Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2021

Πολεμώντας το φαινόμενο “ξέρεις ποιος είμαι εγώ;”

 


γράφει  η Έλλη Πράντζου   

 

Το πρόβλημα με την ψευδαίσθηση παντοδυναμίας που εξασφαλίζει η όποιας μορφής εξουσία είναι ότι την υποτιθέμενη αυτή παντοδυναμία σου την πιστεύουν κι οι υπόλοιποι επιβεβαιώνοντάς τη με διάφορους τρόπους ως πραγματικότητα απέναντι στην οποία δεν μπορεί κανείς να προτάξει αντιρρήσεις. Όταν η θέση σου ή/και η τσέπη σου ταυτίζονται με το κύρος, την αυθεντία και το απυρόβλητο, χτίζεται γύρω σου μια εντύπωση όχι απλώς ασφάλειας αλλά σε πολλές περιπτώσεις ακόμη και θεοποίησης. Φτάνει να σκεφτούμε πώς αντιμετωπίζονται οι διάφοροι διάσημοι από μεγάλη μερίδα του κόσμου έστω κι υποσυνείδητα.

 

Συνήθως παρατηρούμε απέναντί τους μια τάση διαρκούς επιβράβευσης, μια άνευ όρων αναγνώριση τόσο του έργου τους όσο και της προσωπικότητάς τους θαρρείς κι αυτές οι δύο παράμετροι έχουν αυταπόδεικτη σχέση συνάφειας. Κι όλα αυτά συνοδευόμενα με την πρώτη ευκαιρία από ένα εκστατικό εγκωμιαστικό ρεύμα ικανό να φουσκώσει τα μυαλά και του πιο ταπεινού ατόμου. Αν στην πραγματικότητα ο εκάστοτε αναγνωρίσιμος άνθρωπος αξίζει ή όχι τέτοιον θαυμασμό είναι άλλο θέμα. Το οποίο δε φαίνεται να αφορά σχεδόν κανέναν από τους θαυμαστές εκτός αν έρθουν κάποτε στο φως, κυρίως από άλλο αναγνωρίσιμο άτομο, ακραία αρνητικά στοιχεία για το ποιόν κάποιας από τις επώνυμες “αυθεντίες” του εκάστοτε είδους. Τότε περνάμε στη φάση της βάρβαρης αποκαθήλωσης ειδώλων. Ειδώλων τα οποία κάποιοι δεν έχουμε καταλάβει καν με ποιο κριτήριο εξ αρχής ειδωλοποιήθηκαν ουκ ολίγες φορές σε βαθμό προσκυνήματος.

 

Λαμβάνοντας υπόψη μας αυτόν τον αρκετά διαδεδομένο τρόπο λειτουργίας μεγάλης μερίδας του πλήθους μπορούμε να αντιληφθούμε τους λόγους που σε πολλές περιπτώσεις άνθρωποι οι οποίοι κανείς δε γνωρίζει στην πραγματικότητα προσωπικά, θεωρούνται υπεράνω πάσης υποψίας σε σχέση με οτιδήποτε μεμπτό. Πολλοί από αυτούς έχουν εντυπωθεί, μάλιστα, στο μυαλό πολλών ως αυταπόδεικτα “καλοί”. Όταν αυθαίρετα, όμως, τοποθετείς σε βάθρο ανθρώπους στην ουσία τους αγνώστους μένοντας στο όνομά τους, τη δουλειά τους και το προσωπείο τους, είναι τουλάχιστον άτοπο να δηλώνεις έπειτα πως έπεσες από τα σύννεφα μαθαίνοντας κάτι κακό γι’ αυτούς.

 

Επιπροσθέτως, με αυτόν τον τρόπο συμβάλλεις κι εσύ στο να αποκτήσουν θέση ισχύος άτομα ανάξια από ηθικής άποψης ενδυναμώνοντας την ήδη υπάρχουσα λόγω κύρους και χρημάτων εντύπωσή τους πως θα βρίσκονται πάντα “από πάνω”.

 

Το πρόβλημα αυτού του φαινομένου είναι πολύ πιο περίπλοκο από όσο φαίνεται με μια πρώτη προσέγγιση. Διότι αν οι θέσεις “ισχύος” είναι ικανές να προστατεύσουν και να αποσιωπήσουν, όπως είδαμε, εγκλήματα ας φανταστούμε πόσο πιο εύκολο είναι να καλύψουν συμπλέγματα, μεγαλομανίες, αλαζονικές συμπεριφορές, εκμετάλλευση, ασέβεια, κλίκες κι αδικίες κάθε είδους. Γνωρίζω πολύ καλά πως δεν ανακάλυψα την πυρίτιδα. Επιτρέψτε μου, ωστόσο, να σταθώ σε μια παράμετρο που φαίνεται πως δεν έχουμε συνειδητοποιήσει απόλυτα.

 

Μιλώντας για καταστάσεις που μπορείς να συναντήσεις παντού, αν το καλοσκεφτείς θα διαπιστώσεις ότι σε άλλους τομείς κυριαρχεί σκέτος ο φόβος -χωρίς αυτό να σημαίνει πως υποτιμώ στο ελάχιστο την τραγικότητα αυτής της πραγματικότητας. Απέναντι, όμως, σε άτομα που χαίρουν αναγνωρισιμότητας το θύμα μιας κατάστασης αντιμετωπίζει, εκτός από φόβο, τη μεγάλη πιθανότητα να μη δώσει κανείς σημασία σε όλα όσα έχει να μοιραστεί και λόγω του ότι ο θύτης είναι ήδη αγαπητός στο ευρύ κοινό. Στην καλύτερη περίπτωση θα νιώσει ως φωνή βοώντος εν τη ερήμω εις τη νιοστή στη χειρότερη θα επωμιστεί από μεγάλη μερίδα διάφορους χαρακτηρισμούς θαρρείς κι ο άσημος είναι εκείνος που πάντα ψεύδεται.

 

Ένα απλό παράδειγμα αποτελεί η κατάσταση που επικρατεί σε καλλιτεχνικούς, δημοσιογραφικούς κλπ κλάδους, όπου για να καταφέρει να χωρέσει κάποιο νεοεμφανιζόμενο άτομο χωρίς γνωριμίες και πλάτες θα πρέπει συνήθως προηγουμένως να έρθει αντιμέτωπο με όλες τις γκροτέσκ περσόνες του εκάστοτε κλάδου που θεωρούν ότι έχουν κατακτήσει τον κόσμο. Τρώει κατάμουτρα κάθε πιθανή κι απίθανη πόρτα χωρίς την παραμικρή εξήγηση, υφίσταται σιωπηλά κάθε είδους προσβολή, την απόλυτη κι επιδεικτική αδιαφορία, την υποτίμηση, την απαξίωση, την απροκάλυπτη κοροϊδία κι άλλες απογοητευτικές συμπεριφορές ελπίζοντας κάποτε να συναντήσει τις εξαιρέσεις που ευτυχώς υπάρχουν μα είναι λίγες. Ξέρει πως αν αντιδράσει δε θα το ακούσει κανείς. Αν μιλήσει θα θεωρηθεί το ίδιο γραφικό κι έπειτα υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να αποκλειστεί εντελώς επειδή τόλμησε να διεκδικήσει τον σεβασμό που θα έπρεπε έτσι κι αλλιώς να έχει. Βρισκόμενο τελικά στο περιθώριο πριν καν του δοθεί η ευκαιρία να αποδείξει την αξία του κι έχοντας βιώσει το χειρότερο πρόσωπο μιας ανεξήγητης επαναλαμβανόμενης απόρριψης καταλήγει πολλές φορές να αγκαλιάζει την πλήρη απελπισία υιοθετώντας την ιδέα πως δεν αξίζει όχι επειδή όντως δεν αξίζει αλλά επειδή κανείς ποτέ δεν έδωσε σημασία στην ύπαρξή του.

 

Βλέπεις, αν δε σε αναδείξει κάποια από τις “αυθεντίες” πώς θα γίνεις ορατός στα μάτια των πολλών; Το ακόμη πιο εξοργιστικό είναι ότι οι περισσότεροι από αυτούς τους συμπλεγματικούς αλαζόνες καταφέρνουν να διατηρούν ένα συμπαθές για την κοινή γνώμη προφίλ διανθισμένο με μεγάλη δόση κουλτούρας, αίσθημα δικαίου κι αναμφισβήτητης υποστήριξης των “αδυνάτων”. Πρόκειται για τους ίδιους που δηλώνουν απερίφραστα όπου σταθούν κι όπου βρεθούν υπέρ των ίσων ευκαιριών και της αξιοκρατίας χρησιμοποιώντας επικοινωνιακές υποκριτικές φιοριτούρες τις οποίες στην πράξη και πίσω από τα φώτα αναιρούν με τη μύτη ψηλά. Το πρόβλημα κάποτε μετατοπίζεται έτσι στο δικό μας μερίδιο ευθύνης αφού θαυμάζοντας κάποιους άκριτα τους χαρίζουμε τελικά τη μεγαλύτερη προστασία από όλες.

 

Η εποχή που διανύουμε δίνει φωνή σε ανθρώπους ώστε να ξεσκεπαστούν επιτέλους εγκλήματα. Κι αυτό είναι που πρέπει να μας απασχολεί αυτή τη στιγμή, σε αυτό πρέπει να ρίξουμε με προσοχή όλο το βάρος που αρμόζει. Με βάση όμως όλα αυτά τα χυδαία γεγονότα που βγαίνουν πλέον στο φως ας κρατήσουμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας το ότι κάποια στιγμή ο χώρος και των “επωνύμων” θα πρέπει να καθαρίσει τόσο από τους βιαστές και τους κακοποιητές όσο σε δεύτερο χρόνο κι από τους κακοποιητές των ψυχών. Τους αλαζόνες υποκριτές κλικαδόρους, τους συμπλεγματικούς αυτάρεσκους βολεμένους, τους επαγγελματίες ψηλομύτηδες μιας ντεμέκ αφρόκρεμας.

 

Αν κάτι τέτοιο φαντάζει δευτερεύον απέναντι σε όλα όσα αποκαλύπτονται αρκεί μόνο να εστιάσουμε λίγο καλύτερα στο πόσο εύκολα οδηγεί το ένα στο άλλο όταν ο φόβος που αντιμετωπίζει ο εκάστοτε “υφιστάμενο” σε άλλους χώρους συνοδεύεται κι από την έπαρση της ευρείας αναγνώρισης κι αποδοχής. Το κακό του συνδρόμου “ξέρεις ποιος είμαι εγώ” πρέπει να παταχθεί σε οποιαδήποτε μορφή του πια. Τώρα. Ώσπου πλέον να μη μας αφορά το όνομα ή/και η ιδιότητα που θα συνοδεύει αυτή τη φράση αλλά οι πράξεις και μόνο. Ώσπου πια να αποκτήσουν εξίσου δυνατή φωνή κι όλοι εκείνοι που ως τώρα αντιμετωπίζονται ως πλέμπα από τους εκλεκτούς.

 

Γι’ αυτό ας κρατάμε πισινές απέναντι σε σκέτα ονόματα. Ας κρατάμε πισινές απέναντι σε μεγάλα λόγια, αυτοπροβολές και δηλώσεις. Φτάσαμε πια στο απροχώρητο. Ας μην προσκυνάμε άλλο κούφια τοτέμ.

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *