Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2021

1821: Η εξέγερση του Δασκαλογιάννη στην Κρήτη ήταν το προμήνυμα του Αγώνα

 


 γράφει ο Μανώλης Πέπονας *

 

Ο αγώνας του λαού της Κρήτης για την αποτίναξη της οθωμανικής κυριαρχίας υπήρξε αδιάκοπος. Από τα πρώτα απελευθερωτικά σκιρτήματα κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα έως την τελική ένωση του νησιού με το Ελληνικό Βασίλειο την 1η Δεκεμβρίου 1913, χιλιάδες άνθρωποι σκοτώθηκαν στα πεδία των μαχών ή υπέστησαν βίαιες πράξεις αντιποίνων. Τόσο οι σημαντικότερες οικογένειες της περιοχής όσο επίσης μέλη των λαϊκών στρωμάτων στρατεύτηκαν στα επαναστατικά ιδεώδη, συμβάλλοντας παντοιοτρόπως στο κίνημα υπέρ της εθνικής ανεξαρτησίας.

 

Ένα προοίμιο του `21: η εξέγερση του Δασκαλογιάννη (1770)

Το πρώτο σοβαρό κίνημα των Κρητών εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας διεξήχθη υπό την ηγεσία του εύπορου Σφακιανού πλοιοκτήτη Ιωάννη Βλάχου (Δασκαλογιάννης). Ο τελευταίος διέθετε δεσμούς με τη Ρωσία και κήρυξε την εξέγερση στις 25 Μαρτίου 1770 στην Ανώπολη με τη σύμφωνη γνώμη της τοπικής δημογεροντίας. Ο ηρωικός αγώνας των ντόπιων πάντως δεν συνοδεύτηκε με την πολυπόθητη ρωσική ενίσχυση, πράγμα που οδήγησε στη σταδιακή κατάσβεση της ένοπλης κίνησης. Μπροστά σε μια τέτοια εξέλιξη, οι επιφανέστεροι Σφακιανοί, γνωρίζοντας πως δεν θα επικρατούσαν, αναζήτησαν τουλάχιστον έναν ηρωικό θάνατο. Από την πλευρά του, ο Δασκαλογιάννης αποφάσισε να παραδοθεί για να μην υποστεί περαιτέρω δεινά ο τόπος του· στις 17 Ιουνίου 1771 εκτελέστηκε στην πλατεία του Ηρακλείου. Υπολογίζεται πως εκ των 11.000 κατοίκων των Σφακίων, 3.500 σκοτώθηκαν στις ένοπλες συγκρούσεις, 1.500 απεβίωσαν λόγω των κακουχιών και 2.000 αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το νησί. Η συγκεκριμένη εξέγερση θα μπορούσε να θεωρηθεί ως το προμήνυμα του Αγώνα του 1821.

 

Η πρώτη φάση της επανάστασης (1821 - 1824)

Ο ηγούμενος της ιστορικής μονής Πρέβελη, ο Μελχισεδέκ Τσουδερός, ύψωσε τη σημαία της επανάστασης ήδη τον Μάρτιο του 1821. Παρά την άμεση αντίδραση των Οθωμανών, στις 7 Απριλίου 1821 στα Γλυκά Νερά Σφακίων δημιουργήθηκε η «Καγκελαρία των Σφακίων», όντας ένα πρώιμο εγχείρημα ενιαίας κεντρικής διοίκησης. Λίγες μέρες αργότερα, περίπου 1.500 οπλοφόροι από όλη την Κρήτη και πλήθος άοπλων κήρυξαν επίσημα την έναρξη της επανάστασης στην εκκλησία της Παναγίας Θυμιανής στα Σφακιά. Οι πρώτες επιθέσεις των επαναστατών διεξήχθησαν κατά κύριο λόγο εναντίον των Τουρκοκρητών, οι οποίοι επιδόθηκαν σε άγριες λεηλασίες και σφαγές κατά αμάχων. Τον Ιούνιο του 1821 για παράδειγμα, οι καπετάνιοι Τσελεπής και ο Παναγιωτάκης συνέτριψαν τους περιβόητους Τουρκοκρήτες, Αμπαδιώτες, στο Αμάρι Ρεθύμνου.

Τον Νοέμβρη του 1821, η επαναστατική ελληνική κυβέρνηση απέστειλε στο νησί τον Μιχαήλ Κομνηνό Αφεντούλη ως «Γενικό Έπαρχο και Αρχιστράτηγο Κρήτης». Έναν περίπου μήνα μετά, στις 24 Δεκεμβρίου 1821, οι επαναστάτες νίκησαν τους Οθωμανούς έξω από τα Χανιά, περιορίζοντάς τους εντός των τειχών της πόλης.

Στις 24 Ιουνίου έλαβε χώρα ο «Μεγάλος Αρμπεντές», στα πλαίσια του οποίου θανατώθηκαν έξι ιεράρχες (ο αρχιεπίσκοπος Κρήτης Γεράσιμος Παρδάλης και οι επίσκοποι Κνωσού Νεόφυτος, Σητείας Ζαχαρίας, Χερρονήσου Ιωακείμ, Λάμπης Ιερόθεος και Διοπόλεως Καλλίνικος) και άλλα επιφανή μέλη της κοινωνίας του Ηρακλείου. Ακολούθως, ο μουσουλμανικός όχλος κατευθύνθηκε στην ύπαιθρο, προξενώντας σοβαρές καταστροφές εις βάρος των χριστιανών αμάχων. Τουλάχιστον 800 άνθρωποι σφαγιάστηκαν, η μητρόπολη κάηκε, ενώ στην Ιερά Μονή Παλιανής 21 μοναχές κατακρεουργήθηκαν έχοντας νωρίτερα βιαστεί.

 

 

Η επανάσταση πάντως συνέχισε να εξαπλώνεται, με τους Κρήτες να επικρατούν σε αρκετές συγκρούσεις. Τον Νοέμβρη του 1821, η επαναστατική ελληνική κυβέρνηση απέστειλε στο νησί τον Μιχαήλ Κομνηνό Αφεντούλη ως «Γενικό Έπαρχο και Αρχιστράτηγο Κρήτης». Έναν περίπου μήνα μετά, στις 24 Δεκεμβρίου 1821, οι επαναστάτες νίκησαν τους Οθωμανούς έξω από τα Χανιά, περιορίζοντάς τους εντός των τειχών της πόλης. Λίγο αργότερα μάλιστα, ανακατέλαβαν την Ιερά Μονή Αρκαδίου.

 

Παρομοίως, το πρώτο πεντάμηνο του 1822, οι Κρητικοί οπλαρχηγοί συνέχισαν να επικρατούν εναντίον των εχθρών τους. Ωστόσο, η προσπάθεια του Αφεντούλη να καταλάβει το Ρέθυμνο απέτυχε παταγωδώς, ενώ στις 28 Μαΐου του ίδιου έτους ο Αιγύπτιος Πασάς Χασάν με 114 πλοία, 10.000 πεζούς και 5.000 οπλίτες στρατού αποβιβάστηκε στη Σούδα. Λίγους μήνες μετά, οι Οθωμανοί κατέστρεψαν τα Ανώγεια, σημαντική εστία της επανάστασης. Ως απάντηση, ένοπλοι ντόπιοι παρέσυραν στον Κρουσώνα μια ομάδα 350 εχθρών τους, την οποία κατέσφαξαν. Το κλιμα όμως είχε μεταβληθεί: τον Νοέμβριο για παράδειγμα ο Χασάν εισέβαλλε στο οροπέδιο Λασιθίου, το οποίο λεηλάτησε διαλύοντας κάθε αντίσταση. Οι παρατεταμένες ήττες των επαναστατών οδήγησαν σε κλίμα αμφισβήτησης εις βάρος του Αφεντούλη, ο οποίος καθαιρέθηκε έπειτα από εντολή του νεοσύστατου «Κρητικού Συμβουλίου».

 

Με σκοπό την επίτευξη κάποιας ομαλότητας, τον Μάιο του 1823 έφτασε στην Κρήτη ο νέος απεσταλμένος της επαναστατικής κυβέρνησης, Εμμανουήλ Τομπάζης. Άμεσα, ο τελευταίος κάλεσε γενική συνέλευση στο χωριό Αρχοντική Ρεθύμνου, προκειμένου να σταματήσουν οι έριδες μεταξύ των οπλαρχηγών, να καθοριστούν επακριβώς οι αρμοδιότητες του καθενός και να προετοιμαστεί ένα κοινό σχέδιο δράσης κατά του ενισχυμένου μουσουλμανικού στρατεύματος. Την ίδια εποχή όμως, οι αντίπαλοί των Κρητών ενισχύθηκαν ξανά με την απόβαση στο νησί 3.000 Αιγυπτίων υπό τον ικανότατο Χουσεΐν Μπέη. Ο εν λόγω άνδρας ανέλαβε επίσης τη γενική ηγεσία των οθωμανικών δυνάμεων στο νησί.

 

Υπό αυτά τα δεδομένα, τον Ιανουάριο του 1824 έληξε δραματικά η τρίμηνη πολιορκία του σπηλαίου Μελιδονιού Μυλοποτάμου με τον τραγικό θάνατο των υπερασπιστών του. Δύο μήνες αργότερα, τα Σφακιά -ο ύστατος προμαχώνας της επανάστασης- κατελήφθησαν από τους Τουρκοαιγυπτίους. Έως τον Μάιο του 1824 η επανάσταση έχει κατασβηστεί στην Κρήτη και οι άμαχοι εγκατέλειπαν μαζικά το νησί με κάθε μέσο. Ο Τομπάζης, έπειτα από εκκλήσεις χωρίς αντίκρισμα για βοήθεια στην κυρίως Ελλάδα που σπαρασσόταν τότε από εμφύλιες συγκρούσεις, έσπευσε τελικά να αποχωρήσει στις 12 Απριλίου 1824. Ορισμένοι ένοπλοι πάντως επέλεξαν να παραμείνουν στα κρητικά βουνά και από εκεί να διενεργούν αστραπιαίες επιθέσεις κατά των μουσουλμάνων. Οι άνδρες αυτοί, οι «Χαΐνηδες» (παράνομοι) ή «Καλησπέριδες», επρόκειτο να συνεχίσουν να προξενούν σοβαρά προβλήματα στους Οθωμανούς για μια μακρά χρονική περίοδο.

 

Η αναζωπύρωση του αγώνα και η τελική επικράτηση (1825 - 1830)

Οι μήνες της σχετικής ηρεμίας για τους Οθωμανούς στην Κρήτη δεν έμελλε να είναι πολλοί: τον Ιούνιο του 1825, 400 Κρήτες που πολεμούσαν έως τότε στην Πελοπόννησο, αποβιβάστηκαν στο νησί, καταλαμβάνοντας τα φρούρια της Γραμβούσας και της Κισσάμου. Άμεσα, νέοι εθελοντές από την κυρίως Ελλάδα εστάλησαν στην Κρήτη, ενώ οι ντόπιοι ενέτειναν τη δράση τους. Ιδιαίτερα η Γραμβούσα αποτέλεσε έκτοτε ορμητήριο πειρατών, οι οποίοι απειλούσαν όχι μόνο τους μουσουλμάνους αλλά ενίοτε και χριστιανικά πλοία.

 

Η κατάσταση για τους μουσουλμάνους κατέστη κρίσιμη τα έτη 1827 και 1828. Αρχικά, το 1827, ένας στολίσκος υπό τις οδηγίες του Ανδρέα Μιαούλη μετέφερε στην Κρήτη περίπου χίλιους άνδρες, δύναμη ικανή να επιφέρει περαιτέρω πλήγματα στους κατακτητές. Επιπρόσθετα, τον Ιανουάριο του 1828, στο νησί μετέβη ο Χατζημιχάλης Νταλιάνης, φημισμένος οπλαρχηγός από την Ήπειρο. Το σώμα του, απαρτιζόμενο από περίπου 500-600 πεζούς και 100 ιππείς, σύντομα εγκαταστάθηκε στα Σφακιά, συγκρουόμενο με τους Οθωμανούς. Στις 8 Μαΐου για παράδειγμα, ο Ηπειρώτης οπλαρχηγός μαζί με τους ντόπιους Μανουσογιαννάκη και Δεληγιαννάκη έστησαν ενέδρα και αποδεκάτισαν αρκετούς αντιπάλους τους. Αμέσως μετά, ο Νταλιάνης αποφάσισε να οχυρωθεί στο Φραγγοκάστελο, παρά τις αντιρρήσεις των Κρητών συναγωνιστών του που προτιμούσαν τη συνέχιση του αντάρτικου τρόπου πολέμου στα βουνά. Ένα οθωμανικό σώμα 8.000 ανδρών έφτασε στις 17 Μαΐου εκεί, ξεκινώντας την πολιορκία. Τελικά, οι αμυνόμενοι πραγματοποίησαν μια τραγική έξοδο, η οποία είχε ως συνέπεια 400 νεκρούς -μεταξύ των οποίων συγκαταλεγόταν κι ο ίδιος ο Νταλιάνης. Η ήττα του Ηπειρώτη οπλαρχηγού πάντως δεν αποθάρρυνε ιδιαίτερα τους Σφακιανούς: όταν οι νικητές Οθωμανοί αποχώρησαν από την περιοχή, δέχθηκαν τη συντονισμένη επίθεση των τοπικών οπλαρχηγών με αποτέλεσμα να υποστούν απώλειες χιλίων περίπου ανδρών.

 

Όταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας, ο Καποδίστριας απέστειλε προς ενίσχυσή τους στο νησί τον βετεράνο των Ναπολεόντειων Πολέμων, Βαρώνο Φρειδερίκο φον Ράινεκ.

Τον Φεβρουάριο του 1828 έλαβε χώρα τριήμερη μάχη στη μονή Οδηγήτριας Μεσαράς. Ο θάνατος του μοναχού Ξωπατέρα και η περιφορά της κεφαλής του, εξόργισε τους χριστιανούς που πέτυχαν να σκοτώσουν στον Άγιο Ιωάννη Μεσαράς του αρχηγού των γενίτσαρων του Ηρακλείου, Αγριολίδη. Ακολούθησε η σφαγή 800 περίπου χριστιανών στους σημερινούς νομούς Ηρακλείου και Ρεθύμνου («αρμπεντές του Αγριολίδη»), μια ακόμη αγριότητα των Οθωμανών. Παρά όμως τις προσπάθειες τρομοκράτησης, η θέληση των Κρητών να πολεμήσουν παρέμεινε αμείωτη.

 

Όταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας, ο Καποδίστριας απέστειλε προς ενίσχυσή τους στο νησί τον βετεράνο των Ναπολεόντειων Πολέμων, Βαρώνο Φρειδερίκο φον Ράινεκ. Έχοντας ενημερωθεί από τον Καποδίστρια για τη αρνητική στάση των Μεγάλων Δυνάμεων στο ενδεχόμενο ένταξης της Κρήτης εντός του συγκροτηθέντος ελληνικού κράτους, ο Γερμανός αξιωματικός εμφανίστηκε αρχικά διστακτικός. Η στάση του μεταβλήθηκε όταν οι επαναστάτες σημείωσαν νέες σπουδαίες νίκες, αναγκάζοντας τους αντιπάλους τους να αναζητήσουν σωτηρία στα τείχη των μεγάλων πόλεων. Έως τον Οκτώβριο του 1828 ολόκληρη σχεδόν η Κρήτη βρισκόταν υπό την κυριαρχία των Ελλήνων επαναστατών.

 

Το όνειρο της Ένωσης

Το Πρωτόκολλο του Λονδίνου έθετε εκτός των ορίων του νεοσύστατου ελληνικού κράτους το αιματοβαμμένο νησί. Σύμφωνα με τις Μεγάλες Δυνάμεις, η στρατηγικής σημασίας Κρήτη δεν θα μπορούσε να δοθεί σε ένα αδύναμο νεοπαγές κράτος. Μετά τη γνωστοποίηση της απόφασης, διάφορες συνελεύσεις συστάθηκαν για να την καταδικάσουν. Είναι χαρακτηριστική η φράση που διατυπώθηκε στην προκήρυξη ενός Κρητικού Συμβουλίου, το οποίο απευθυνόταν προς τους υπόλοιπους Έλληνες: «Ημείς δεν ευρίσκομεν αλλού την σωτηρίαν μας παρά εις τα όπλα μας και εις αυτόν τον έντιμον θάνατον». Το όνειρο της περίφημης Ένωσης επρόκειτο να αργήσει πολύ: μόνο την 1η Δεκεμβρίου του 1913, ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος θα ύψωνε στο ιστορικό φρούριο του Φιρκά την ελληνική σημαία, δίπλα στον βασιλιά Κωνσταντίνο. Και μόνο τότε ο αγώνας των χριστιανών της Κρήτης θα ολοκληρωνόταν.

 

* O Μανώλης Πέπονας είναι Υποψήφιος Διδάκτωρ Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας (ΕΚΠΑ)

Πηγές

 

Βερέμης, Θ., Κολιόπουλος Ι., Ελλάς. Η σύγχρονη συνέχεια, Καστανιώτης, Αθήνα 2006.Δετοράκης, Θ., Κρήτη. Σύντομη Επισκόπηση, Ελληνικές Εκδόσεις, Αθήνα 2005.

Ιστορία του νέου Ελληνισμού, Ελληνικά Γράμματα, τ. 3, Αθήνα 2003.

Κριτοβουλίδου, Κ., Απομνημονεύματα του περί αυτονομίας της Ελλάδος πολέμου των Κρητών, Αθήναι 1859.

Πέπονας, Μ., «Κρήτη 1821. Αγώνας δίχως δικαίωση», στο: Στρατιωτική Ιστορία, τ. 210, Ιούλιος 2014.

Τρικούπης, Σ., Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, 24 γράμματα, Αθήνα 2020.Τσερεβελέκης, Γ., Κρητικές Επαναστάσεις. Οι αγώνες για την ελευθερία από το 1204 έως το 1898, Περισκόπιο, Αθήνα 2009.

Φιλήμονος, Ι., Δοκίμιον ιστορικόν περί της Eλληνικής Eπαναστάσεως, τύποις Π. Σούτσα και Α. Κτενά, τ. 4, Αθήναι 1861.  

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *