιά με ακόμη ένα
κομμάτι κορμού. Στο τραπέζι έχει πορτοκάλια και μανταρίνια. Πετάει τις φλούδες
στη φλόγα και το σπίτι μοσχοβολάει για λίγο αιθέρια έλαια.
Ανοίγει πάλι τα μάτια. Ξαφνικά
κάνει πάλι κρύο. Αλλά και κάτι έχει αλλάξει. Το αισθάνεται χωρίς να ξέρει τι
ακριβώς είναι αυτό.
Το ίδιο βράδυ, αργά, μετά το
βραδινό δελτίο ειδήσεων, άναψε μόνο μια απλίκα. Καθάρισε μανταρίνια και
πορτοκάλια, έβαλε τις φλούδες πάνω στο σώμα του καλοριφέρ που άναβε και άλλαξε
θέση στην πολυθρόνα να κοιτάζει στο τζάκι. Υστερα άναψε όλα τα κεριά μέσα στην
εστία και τυλίχτηκε με μια κουβέρτα.
Κι έτσι, με λίγη φαντασία, αναπαρέστησε μια στιγμή ευτυχίας.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου