γράφει ο Γιώργος X. Παπασωτηρίου
«Είμαστε όλοι επαγγελματίες…»
είχε δηλώσει πέρυσι τέτοια εποχή ο δεξιός πρωθυπουργός της Ολλανδίας Μαρκ
Ρούτε. Η δημοκρατία του Ρούτε δεν είναι μία δημοκρατία των πολιτών αλλά μία
δημοκρατία των «επαγγελματιών της πολιτικής». Η ανιδιοτελής συμμετοχή στα κοινά
αντικαταστάθηκε από την «επαγγελματοποιημένη δημοκρατία», όπου η πολιτική
ασκείται από «ειδικούς τεχνοκράτες», ενώ οι πολίτες θεωρούνται περιττοί. Τα
πολιτικά κόμματα και οι άλλοι φορείς πολιτικής οργάνωσης της κοινωνίας είναι
πλέον κελύφη αδειανά. Τα αιτήματα της κοινωνίας διαμορφώνονται μέσω των
δημοσκοπικών ερευνών και όχι από την οργανωμένη έκφραση των πολιτών (δηλαδή τα
κόμματα και τα συνδικάτα). Έτσι πραγματοποιείται ο περίφημος «δημοκρατικός
ελιτισμός», που δεν θεωρεί σπουδαίο το ζήτημα της συμμετοχής των πολιτών στις
επιλογές που αφορούν τη ζωή τους.
Αν είναι όμως έτσι, πώς
συντελείται η ένταξη των πολιτών στην κοινωνία, τι τους παρέχει ταυτότητα και
τι τους συνέχει; Εδώ εμφανίζεται η χρησιμότητα της εκπαίδευσης, της
πληροφόρησης και του «φόβου» για τον «άλλο». Η ταυτότητα καθορίζεται -για την
ακρίβεια ετεροκαθορίζεται- από τον «άλλο». Η κοινωνία αρμολογείται μέσω του
φόβου, συνιστώντας μία σύγκλιση φοβισμένων ανθρώπων. Τα μίντια τροφοδοτούν με
συνεχείς δόσεις φόβου. Όταν δε ο φόβος δεν είναι ικανός να λειτουργήσει αδρανοποιητικά,
όταν υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις που διαφεύγουν από το φοβικό περιβάλλον, τότε
ενεργοποιείται η καταστολή. Για το λόγο αυτό, σε όλες σχεδόν τις
«επαγγελματοποιημένες δημοκρατίες» οι δυνάμεις καταστολής είναι αυτές που
ενισχύονται σημαντικά. Ενισχύονται, επίσης, οι «ειδικοί της νομιμοποίησης», οι
μιντιακοί διανοούμενοι, και οι λεγόμενοι διαμορφωτές της κοινής γνώμης. Δεν
είναι τυχαίο ότι από τις πρώτες ενέργειες της κυβέρνησης Μητσοτάκη ήταν η
ενίσχυση της αστυνομίας και η τακτοποίηση εκατοντάδων δημοσιογράφων καθώς και η
οικονομική (σκανδαλώδης) ενίσχυση των φιλοκυβερνητικών μέσων μαζικής
ενημέρωσης. Ο έλεγχος των μέσων μαζικής ενημέρωσης και η κυριαρχία επί της
πνευματικής παραγωγής(παιδεία, διανόηση) από τη μια πλευρά, και η κατασταλτική
βία από την άλλη, είναι οι δύο συνιστώσες της χειραγώγησης του πληθυσμού, οι
δύο όψεις της παραβολικής «μετα-δημοκρατίας», είναι οι δύο πόλοι της αιώρησης
μεταξύ του «ήπιου» και του «βίαιου βοναπαρτισμού».
Η διάκριση των εξουσιών είναι ένα
ψεύδος, καθώς δεν υπάρχει η πραγματικά ανεξάρτητη λειτουργία των θεσμών. Όπως
έγραφε εδώ και καιρό ο νομπελίστας οικονομολόγος Πωλ Κρούγκμαν, η σύγχρονη
«δημοκρατία» έχει διαβρώσει τους θεσμούς και τους κοινωνικούς κανόνες στους
οποίους στηρίζεται η «σχετική ισότητα» και τους έχει αντικαταστήσει από ένα
δίκτυο θεσμών με οσμή μαφίας μέσω των οποίων αμείβονται οι νομιμόφρονες και
τιμωρούνται οι διαφωνούντες. Στην υπόθεση επί παραδείγματι της Novartis, στο
εσωτερικό της δικαιοσύνης είχαμε δύο διαφορετικές δικαστικές προσεγγίσεις. Το
ποια πλευρά είχε δίκιο, επιλύθηκε με «πολιτικό τρόπο» και όχι δικανικό. Η άποψη
των προσκείμενων στο κόμμα που νίκησε στις εκλογές του 2019, επικράτησε! Οι
αντίθετοι διώκονται με τις ψήφους της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Εξάλλου, όταν η
ανώτατη ηγεσία της δικαιοσύνης διορίζεται από την εκτελεστική εξουσία, για ποια
διάκριση των εξουσιών να μιλάμε;
«Το δίκτυο θεσμών με οσμή
μαφίας», που περιγράφει ο Κρούγκμαν, προμηθεύει στους υπάκουους πολιτικούς με
τους απαραίτητους πόρους (χρήματα, πρόσβαση στα ΜΜΕ) για να κερδίζουν τις
εκλογές, αλλά και ασφαλή καταφύγια στην περίπτωση αποτυχίας(θέσεις σε
πανεπιστήμια, ή σε μεγάλες εταιρείες). Αντιθέτως, διώκονται οι ανυπάκουοι. Οι
ίδιοι θεσμοί συντηρούν το μεγάλο ετοιμοπόλεμο στρατό διανοουμένων και
δημοσιολόγων που θα εκλαϊκεύουν και θα δικαιολογούν της κυβερνητικές πολιτικές,
όπως η ανάγκη μείωσης του αριθμού των εισακτέων φοιτητών στα ΑΕΙ, η συρρίκνωση
του δημόσιου συστήματος Υγείας κ.ά. Οι «κάτω» θα πρέπει να πειθαρχούν, όχι με
μία συνειδητή αλλά με μία ασυνείδητη πειθαρχία μέσω της διαμόρφωσης νέων ή
ενίσχυσης παλιών στερεότυπων και του «φόβου». Αυτή η μιντιακή «δημοκρατία» του
φόβου έχει ως πρότυπο τον «πολίτη» ιδιώτη, ένα είδος άσκεφτου
"νοικοκύρη" που τσακίζει το κεφάλι του Ζακ, έναν ηλίθιο φασίστα, που
καταγγέλει τον μετανάστη για να μην του πληρώσει τα εργατικά, ένα ακροδεξιό
νευρόσπαστο που θεωρεί τον πρόσφυγα "εισβολέα", που βρίζει την έγκυο
μετανάστρια στη βάρκα, ψέλνοντας απολυτίκια.
Ο Λέστερ Θόροου, εδώ και χρόνια
έγραφε ότι η περίφημη «κοινοβουλευτική δημοκρατία» είναι πλέον μία ολιγαρχία,
καθώς στις εκλογές ψηφίζουν μόνο οι πλούσιοι, οι οποίοι αγοράζουν τα πακέτα των
ψήφων των «κάτω». Είναι γνωστό ότι εργοδότες και στην Ελλάδα κατευθύνουν τους
υπαλλήλους τους να ψηφίζουν συγκεκριμένους πολιτικούς. Από την πλευρά του ο Πωλ
Κρούγκμαν θεωρεί ότι το πολιτικό σύστημα λειτουργεί συνολικά «προς όφελος λίγων
μεγάλων συμφερόντων». Ο πολιτικός ανταγωνισμός έχει καταστεί πλέον ένας
ανταγωνισμός στη διαφθορά, όπου επικρατεί ο πιο διεφθαρμένος, ο πιο
διαπλεκόμενος. Ο «νέος νιτσεϊσμός», σύμφωνα με τον Χάμπερμας, τείνει να
αποδομήσει όλα τα κριτήρια και να δείξει ότι η πολιτική «αναλώνεται
αποκλειστικά σε βρώμικες υποθέσεις», ενισχύοντας την απαξίωσή της. Αυτό
επαυξάνεται από το γεγονός της οικονομικής κυρίως εξάρτησης των πολιτικών από
το επιχειρείν. Το «μαύρο πολιτικό χρήμα» αλλά και η έλλειψη συνείδησης εκ
μέρους των πολιτικών για το άδικο του πράγματος είναι το μέγα σκάνδαλο της
σύγχρονης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Η επίλυση του ζητήματος της διαφθοράς
με την αντικαστάσταση των πολιτικών από τους ειδικούς τεχνοκράτες και την
"επαγγελματοποιημένη δημοκρατία", είναι μία απροσχημάτιστη και
ανοιχτή ολιγαρχία, είναι μία κατάργηση της δημοκρατίας και της ανιδιοτελούς
ενεργού συμμετοχής στα κοινά.
Η σύγχρονη δημοκρατική αντίσταση
Οι πολίτες, κυρίως οι νέες και οι
νέοι, τα βλέπουν όλα αυτά και αρνούνται να συμμετάσχουν στη φιέστα των εκλογών.
Αυτό δείχνει το μεγάλο ποσοστό της αποχής από τις εκλογές παντού(πρόσφατα στις
περιφερειακές εκλογές της Γαλλίας). Οι πολίτες αρνούνται τους επαγγελματίες της
πολιτικής και το στημένο παιγνίδι. Κάποιοι μιλούν για το τέλος της
αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και διατυπώνουν το αίτημα για το δικαίωμα στην
Ισηγορία, άλλοι θεωρούν ότι εισερχόμαστε στην εποχή της «αυτοοργανωμένης
δημοκρατίας». Όλα αυτά φανερώνουν την άρνηση απέναντι στη μεταδημοκρατία, στη
δημοκρατία δίκην προσομοίωσης, στην ολιγαρχία με δημοκρατική μάσκα. Εκτός όμως
από την παθητική αντίσταση δια της αποχής, υπάρχει και η ενεργητική αντίσταση.
Είναι τα παιδιά που βγαίνουν στο δρόμο και αποφυσικοποιούν την αδικία, είναι η
φωνή από τη ζούγκλα της Λακαντόνα που φθάνει σήμερα στην Ευρώπη, και λέει πως
«Ακόμη και αν χάσουμε, θα νικήσουμε...», είναι η Γιάννα, η Ελένη, η Αθηνά, η
Μαρία που αγκαλιάζουν τρυφερά τα προσφυγόπουλα, είναι τα παιδιά στις γειτονιές
που παίζουν μουσικές, που συζητούν, που δημιουργούν νέα στέκια πολιτισμού κι
αλληλεγγύης, είναι ο Μπίλι που συνεχίζει να φωνάζει από τ' αστέρια "κι ας
μη νικήσουμε ποτέ, θα πολεμάμε πάντα. Για να επιβεβαιωθεί εκείνος που έλεγε ότι
το πνεύμα της αντίστασης «είναι η πρώτη βάση όλων των δημοκρατιών» (Μπ. Μπαντί,
Le Monde).