γράφει ο ΑντώνηςΑνδρουλιδάκης
Το ζήτημα της ασφάλειας για ένα
παιδί είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Γι’ αυτό και οι άνθρωποι που κακοποιήθηκαν
στην παιδική τους ηλικία δεν μπορούν, σχεδόν ποτέ, να νιώσουν ασφάλεια. Νιώθουν
ανά πάσα στιγμή πως κάτι φρικτό μπορεί ξανά να συμβεί στη ζωή τους. Νιώθουν
ευάλωτοι και εύθραυστοι, η ισορροπία τους διαταράσσεται πολύ εύκολα, η διάθεση
τους είναι έντονη και ασταθής και οι ίδιοι γίνονται συχνά παρορμητικοί και
αυτοκαταστροφικοί. Κι’ όσο κι αν η παραβίαση της ασφάλειας μπορεί να συμβεί σε
μια στιγμή, χρειάζεται συνήθως μια ζωή ολόκληρη για να επουλωθεί.
Αυτήν ακριβώς την ανάγκη της
ασφάλειας φαίνεται σήμερα, με τον πιο τραγικό τρόπο, ότι η ελληνική κοινωνία,
παρά την θρυλούμενη υπερ-προστατευτικότητα της, παρά την “αγία οικογένεια της”,
δεν κατόρθωσε να προσφέρει στα παιδιά της. Δεν κατάφερε να προστατεύσει τα
παιδιά της ούτε από την απεχθέστερη μορφή κακοποίησης. Αυτήν της σεξουαλικής κακοποίησης.
Ούτε, δηλαδή, την βασική σωματική ασφάλεια δεν μπόρεσε να προσφέρει.
Μην έχετε, μάλιστα, καμιά
αμφιβολία ότι κάτω από την καλλιτεχνική-θεατρική κορυφή του παγόβουνου-που τώρα
γίνεται ορατή- κρύβεται ο τεράστιος όγκος της κακοποίησης και της παραβίασης
της ανάγκης για βασική ασφάλεια εκατοντάδων χιλιάδων παιδιών μας.
Πρόκειται για μια “κουλτούρα
κακοποίησης”, που μπορεί να μην έχει πάντα την οδυνηρή μορφή της σεξουαλικής
κακοποίησης, αλλά εντούτοις διαχέεται και αναπαράγεται ως καθημερινή πρακτική
στο κοινωνικό σώμα. Από την κακοποίηση του παιδιού, μέχρι την κακοποίηση του
πολίτη, μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας βυθίζεται εδώ και δεκαετίες σε ένα
τέλμα ανοχής -αν όχι και επιβράβευσης-της εξουσιαστικής βίας. Η ελληνική
κοινωνία -ευτυχώς όχι στο σύνολο της- έμαθε να κάνει συχνά ακόμη και χαβαλέ
στην κακοποίηση του Άλλου. Να θυμίσω την σαδιστική εκδοχή “δεν έπρεπε να κάνουν
παιδιά, όπως στρώνουν κοιμούνται” που έλεγαν οι “επιτυχημένοι” γονείς της
μνημονιακής δουλοπρέπειας για το παιδί της Ρούπα ή την απανθρωπιά στην απεργία
πείνας του Ρωμανού;
Πρόκειται για μια “κοινωνική
μόλυνση”, που μπορεί να διαρρηγνύει τα ιμάτια της στο αδιανόητο της σεξουαλικής
κακοποίησης, διαχέει όμως σταθερά το “περίπου” αποδεκτό της όποια άλλης
κακοποίησης και το πάει από γενιά σε γενιά, από κοινωνική τάξη σε κοινωνική
τάξη, από εξουσιαστική σχέση σε εξουσιαστική σχέση.
Αρκεί να σκεφτεί κανείς, εντελώς
ενδεικτικά, ότι κάθε χρόνο μερικές χιλιάδες γυναίκες-μητέρες και αντίστοιχα
μερικές χιλιάδες άνδρες-πατέρες στέλνουν τα κορίτσια τους στην “κρεαταγορά” του
next-top-model, ορίζοντας έτσι τα κορμιά των ίδιων των παιδιών τους ως
εργαλεία-αντικείμενα χρήσης στην Κοινωνία του Θεάματος. Ή μήπως δεν είναι
κακοποίηση αυτό, επειδή επενδύεται με την νομιμοποίηση του θεάματος; Ή μήπως
δεν είναι δείγμα ανοχής στην κακοποίηση οι εκατομμύρια θεατές-παρατηρητές της
τηλεοπτικής αυτής κακοποίησης; Ή μήπως δεν είναι δείγμα κακοποίησης ανθρώπινων
υπάρξεων τα διάφορα τηλεοπτικά «παρατράγουδα»;
Πρόκειται, επίσης, για μια
“εκπαίδευση στη σιωπή της υποταγής”, στην “συνωμοσία του τραύματος”, που πρέπει
να θαφτεί, να αποσιωπηθεί, να μπει κάτω από το χαλί, να μην υπάρξει καν ως
τραύμα, αλλά να εξωραϊστεί ως “ξύπνια” συμπεριφορά, έως να στοιχειώσει τις
οικογένειες στην εσωστρεφή και ανέκφραστη ντροπή του “μυστικού”.
Μέχρις ότου η υποταγή να γίνει κυρίαρχη
κοινωνική πρακτική, μέχρις ότου η σιωπή και η συμμόρφωση να γίνουν διαβατήριο
κοινωνικής ανέλιξης και επιτυχίας. Ο κοινωνικο-πολιτικο-οικονομικός βίος της
χώρας είναι διάχυτος από τέτοια «παραδείγματα», που δυστυχώς δεν τα ορίσαμε ως
παραδείγματα αποφυγής, αλλά πολύ φοβάμαι ως κυρίαρχα πρότυπα.
Αλλά το ξέρουμε καλά, όπως το
λέει ο Serge Tisseron, πως ό,τι μείνει ανείπωτο στην πρώτη γενιά, θα γίνει
ανομολόγητο στην δεύτερη και αδιανόητο στην τρίτη. Θέλω να πω, το σημερινό
κοινωνικά αδιανόητο είναι το ανομολόγητο των γονιών μας και το ανείπωτο των
παππούδων μας. Γι’ αυτό και «τώρα» και όχι «τότε»! Γιατί το χθεσινό
ανομολόγητο, γίνεται το σημερινό αδιανόητο.
Όλο αυτό θα είναι για πάντα ένα
φάντασμα που θα στοιχειώνει την κοινωνική μας μηχανή, όσο δεν εμβολιαζόμαστε με
το εμβόλιο της καθολικής υπεράσπισης όχι μόνο του παιδιού, αλλά και του
ανθρώπινου προσώπου.
Χρειάζεται, με άλλα λόγια, όχι
μόνο να σπάσουμε την κορυφή του πυώδους παγόβουνου, αλλά και να τολμήσουμε να
δούμε κάτω από την επιφάνεια του βάλτου τη διάχυτη κοινωνική μόλυνση, που,
εκτός των άλλων, κάνει και την σάπια “κορυφή” να μπορεί να υπάρχει. Χρειάζεται
να ξαναδούμε σαν κοινωνία την προκλητική ανοχή μας απέναντι στην εξουσιαστική
κακοποιητική βία οποιασδήποτε μορφής και οπουδήποτε και αν αυτή συντελείται.
Και προσοχή: οι σκέψεις αυτές δεν
κουκουλώνουν, ούτε ξεπλένουν την κορυφή, αλλά επιδιώκουν να αναδείξουν (και)
τον κύριο όγκο κάτω από το νερό που χρόνια τώρα -και πολιτικά- την αναδεικνύει
και την στηρίζει.
Το ζήτημα της ασφάλειας για τα
παιδιά μας είναι πια ζήτημα ζωής ή θανάτου και για την ίδια την κοινωνία μας.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου