γράφει ο Δημήτρης Μηλάκας
Οι δύο χώρες δεν συζητούν μόνο
για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών
Μία μόλις ημέρα μετά την
πολυδιαφημισμένη συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν στο περιθώριο της συνόδου
κορυφής του ΝΑΤΟ, η Τουρκία διακήρυξε/επανέλαβε με επιστολή της στον γενικό
γραμματέα του ΟΗΕ τις πάγιες θέσεις της σε ό,τι αφορά το ελληνοτουρκικό
πρόβλημα.
Με αυτήν τη «δημόσια διακήρυξη»
ενώπιον της διεθνούς κοινότητας η Άγκυρα προσδιορίζει με σαφήνεια το «σώμα» της
ελληνοτουρκικής διαπραγμάτευσης, θέτοντας και περιγράφοντας ένα προς ένα τα
ζητήματα που εκ των πραγμάτων είναι ανοικτά και βρίσκονται στο τραπέζι των
συζητήσεων.
Με άλλα λόγια η εν λόγω
επιστολή/διακήρυξη περιγράφει την τουρκική απάντηση στην πάγια ελληνική θέση
ότι το μόνο αντικείμενο ενός ελληνοτουρκικού διαλόγου είναι η οριοθέτηση των
θαλασσίων ζωνών. Αξίζει τον κόπο λοιπόν να διαβάσουμε τη διατύπωση των
τουρκικών θέσεων, αν θέλουμε να έχουμε μια εικόνα των εν εξελίξει
ελληνοτουρκικών συνομιλιών, οι οποίες διεξάγονται σε τρία επίπεδα:
● Διερευνητικές συνομιλίες.
● Μηχανισμός αποσυμπίεσης (στο
ΝΑΤΟ).
● Κρυφές συνομιλίες (μεταξύ των
εκπροσώπων των Μητσοτάκη – Ερντογάν).
Σε άμυνα η Αθήνα
Είναι, λοιπόν, προφανές από το
πολυσύνθετο της διαδικασίας ότι οι δύο χώρες δεν συζητούν μόνο για την
οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών. Κι αυτό γιατί για να καταλήξει μια συζήτηση για
την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών προϋποθέτει διευθετήσεις (δηλαδή συζητήσεις)
για μια σειρά άλλα ζητήματα, με το βασικότερο να είναι η διευκρίνιση (την οποία
ζητά η Άγκυρα) της κυριαρχίας επί νησιών, βράχων και νησίδων στο Αιγαίο
(γκρίζες ζώνες).
Πριν δούμε κάποια σημεία της
τουρκικής επιστολής στον ΟΗΕ (τη διαβάσαμε στο ρεπορτάζ του Νίκου Μελέτη στο
liberal.gr), θα πρέπει να θυμίσουμε ότι τον περασμένο Φεβρουάριο η ελληνική
πλευρά είχε συνοψίσει τις θέσεις της με ανάλογη επιστολή στον γ.γ. του ΟΗΕ.
Στην εν λόγω επιστολή η ελληνική κυβέρνηση:
● Σημείωνε την «πειρατική»
συμπεριφορά της Άγκυρας στην ανατολική Μεσόγειο («Ορούτς Ρέις»).
● Υπογράμμιζε ότι τα θέματα
κυριαρχίας των νησιών είναι ρυθμισμένα από τις ισχύουσες συνθήκες.
● Υπενθύμιζε ότι η Ελλάδα έχει
αποδεχθεί τη γενική δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου αλλά και τη Συμφωνία
για το Δίκαιο της Θάλασσας, οπότε εκ των πραγμάτων είναι πρόθυμη να ακολουθήσει
μια διαδικασία δικαστικής επίλυσης του θέματος της οριοθέτησης των θαλασσίων
ζωνών.
Η τουρκική επιστολή
Σύμφωνα με την τουρκική επιστολή
(υπενθυμίζουμε ότι κατατέθηκε στον ΟΗΕ μια μέρα μετά τη συνάντηση Μητσοτάκη –
Ερντογάν):
● «Οι δύο πλευρές είχαν ήδη
συμφωνήσει να αναβιώσουν τις διμερείς συνομιλίες τον Αύγουστο του 2020. Ωστόσο,
μία ημέρα πριν από την ταυτόχρονη ανακοίνωση της επανέναρξης των συνομιλιών, η
Ελλάδα υπέγραψε τη λεγόμενη συμφωνία οριοθέτησης με την Αίγυπτο, η οποία
παραβιάζει τα εγγενή δικαιώματα της Τουρκίας στην ανατολική Μεσόγειο, η οποία
σαφώς έρχεται σε αντίθεση με το πνεύμα των σχέσεων καλής γειτονίας.
● Η Τουρκία πιστεύει ότι οι
μηχανισμοί διαλόγου που εφαρμόζονται (δηλαδή διερευνητικές, ΝΑΤΟ και ‘‘μυστικές’’)
είναι εξαιρετικά καθοριστικής και ζωτικής σημασίας για την αντιμετώπιση των
θεμάτων διαφωνίας και πρέπει να διατηρηθούν με τη μέγιστη προσοχή.
● Η Ελλάδα, από την άλλη πλευρά,
προσπαθεί να υπονομεύσει τους μηχανισμούς διαλόγου παρουσιάζοντας την κατάσταση
σαν να υπάρχει μόνο ένα πρόβλημα μεταξύ των δύο κρατών, δηλαδή η οριοθέτηση της
υφαλοκρηπίδας και της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης».
Περιγράφοντας τη θέση της Άγκυρας
για το «σώμα» της ελληνοτουρκικής διαπραγμάτευσης η τουρκική επιστολή προς τον
ΟΗΕ αναφέρει ότι «στην πραγματικότητα, αυτό (η οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών)
είναι μόνο ένα από τα πολλά μακροχρόνια ζητήματα μεταξύ των δύο κρατών, τα
οποία περιλαμβάνουν:
● Το εύρος των χωρικών υδάτων και
του εθνικού εναέριου χώρου.
● Την κυριαρχία των νησιών, των
νησίδων και των βράχων που δεν παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα μέσω έγκυρων διεθνών
μέσων.
● Την παραβίαση του
αποστρατιωτικοποιημένου καθεστώτος των νησιών του ανατολικού Αιγαίου από την
Ελλάδα και το ζήτημα των περιοχών αρμοδιοτήτων (FIR, SAR και Navtex)».
Αναφορικά με το Καστελλόριζο, η
τουρκική επιστολή στον ΟΗΕ επαναλαμβάνει τα περί ελληνικών μαξιμαλιστικών
θέσεων, χωρίς προς το παρόν να αξιοποιεί τα όσα τον τελευταίο καιρό έχουν
υποστηρίξει και Έλληνες πολιτικοί και ακαδημαϊκοί παράγοντες, οι οποίοι
συμφωνούν ότι το «Καστελλόριζο είναι μακριά» από την Ελλάδα.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τις
διατυπώσεις της τουρκικής επιστολής:
«Όσον αφορά τις μαξιμαλιστικές
και υπερβολικές αξιώσεις θαλάσσιων συνόρων, η Ελλάδα προσπαθεί επίμονα να
επιβάλει αυτόματη πλήρη επήρεια για όλα τα νησιά στη δημιουργία της
αποκλειστικής οικονομικής ζώνης και της υφαλοκρηπίδας, συμπεριλαμβανομένου του
νησιού του Καστελλόριζου.
Σύμφωνα με αυτόν τον παράλογο
ισχυρισμό, ένα νησί 10 τ.χλμ., το οποίο απέχει μόλις δύο χιλιόμετρα από την
τουρκική ηπειρωτική χώρα και 580 χιλιόμετρα μακριά από την ελληνική ηπειρωτική
χώρα, υποτίθεται ότι θα δημιουργήσει μια περιοχή υφαλοκρηπίδας/αποκλειστικής
οικονομικής ζώνης 40.000 τ.χλμ.».
Πού πάμε;
Το συμπέρασμα που συνάγεται από
τα παραπάνω είναι ότι η πολυσύνθετη διαδικασία ελληνοτουρκικού διαλόγου στην
οποία δηλώνει την προσήλωσή της η ελληνική κυβέρνηση, εκ των πραγμάτων
περιλαμβάνει το σύνολο των ζητημάτων που έχει καταφέρει εδώ και δεκαετίες με
μεθοδικό τρόπο να θέσει στο τραπέζι η Άγκυρα.
Ξεκινώντας από θέματα
υφαλοκρηπίδας (θαλάσσιων ζωνών) με τις κρίσεις από το 1974 έως το 1987 («Χόρα»
– «Σισμίκ»), η Τουρκία έθεσε στο τραπέζι ζητήματα κυριαρχίας (1996 Ίμια,
γκρίζες ζώνες) για να καταλήξει με την κρίση του καλοκαιριού του 2020 στην
ολοκλήρωση της ατζέντας της, προβάλλοντας με ένταση τη θέση ότι τα νησιά δεν
έχουν κανένα δικαίωμα πέραν των έξι μιλίων καθώς και ότι (αν και απειλούμενα)
πρέπει να τηρήσουν τις συμφωνίες για την αποστρατιωτικοποίησή τους.
Όλα αυτά, τελικά, καταλήγουν σε
ένα ερώτημα: Τελικά τι συζητά με την Τουρκία η ελληνική κυβέρνηση (στις
διερευνητικές, στο ΝΑΤΟ και «κρυφά»);