γράφει η Έλλη Πράντζου
Ζούμε σε μία χώρα όπου ένας
δικηγόρος βγαίνει δημόσια και μιλάει για επαγγελματίες ομοφυλόφιλους, βιάζει
ηθικά δεύτερη φορά θύματα βιασμού κι ονομάζει γραμμή υπεράσπισης έναν καθ’ όλα
σεξιστικό, ρατσιστικό και χυδαίο οχετό. Ζούμε σε μία χώρα όπου αυτός ο
δικηγόρος αντί να περιοριστεί ως επικίνδυνος θεωρείται και πρακτικά είναι ο πιο
γνωστός μεγαλοδικηγόρος εντός των συνόρων της απολαμβάνοντας κατ’ επέκταση όλα
τα προνόμια που του παρέχει αυτή η θέση ισχύος. Ζούμε σε μία χώρια όπου όσοι
αντέδρασαν σε αυτή τη σειρά αισχρών δηλώσεων δεν ήταν οι πολιτικοί, δεν ήταν ο
δικηγορικός σύλλογος -όχι μέχρι τη στιγμή που γράφω αυτό το κείμενο
τουλάχιστον- αλλά οι “απλοί” πολίτες κάθε κλάδου μέσω των social media. Ζούμε
σε μία χώρα όπου οι ψυχαγωγικές εκπομπές και κάποιες εκπομπές αμφιλεγόμενης
αισθητικής έχουν καταλήξει να λειτουργούν σε αυτές τις τόσο σοβαρές υποθέσεις
πολύ πιο καίρια απ’ ό,τι τα δελτία ειδήσεων και οι ενημερωτικές εκπομπές.
Ας τα πάρουμε, όμως από την αρχή.
Μετά από το γενναίο βήμα της Σοφίας Μπεκατώρου βρήκαν τόσα άλλα θύματα το
μεγαλειώδες θάρρος να σταθούν απέναντι στο τέρας και στα προσωπικά φαντάσματά
τους με σκοπό να τα κατατροπώσουν. Έγιναν έτσι η αφορμή να αφυπνιστούμε όλοι κι
όλες και βροντερά να δηλώσουμε πως στεκόμαστε δίπλα σε κάθε κακοποιημένο άτομο
ώστε να σπάσουμε τον ασφυκτικό κλοιό της σιωπής που πηγάζει από τον φόβο.
Πιαστήκαμε χέρι χέρι και κάθε μέρα με όποιον τρόπο μπορούμε φωνάζουμε πως
κανένας δεν είναι πια μόνος/η, πως είμαστε σε αυτό όλοι κι όλες μαζί.
Συνειδητοποιήσαμε μάλιστα πολλοί και πολλές από εμάς ότι οι παρενοχλητικές
συμπεριφορές που μας είχαν γίνει συνήθεια λόγω συχνότητας και λόγω του ότι δεν
έφταναν σε σημείο να γίνουν κακοποίηση, δεν είναι καθόλου “εντάξει” να
συμβαίνουν και πως είχαμε δίκιο που ενοχλούμασταν από αυτές. Ας μην μπορούσαμε
να αποδείξουμε κάτι ή να επικεντρωθούμε στο τι ακριβώς συνέβαινε τελικά λόγω
του πιο έμμεσου τρόπου έκφρασής τους, συνειδητοποιούμε πια ότι δεν είναι
“εντάξει”.
Φτάσαμε στο σημείο να ξεσκεπαστούν
από το τεράστιο αυτό κύμα αλληλεγγύης και θάρρους το οποίο δημιουργήθηκε ακόμη
και υποθέσεις παιδοβιασμών που τόσα χρόνια έμεναν στο σκοτάδι επειδή οι θύτες
ήταν “υπεράνω πάσης υποψίας” όχι λόγω αποδεδειγμένου ήθους αλλά λόγω των
καίριων θέσεων που κατείχαν. Επί δεκαετίες έμεναν κρυφά εγκλήματα επειδή είχαμε
μάθει πως όποιος ανήκει στους πλούσιους ή/και διάσημους ή έχει αντίστοιχους
φίλους πάντα τη γλιτώνει καταστρέφοντας μάλιστα στο πέρασμά του όποιον τολμήσει
να του πάει κόντρα. Είχαμε μάθει επίσης ότι όπως και να ‘χει όποιοι κι αν ήταν
οι εμπλεκόμενοι της εκάστοτε κακοποιητικής συμπεριφοράς δε θα ήταν λίγοι
εκείνοι οι οποίοι θα έσπευδαν να στοχοποιήσουν το ήδη βαριά κακοποιημένο άτομο
ξεψαχνίζοντας από το τι φορούσε, τι έκανε στο τάδε μέρος την τάδε ώρα, πού ήταν
οι γονείς του να το μαζέψουν, πόσο είχε πιει, πόσο αντιστάθηκε μέχρι και το
γιατί άργησε να μιλήσει.
Καταφέραμε, όμως, επιτέλους, που
λες, να κάνουμε το πρώτο ρημάδι βήμα και να αντιμετωπίσουμε όλα τα παραπάνω
εξαιτίας κάποιων ανθρώπων οι οποίοι μας έδειξαν τον δρόμο κάνοντας τεράστια
προσωπική υπέρβαση. Και τώρα, που βρισκόμαστε σε αυτό το τόσο μεγαλειώδες,
ιστορικό θα έλεγα, σημείο μετάβασης της κοινωνίας μας προς το καλύτερο ένας
μεγαλοδικηγόρος από αυτούς τους πασίγνωστους κι ισχυρούς βγαίνει δημοσίως και
δηλώνει χωρίς ίχνος ντροπής όλα όσα ακούσαμε ή διαβάσαμε και που ούτε θέλω ούτε
μπορώ να επαναλάβω. Επιχειρώντας έτσι ουσιαστικά να δώσει μια κλοτσιά στην
υπεράνθρωπη προσπάθεια τόσων κακοποιημένων ανθρώπων να υψώσουν το ανάστημά τους
και να δώσουν ένα τέλος στη θηριωδία.
Η τακτική του δε με ενδιαφέρει. Η
χυδαιότητά του δε θα με ενδιέφερε αν μας έβρισκε όλους κι όλες στην κυριολεξία
απέναντί του μα κυρίως αν έβρισκε απέναντί του όσους θα μπορούσαν πρακτικά να
τον περιορίσουν. Αυτό που με τρομάζει, όμως, είναι πως η δικαιοσύνη πέραν του
ότι δε λειτουργεί πάντα με τρόπο επιβεβαιωτικό του ονόματός της χρειάζεται
αδιάσειστες πρακτικές αποδείξεις για να μπορέσει να εφαρμόσει όσα όλοι κατά τα
άλλα γνωρίζουμε ήδη.
Θα ήταν δυο φορές έγκλημα αυτή τη
στιγμή αν ο Κούγιας κατάφερνε να ξελασπώσει τον πελάτη του με επαίσχυντους
δικολαβίστικους χειρισμούς τραβώντας δέκα βήματα πίσω όλων μας τις προσπάθειες
για δικαίωση κάθε θύματος εκεί έξω. Θα ήταν δυο φορές έγκλημα η απαξίωση αυτής
της προσπάθειας αλλά ακόμη πιο πολύ η απαξίωση όσων ήδη τόλμησαν να σπάσουν τη
σιωπή τους. Θα ήταν διπλός βιασμός, τεράστιο πισωγύρισμα και πλήγμα στην
εμπιστοσύνη όσων θυμάτων ακόμη δεν έχουν βρει το κουράγιο να μιλήσουν που έτσι
θα καταδικάζονταν ξανά αιώνιο καθεστώς φόβου.
Ας αποδείξουμε ότι γίνεται να μη νικάει πάντα ο θεωρούμενος ως “ισχυρός”. Όσοι λένε πως είναι η κατάλληλη στιγμή να ανοίξουν πλέον όλα τα στόματα που έχουν στοιχεία εναντίον του Λιγνάδη γι’ αυτό ακριβώς το λένε. Εξακολουθούμε να είμαστε όλοι κι όλες μαζί, εξακολουθούμε να στηρίζουμε κάθε κακοποιημένο άτομο, εξακολουθούμε να παλεύουμε ενώνοντας τις φωνές μας. Όχι παρά τον κάθε Κούγια. Αλλά εξαιτίας του ακόμη πιο δυνατά, ακόμη πιο αποφασιστικά. Σε αυτή την υπόθεση μεταξύ άλλων μιλάμε για παιδιά. Παιδιά. Και κάποιοι πρέπει να δικαιώσουν όσα ήδη κακοποιήθηκαν αλλά και να προστατεύσουν τα υπόλοιπα από “μεγαλοδικηγόρους” σαν τον Κούγια και “γνωστούς σκηνοθέτες-ηθοποιούς” σαν τον Λιγνάδη. Αυτοί ο κάποιοι δε θα είναι πάντα κάποιοι άλλοι, τώρα πρέπει να είμαστε όλοι εμείς. Μαζί.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου