γράφει ο Γιώργος Καρελιάς
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη από την
πρώτη μέρα της θητείας της πορεύεται με το πρόσημο ότι είναι διαφορετική από
τις προηγούμενες. Είτε διότι είναι πιο ικανή στην αντιμετώπιση των κρίσεων είτε
διότι επιδεικνύει ευαισθησία σε θέματα που αγγίζουν ευαίσθητες χορδές της
κοινής γνώμης.
Αφήνουμε έξω την αντιμετώπιση της
πανδημίας, στο δεύτερο κύμα της οποίας η αποτυχία είναι ολοφάνερη. Και
επικεντρωνόμαστε σε τρία γεγονότα του τρέχοντος μήνα, που έχουν πλήξει στον
πυρήνα της αυτήν την κυβερνητική-και πρωθυπουργική- αυταρέσκεια. Κατά σειράν:
Στις αρχές Φεβρουαρίου είχαμε το
περιστατικό στην Ικαρία, με το γεύμα στην ταράτσα του σπιτιού ενός τοπικού
βουλευτή της ΝΔ, με συμμετοχή του πρωθυπουργού. Ούτε η απόπειρα να αποκρυβεί ή
να υποβαθμιστεί το γεγονός από πολλά μέσα ενημέρωσης, αλλά ούτε και η αμήχανη
αντιμετώπισή του-χωρίς ούτε μια συγγνώμη- από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ωφέλησαν
τον ίδιο και την κυβέρνηση. Πόσω μάλλον που είχαμε το «δις εξαμαρτείν»(είχε
προηγηθεί η ποδηλατάδα στην Πάρνηθα).
Η έντονη κακοκαιρία των
προηγούμενων ημερών, που άφησε χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα χιλιάδες πολίτες επί πολλά
μερόνυχτα, έδειξε το μέγεθος της αποτυχίας του πολυδιαφημισμένου «επιτελικού»
κράτους. Και κατέστησε σαφές ότι είναι άλλο να επιδεικνύεις επιτυχίες σε
ηλεκτρονικές πλατφόρμες και άλλο να ξεγυμνώνεσαι μπροστά σε πιεστικά
προβλήματα, που δεν λύνονται από τα πληκτρολόγια ούτε με διαφημιστικές
συσκέψεις στα γραφεία της Πολιτικής Προστασίας. Το χειρότερο είναι ότι γι’
αυτήν την αποτυχία ουδείς ανέλαβε οποιαδήποτε ευθύνη. Ολοι οι συναρμόδιοι
υπουργοί είναι στις θέσεις τους. Για τιμωρία, φυσικά, ουδείς λόγος.
Η υπόθεση Λιγνάδη, η οποία είναι
σε εξέλιξη, ίσως αποτελεί τη χειρότερη μέχρι στιγμής πληγή για την κυβέρνηση,
διότι χτυπάει τον πυρήνα των αξιακών αντιλήψεων των συντηρητικών ψηφοφόρων της
ΝΔ. Η προσπάθεια αντιπερισπασμού, που έκανε χτες στη Βουλή ο κ. Μητσοτάκης με
μεταφορά της ευθύνης στα τρολ του Διαδικτύου, είναι δύσκολο αποδώσει αυτή τη
φορά. Διότι ακόμα και ένας φανατικός ψηφοφόρος της ΝΔ θέτει το πιο απλό ερώτημα:
«Ποιος διόρισε τον Λιγνάδη;». Το ερώτημα αυτό είναι η δεύτερη μεγάλη αδυναμία
στην κυβερνητική επιχειρηματολογία. Επιπλέον, η πεισματική άρνηση του
πρωθυπουργού να καταλογίσει την καταφανή πολιτική ευθύνη γι’ αυτόν τον
διορισμό, αφαιρεί από τον ίδιο το επιχείρημα της-δήθεν- ευαισθησίας, από την
οποία διακατέχεται η δική του κυβέρνηση, σε αντίθεση με την «αναισθησία» των
προηγούμενων.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου