γράφει ο Γιώργος X. Παπασωτηρίου
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στα
αθηναϊκά του διηγήματα περιγράφει «το βίο των παραριγμένων(σ.σ. των
αποκλεισμένων, των «κάτω») της κοινωνίας του Άστεως». Ειδικά στο διήγημα «Χωρίς
Στεφάνι» σημειώνει ότι «Εις τας Αθήνας, ως γνωστόν, η πρώτη Ανάστασις είναι για
τις κυράδες, η δευτέρα(σ.σ. Κυριακή απόγευμα) για τις δούλες… (Η Χριστίνα η
δασκάλα) δεν ήθελεν ή δεν ημπορούσε να έρχεται εις επαφήν με τας κυρίας, και
υπεβιβάζετο εις την τάξιν των υπηρετριών». Στο ίδιο διήγημα αναφέρονται «Δύο ή
τρεις νεαραί μητέρες της κατωτέρας τάξεως του λαού». Είναι προφανές ότι η
ταξική διαστρωμάτωση και οι απόκληροι(παραριγμένοι) είναι εδώ εν έτει 1896 και
η Εκκλησία αναπαράγει την κοινωνική διαίρεση, παραχωρώντας τη «βασιλεία των
Ουρανών» στους έχοντες, αυτούς οι οποίο στο αρχικό χριστιανικό κήρυγμα δεν
είχαν καμία θέση εκεί!
Όλες οι μεγάλες ‘’εικόνες’’ μιας
εποχής, αυτή του ανθρώπου-μικρόκοσμου, αυτή του καθρέπτη, αυτή της Εκκλησίας
–σώμα μυστικό-, αυτή της κοινωνίας-σώμα οργανικό, όλες οι συμβολικές
αναπαραστάσεις της κοινωνικής ιεραρχίας, ρούχα, οικόσημα, και της πολιτικής
οργάνωσης, συμβολικά αντικείμενα της εξουσίας, σημαίες και λάβαρα, τελετουργίες
χρίσης(από το χρίω), όλο αυτό το μεγάλο corpus εικόνων επανεμφανίζει σε
εξωτερικά σημάδια τις βαθιές εικόνες, λιγότερο ή περισσότερο περίπλοκες,
ανάλογα με την κοινωνική κατάσταση και το πολιτιστικό επίπεδο του νοητικού
σύμπαντος των ανδρών και των γυναικών της συγκεκριμένης εποχής, που
συγκεντρώνονται στην κορύφωση του δράματος, στην αναστάσιμη κάθαρση.
Οι «Πάνω» εκείνης τη εποχής, που έχουν έρθει
στην Ελλάδα από τις παροικίες, κουβαλούν στη σκευή τους τις κοινωνικές τους
διαστρωματώσεις και συνήθειες: «Η κλίμακα της παροικιακής διαστρωματικής
σύνθεσης άρχιζε από τον μεγαλοτσιφλικά-μεγαλέμπορα, το βιομήχανο και τραπεζίτη
και κατέληγε στο μικρομπακάλη», γράφει ο Νίκος Ψυρούκης. Πάντως, ο πάροικος του
19ου αιώνα ήταν ένας πολυμορφικός αστός (έμπορος, μεσίτης, τραπεζίτης,
τσιφλικάς, ακόμα και παραγωγός-βιομήχανος συγχρόνως), ο οποίος «πηγαίνει στην
Ανατολή σαν χρυσοθήρας και λαγωνικό της αποικιοκρατίας. Όμως πιστεύει ότι με τη
δράση του αυτή δίνει «τα φώτα του και τις γνώσεις του σε καθυστερημένους
λαούς». Τα ίδια έλεγε και ο Κ. Καραπάνος σε ομιλία του στην Κωνσταντινούπολη.
«Για τον πάροικο η Μεγάλη Ιδέα ήταν λιγότερο συνδεδεμένη με την απελευθέρωση
και περισσότερο με την επέκταση του ελληνισμού(σ.σ. του ελληνοορθόδοξου
χριστιανικού πνεύματος) στα πέρατα της Γης». «…Η ανάγκη της προβολής και της
επιβολής της παροικιακής ιδεολογίας για ‘’το μεγάλο ιστορικό προορισμό’’ της,
διαμόρφωνε καταλυτικά και τον ψυχισμό του πάροικου ‘’εθνικού ευεργέτη’’, που
τον έκανε να διαθέτει ένα μέρος της περιουσίας του για πολιτισμικά κοινωφελή
έργα στην Ελλάδα και στις παροικίες». Το 1873 έχουμε την οικονομική κρίση και
την αγορά γαιών. Το 1882 οι Άγγλοι καταλαμβάνουν την Αίγυπτο και αρχίζει η
περίοδος της αποικιοκρατίας. «Τώρα, εκεί που στάθμευαν αποικιακά στρατεύματα, ο
τελευταίος Άγγλος ή Γάλλος λοχίας ήταν κάτι παραπάνω από τον πάροικο τραπεζίτη,
μεγαλέμπορα, βιομήχανο…». Οι τελευταίοι
έρχονται στην Ελλάδα. «Από το 1876 –όπως γράφει ο Αλέξ. Αρ.
Οικονόμου-παρετηρείτο αθρόα συρροή εις τας Αθήνας των πλουτισάντων εις το
εξωτερικόν Ελλήνων. Εγκαθιστάμενοι εις την ελληνικήν πρωτεύουσαν έφερον μαζί
των συνηθείας ευκολιών, καλοπεράσεως… και επεδείκνυον περιφρόνησιν προς τον
απλούν, τον «νοικοκυρίστικον» τρόπον ζωής των εγχωρίων. Ανταπέδιδον εις αυτούς
την υπεροπτικήν συμπεριφοράν των ξένων προς τους εαυτούς των όταν ζαρωμένοι
διέμενον εις τον τόπον εκείνων».
Ο Κ. Καβάφης και ο Γ. Σκληρός
διαφοροποιούνται από την παροικιακή ιδεολογία του «ξένου», του «μικρού λευκού»
που θέλει να γίνει «μεγάλος», δηλαδή αφεντικό, εκεί όπου ήταν ένας απλός
μεσάζων. Γιατί από αυτή παροικιακή ιδεολογία οδηγείς ευθέως στην μετατροπή της
Ελλάδας σε Μεγάλη, δηλαδή σε Αποικιοκρατική Μητρόπολη. Αυτή είναι η Μεγάλη
Ιδέα. Λίγοι μόνο πάροικοι, όπως οι Καβάφης και Σκληρός στρέφονται κατά των
Βρετανών και υπέρ των αποικιοκρατούμενων «βαρβάρων».
Ιδού πως έβλεπαν τους εγχώριους
«κάτω» οι νεοεγκατεστημένοι «πάνω»: Ο σημερινός «κατώτερος λαός»(!) αντιστοιχεί
στους αρχαίους δούλους που έχοντας δικαιώματα μπορούν να θεωρηθούν «ως
αποτελούντες μίαν τάξην», λέει ο Κ. Καραπάνος, τσιφλικάς, χρηματιστής,
διπλωμάτης, πολιτικός, αρχαιολόγος (ανέσκαψε την Δωδώνη).
Αλλά αν ο Καραπάνος και οι
πάροικοι «πάνω» βλέπουν τους ελλαδίτες «κάτω» ως δούλους, το «βλέμμα» των
κατοίκων της παλαιάς Ελλάδας για τους Έλληνες των νέων χωρών, που
απελευθερώθηκαν μετά το 1881 και τους βαλκανικούς πολέμους, δεν είναι καλύτερο.
Δεν τους θεωρούν «καθ’ ολοκληρίαν Έλληνες»! Όπως δε περιγράφει ο ειδικός
ανταποκριτής «Ζ.» της εφημερίδας «Μη Χάνεσαι» το Σεπτέμβριο του 1881 από την
Άρτα: «… Εάν ήσο ενταύθα θα επίστευες ότι είσαι ακόμη εις χώραν τουρκικήν. Με
απογοητεύει εντελώς ο ηπειρωτικός του λαλείν ιδιωτισμός. Η φουστανέλα και το
φέσι, η κάπα και ο κεκρύφαλος. Και –Θεέ μου!- τι άκομψος ενδυμασία!...». Το
απόσπασμα της ανταπόκρισης καθιστά σαφές ότι η ενδυμασία, η στάση του σώματος,
οι χειρονομίες, η έκφραση του προσώπου, ολόκληρη η εξωτερική συμπεριφορά των
Αρτινών αντιστοιχούσε στη συμβολική τάξη των Τούρκων και όχι των Ελλήνων! Ως
γνωστόν, το πώς κάθεται(η οκλαδόν ανθρωπότητα), το πώς κοιμάται(οι Μασάι κοιμούνται
όρθιοι), πως τρώει και αφοδεύει, πως χειρονομεί, πως μιλάει και πλένεται
κανείς, όλα συνιστούν την «έκφραση του ανθρώπου στο σύνολό του», όλα είναι
πολιτισμικές, τουτέστιν κοινωνικές και ιστορικές λειτουργίες, οι οποίες
συστήνουν το πολιτιστικό κεφάλαιο των ανθρώπων, τη συμβολική τους ταυτότητα.
Συνεπώς και η πολιτιστική διαδικασία, που είναι η ενσωμάτωση των κοινωνικών
περιορισμών και κανόνων από ένα άτομο, έχει μία ιστορία, έχει σχέση με την έξη,
με την καθημερινότητα, με τον τρόπο που «βλέπει» τα πράγματα και βιώνει τις
καταστάσεις μέσω μίας ιδεολογίας, δηλαδή από την οπτική γωνία θέασης του κόσμου
και του κόσμου του. Γι' αυτό, μέσα από τα εξομαλυντικά γάγγλια της συμβολικής
τάξης και της συνήθειας, καθώς και μέσω της μετάθεσης, ό,τι επιβάλλεται από την
εξουσία δεν εισπράττεται ως ωμή βία.
Η μετάθεση της καταπίεσης προς τα
κάτω είναι σημαντικός μηχανισμός διατήρησης της εξουσιαστικής ιεράρχησης της
κοινωνίας. Δεν είναι τυχαίο ότι οι συμφοιτητές του Βιζυηνού στην Αθήνα
διασκέδαζαν με τη θρακιώτικη προφορά του. Τον έλεγαν «ξενομερίτη» και
«τουρκομερίτη». Ήταν ραγιάς στην Κωνσταντινούπολη και «τουρκόσπορος» στην
Αθήνα. Στη σατιρική εφημερίδα «Μη χάνεσαι» ο έκδηλος φθόνος για το χωριατόπαιδο
της Βιζύης, που κατόρθωσε να εισχωρήσει στα ευρωπαϊκά σαλόνια, γίνεται
εμπάθεια. Το 1882 η ίδια εφημερίδα αποκαλεί τον Βιζυηνό «καραγκιόζη των
σαλονίων». Ο Σουρής θα τον αποκαλέσει «ο κορόϊδος» από το «Κόδρος». Ο Βιζυηνός
δεν εντάσσεται, δεν γίνεται Αθηναίος, αλλά ανταπαντά βρίζοντας «τους
μυιοχάφτηδες της Αθήνας». Αλλά και ο Μαρίνος Αντύπας θα χαστουκίσει τον
βουλευτή γιό του Σλήμαν (στου Ζαχαράτου), γιατί η γυναίκα του τελευταίου τον
χαρακτήρισε «λούμπεν»! «Ο Γ.Β(ιζυηνός) είναι γεννημένος δια να παίξη τοιούτον
ρόλο επαίτου» γράφει η εφημερίδα, συνεχίζοντας πως δεν τα γράφει αυτά «προς
εξευτελισμόν του» αλλά για να καταγράψει «όλα τα αποκτηνούντα στάδια, του
υπηρέτου παντοπωλείου, του ψάλτου, του ράπτου, του παπαδοπαίδου, του
ιεροσπουδαστού, και αναρπαγείς αιφνιδίως εκ των στρωμάτων της καταγωγής του δια
χειρός του κ. Ζαρίφη… διέσωσεν αμόλυντα τα κεφάλαια της χυδαιότητας… περιέφερεν
τα κεφάλαια αυτά του παιδός παντοπώλου…». Αυτά σημειώνει ο Βλάσης Γαβριηλίδης,
ένας εξ εκείνων που θεωρούνταν προοδευτικός για την εποχή! Έτσι, αντιλαμβάνεται
κανείς τι σήμαινε να είσαι «υπηρέτης παντοπώλου». Χειρότερα κι από κτήνος! Κι
αυτό όχι από έναν που ανήκε στους «πάνω». Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μαρίνος
Αντύπας επιχείρησε αρχικά να οργανώσει τους «υπηρέτες».
Η σύγκρουση παλαιοελλαδιτών και
ξενομεριτών είναι σφοδρή. Τελικά λειτουργεί ένα ιδιότυπο ντόμινο απαξίωσης,
καθώς οι Αθηναίοι θα αποκαλέσουν τους Θεσσαλούς και Αρτινούς «τουρκόσπορους»
και οι Αρτινοί(οι πολίτες –οι άνθρωποι της πόλης, όλοι τους λειτουργοί του
πελατειακού παρα-κράτους) θα αποκαλούν τους χωρικούς, τσιπλάκηδες(αβράκωτους) ή
«λασπιάδες». Έτσι, με μία συνεχή κοινωνική μετάθεση, το πνεύμα της εξουσίας
διατρέχει ολόκληρη την κοινωνία, καθώς ο καθένας έχει τους «κάτω» του για να
αντλεί κύρος εξωτερικό και εσωτερική ικανοποίηση από την όποια εξουσία ή
μικροεξουσία του. Για να επιβεβαιώνεται ο Τολστόι, που έλεγε ότι οι «κάτω» δεν
εξεγείρονται γιατί σκέφτονται όπως τα αφεντικά τους.
*Απόσπασμα από το βιβλίο "Το
ματωμένο θέρος του 1882"