γράφει ο Γιώργος Καρελιάς
Πρώτα λίγη πολιτική ιστορία με
δύο παραδείγματα, για να φανεί ότι οι πραγματικοί ηγέτες και παραδέχονται τα
λάθη τους και προσπαθούν να τα δικαιολογήσουν χωρίς να περιφρονούν τους
αντιπάλους τους και, κυρίως, την κοινή λογική.
Το καλοκαίρι του 1974, υπό το
βάρος της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αποφασίζει
να αποσύρει τη Ελλάδα από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Η απόφαση (εκ των
υστέρων αποδείχτηκε ότι) ήταν λανθασμένη, αλλά κάπως έπρεπε να ικανοποιηθεί η
κοινή γνώμη, που ήταν έντονα αντι-ΝΑΤΟϊκή και αντιαμερικανική.
Λίγα χρόνια μετά άρχισαν οι
προπαρασκευαστικές ενέργειες ώστε να επιστρέψει, αφού δεν απέφερε κανένα όφελος
για τη χώρα. Στο σφυροκόπημα της αντιπολίτευσης-και ειδικά του Ανδρέα
Παπανδρέου-στη Βουλή, που ρωτούσε τι συνέβη και άλλαξε την απόφασή του, ο
Καραμανλής απάντησε με δύο λέξεις: «Ήλλαξαν αι συνθήκαι».
Δεύτερο παράδειγμα: Το 1988 ο
Ανδρέας Παπανδρέου συναντάται με τον τότε πρωθυπουργό της Τουρκία Τουργκούτ
Οζάλ στο Νταβός της Ελβετίας και αποφασίζουν να βάλουν το Κυπριακό «στο ράφι»,
σε μια προσπάθεια να αναζητηθούν λύσεις στα άλλα προβλήματα. Στη Βουλή η
αντιπολίτευση-και ειδικά ο τότε αρχηγός της ΝΔ Κωνσταντίνος Μητσοτάκης-
σφυροκόπησε αυτήν την απόφαση. Ο Ανδρέας απάντησε με δύο λέξεις: mea
culpa(λάθος μου).
Κάπως έτσι οι πραγματικοί ηγέτες
αναγνώριζαν τα λάθη τους. Ηξεραν ότι η δύναμη που είχαν (ο Καραμανλής και ο
Παπανδρέου ήταν πανίσχυροι πρωθυπουργοί) δεν δικαιολογούσε τα πάντα και όφειλαν
να δίνουν εξηγήσεις για τις αντιφάσεις τους.
Τέλος η ιστορική αναδρομή,
ερχόμαστε στο σήμερα. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη αντιμετωπίζει, σχεδόν από την αρχή
της θητείας της, μια πρωτόγνωρη κατάσταση εξαιτίας της πανδημίας. Η κατάσταση
αυτή δικαιολογεί και λάθη και μπρος-πίσω και αντιφατικές αποφάσεις. Τα
παρατηρούμε και σε άλλες χώρες της Ευρώπης.
Εδώ, όμως, παρατηρούμε και κάτι
άλλο. Ο πρωθυπουργός και ορισμένοι υπουργοί του (λένε ότι) τα κάνουν όλα καλά.
Τη μία λένε το «άλφα» και την άλλη πηδάνε στο «ωμέγα», με την μεγαλύτερη
ευκολία. Και αντί να δώσουν τις οφειλόμενες εξηγήσεις, συμπεριφέρονται
αλαζονικά και επιχειρούν να πετάξουν τη μπάλα στην εξέδρα, κατηγορώντας τους
αντιπάλους τους, οι οποίοι, βεβαίως, δεν κυβερνούν.
Το φαινόμενο αυτό παρατηρήθηκε
πολύ έντονα το τελευταίο διάστημα. Ξεκινώ από το πιο πρόσφατο. Χτες το απόγευμα
ο υπουργός Υγείας Θάνος Πλεύρης βγήκε «ζωντανά»(στη γλώσσα της τηλεόρασης) στο
Μέγκα, στην εκπομπή του Νίκου Ευαγγελάτου. Εχει σημασία το «ζωντανά», γιατί ο
δημοσιογράφος είχε τη δυνατότητα να τον ρωτήσει και, αν ο υπουργός απέφευγε να
απαντήσει, να τον ξαναρωτήσει.
Ο υπουργός αυτός πριν από λίγες
ημέρες όχι μόνο έλεγε ότι δεν πρέπει να επιβληθεί υποχρεωτικός εμβολιασμός
(«όποιος προτείνει υποχρεωτικό εμβολιασμό για τους άνω των 60 πρέπει να μας
πει: εννοεί ότι θα πηγαίνουμε με τη σύρριγγα και θα τον εμβολιάζουμε θέλει δεν
θέλει;», έλεγε), αλλά και επιχειρηματολογούσε με βάση τις νομικές του γνώσεις
ότι θα ήταν και αντισυνταγματικός!
Η πιο απλή ερώτηση, λοιπόν, θα
ήταν: «Ποιος σας υποχρέωσε να αλλάξετε άποψη και να δεχθείτε τον υποχρεωτικό
εμβολιασμό; Και γιατί δεν παραιτηθήκατε;». Φυσικά, η ερώτηση αυτή δεν έγινε
ποτέ. Αντίθετα, ο κ. Πλεύρης έλεγε, με την άνεσή του, ότι δεν πρόκειται να
επιβληθούν άλλα μέτρα. Κι αν επιβληθούν, δεν θα έχει (πάλι) κανένα πρόβλημα. Θα
δώσει άλλη μια τέτοια συνέντευξη και θα λέει τα ίδια.
Τώρα, θα μου πείτε, τι να κάνει ο
υπουργός, όταν ο ίδιος ο πρωθυπουργός είχε αποκλείσει την υποχρεωτικότητα στον
εμβολιασμό και μετά από λίγες μέρες την επέβαλε; Στο μήνυμά του της 18ης
Νοεμβρίου ο Κυριάκος Μητσοτάκης έλεγε: « Η προτροπή και η ενθάρρυνση έχουν
μεγαλύτερη δύναμη από τους γενικούς αφορισμούς περί υποχρεωτικότητας»! Και
λίγες μέρες μετά, σε συνέντευξή του στο Μέγκα, έλεγε με μεγαλύτερη έμφαση:
«Χτυπάμε σε ένα τείχος αντίδρασης στους ανεμβολίαστους, καθώς όσο μεγαλύτερη είναι
η υποχρεωτικότητα τόσο μεγαλύτερη είναι η αντίδραση»!
Τι άλλαξε μέσα σε λίγες μέρες και
το τείχος αντίδρασης… έπεσε, ώστε να επιβληθεί η υποχρεωτικότητα με το χαράτσι
των 100 ευρώ; Τίποτα δεν άλλαξε. Και εν πάση περιπτώσει, όταν αντιμετωπίζεις
πανδημία, προσέχεις κάθε λέξη σου. Δεν λες τη μία «η υποχρεωτικότητα δεν
αποδίδει» και την άλλη την επιβάλλεις. Και όταν το κάνεις, παραδέχεσαι το πρώτο
λάθος και προσπαθείς να εξηγήσεις τη νέα απόφασή σου.
Αντ’ αυτού ο κ. Μητσοτάκης
κατέφυγε στη γνωστή μέθοδο του…στρίβειν δια της αντιπολιτεύσεως. Τη μια του
έφταιγε ο Πολάκης, την άλλη ο (γιατρός, σύμβουλος του Αλέξη Τσίπρα)
Γεροτζιάφας, την τρίτη ο…Χατζηπετρής. Και ναι μεν οι μπουνταλοσύνες του Πολάκη
αποτελούν καλές πάσες, αλλά δεν κυβερνά ο «αψύς Κρητικός».
Ο κ. Μητσοτάκης και ορισμένοι
υπουργοί του συμπεριφέρονται έτσι διότι έχουν προσβληθεί από την αλαζονεία της
εξουσίας. Μιλάνε με οίηση, διότι αισθάνονται άτρωτοι. Η συντριπτική πλειονότητα
των μέσων ενημέρωσης τους χαϊδεύει. Οι δημοσκοπήσεις τους λένε ότι η
αντιπολίτευση τρώει τη σκόνη τους. Διακατέχονται, λοιπόν, από την αλαζονεία της
ισχύος. Γι’ αυτό φάσκουν και αντιφάσκουν. Προκαλούν την κοινή λογική με όσα
λένε και κάνουν, επειδή έχουν πιστέψει ότι η ισχύς αυτή θα είναι παντοτινή.
Κάνουν φρικτό λάθος. Από τις
θέσεις που κάθονται έχουν περάσει άλλοι πιο ισχυροί, που πίστευαν το ίδιο. Αλλά
ήρθε η στιγμή που η δύναμή τους κατέρρευσε και πλήρωσαν ακριβά την αλαζονεία
τους. Ο αρχαίος Αίσωπος το έχει πει με πέντε λέξεις: «Καιρός ανάγει και καιρός
κατάγει»(ο χρόνος ανεβάζει και ο χρόνος κατεβάζει).