γράφει
ο Παντελής Μπουκάλας
Κάποτε
το επώνυμό τους ηχούσε στ’ αυτιά μας σαν ελληνικά επώνυμα στ’ αυτιά Αμερικανών:
μακρυνάρια-γλωσσοδέτες, τρισέγγονα των υπερπολυσύλλαβων λέξεων που έπλαθε ο
Αριστοφάνης για να διασκεδάζει το κοινό του. Τώρα το λέμε όλοι εύκολα. Ακόμα
και κάποιοι ακροδεξιοί της εθνοπρεπούς δημοκοπίας που, δυσκολεμένοι από την
ανακάλυψη ότι τυγχάνουν παιδιόθεν κεντρώοι, έστω καρατζαφερογενείς, παρίσταναν
ότι δεν καλοθυμούνται. Ελληνόηχοι αυτοί, υποκρίνονταν ότι αδυνατούν να
υποτάξουν στη «σοφή ελληνική γλώσσα» ήχους βάρβαρους, αφρικάνικους: «Ο
Ακενοτούμπο, που γεννήθηκε κάπου στην Αφρική…».
Καιρό
μετά, ο κ. Αδωνις Γεωργιάδης επέμενε πως ήταν ένα απλό σαρδάμ. Σαρδάμ ο
διδάσκαλος της ρητορικής; Αδύνατον. Το φάντασμα του Φρόιντ θα του ψιθύριζε ότι
και τα σαρδάμ κάτι έχουν να πουν. Να, πως όταν το υποσυνείδητό σου ονομάζει
έναν άνθρωπο και σφηνώνει στο επώνυμό του τη λέξη «κενό», και μάλιστα αμέσως
μετά το στερητικό α, για να προσθέσει στο τέλος και μια τούμπα, λέξη που
συνήθως τη λέμε υποτιμητικά (Α + κενο + τούμπο), τότε το σαρδαμάκι σου
αποκαλύπτει πολλά. Ιδίως αν συνοδεύεται από ένα κατάφωρο ψεύδος: «γεννήθηκε
κάπου στην Αφρική». Αλλά ο Γιάννης Αντετοκούνμπο γεννήθηκε κάπου στην Αθήνα.
Στα Σεπόλια. Κι ο Θανάσης κι ο Κώστας κι ο Αλεξ. Μόνο ο μεγαλύτερος αδερφός, ο
Φράνσις, μουσικός αυτός, γεννήθηκε στη Νιγηρία.
Ολοι
στο Αντετοκουνμπαίικο έχουν μεγάλη καρδιά. Και ο μακαρίτης ο πατέρας τους, ο
Τσαρλς, και η μάνα τους η Βερόνικα και τα πέντε παιδιά. Δεν ξεχνούν, ξέρουν τι
οφείλουν και πού, τι τους πίκρανε και ποιοι. Αλλά ξέρουν και τι να κρατάνε από
τη ζωή και τι να προσπερνούν. Το είπε με τον δικό του τρόπο στον Αιμίλιο Χαρμπή
ο Μπέρνι Γκόλντμαν, παραγωγός της ταινίας «Ανοδος: Η ιστορία των Αντετοκούνμπο»
(«Κ», 29.6.2022): «Η αλήθεια είναι ότι τους συνέβησαν πολύ χειρότερα πράγματα
από αυτά που δείχνουμε στην ταινία. Και όμως δεν το έβαλαν κάτω. Δεν
κατηγόρησαν κανέναν. Δεν σπατάλησαν τον χρόνο ή την ενέργειά τους στο μίσος και
στον θυμό».
«Τα
113 λεπτά της σχετικά οικονομικής παραγωγής αποτυπώνουν χωρίς υπερβολές αλλά
ελαφρώς ωραιοποιημένα τη διαδρομή των γονιών του Γιάννη, της Βερόνικας και του
συγχωρεμένου Τσαρλς, από το Λάγος της Νιγηρίας στην Αθήνα», έγραψε ο Αντώνης
Καλκαβούρας στην αθλητική ιστοσελίδα «gazzetta», την επομένη της επίσημης
πρεμιέρας της ταινίας, που έγινε, πού αλλού, στα ανοιχτά γηπεδάκια μπάσκετ του
Τρίτωνα στα Σεπόλια. Πιθανότατα είναι στρογγυλεμένα τα κινηματογραφικά λόγια
που απευθύνει στους γιους ο πατέρας: «Οι ρατσιστές είναι αδαείς, παιδιά μου.
Μην ανησυχείτε, είμαστε σε μια χώρα που μας έδωσε δωρεάν παιδεία και δουλειά.
Ολα τα υπόλοιπα θα τα βρούμε». Κι ωστόσο, αυτό είναι το ζουμί.
Για
το πώς βρήκαν κάποια από τα υπόλοιπα είναι χαρακτηριστικά όσα είπε προ
πενταετίας στην ισραηλινή ιστοσελίδα «walla» ο Γιάννης για τον Σοφοκλή
Σχορτσανίτη: «Ο Σόφο μού έδωσε πολλά και μου έμαθε πολλά. Οταν ήμουν 15,
δούλεψα μαζί του στη διάρκεια του καλοκαιριού. Εγώ τότε δεν ήμουν τίποτα και
εκείνος ήταν στην κορυφή. Με είδε στον δρόμο. Ο μεγάλος αδερφός μου βρήκε τρόπο
να επικοινωνήσει μαζί του και μας βοήθησε να καταλάβουμε τι χρειαζόμαστε, ώστε
να παίξουμε μπάσκετ σε επαγγελματικό επίπεδο. Βοήθησε εμένα και την οικογένειά
μου. Δεν τον ένοιαζε τίποτα. Μας είπε μονάχα ότι από τη στιγμή που θέλουμε να
παίξουμε μπάσκετ, εκείνος θα μας βοηθήσει. Δεν ζήτησε ποτέ κάποιο αντάλλαγμα».
Το
μόνο αντάλλαγμα για τον Σοφοκλή, ανεκτίμητης αξίας, ήταν να βλέπει να προκόβουν
παιδιά που η Ελλάδα και οι Ελληνες, κάποια Ελλάδα και κάποιοι Ελληνες,
δυσκόλεψαν τη ζωή τους πολύ περισσότερο απ’ όσο είχαν δυσκολέψει τη δική του. Γιατί
ο Σόφο είχε την ασπίδα που του πρόσφερε το γεγονός ότι ο πατέρας του ήταν
Ελληνας. Μόνο που η ασπίδα αυτή ήταν διάτρητη, όπως ξέρει και ο Πυργιώτης
επικοντιστής μας Εμμανουήλ Καραλής, που η μάνα του είναι από την Ουγκάντα. Οπως
το ξέρουν όλα τα μαύρα Ελληνάκια που πήραν το χρώμα της επιδερμίδας ενός από
τους γονείς τους ή είναι υιοθετημένα: «σκατάκια», έτσι τα βρίζουν εν χορώ τα
λίγο μεγαλύτερά τους που πηγαίνουν δημοτικό σε κτίριο διπλανό του δικού τους.
Η
«κάποια Ελλάδα» που έγραψα λίγο πριν είναι η Ελλάδα της βάσης, με τους
ρατσιστές και τους ξενηλάτες της, που το ποσοστό τους ξεπερνάει το υψηλότερο
ποσοστό που πήρε ποτέ η νεοναζιστική Χρυσή Αυγή. Είναι όμως και η Ελλάδα της
κορυφής, η επίσημη, η στενόκαρδη και στενόμυαλη. Η Ελλάδα της «μηδενικής ανοχής»,
που βάζει χίλια μύρια εμπόδια στη ζωή των μεταναστών και των προσφύγων, για να
τους ωθήσει να φύγουν μια ώρα αρχύτερα, κι ας τους έχει η ίδια ανάγκη όσο την
έχουν κι εκείνοι. Στήνει παγίδες στις απελπιστικά χρονοβόρες διαδικασίες
χορήγησης ασύλου και δεν δίνει άδεια παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους ούτε
καν σε ασυνόδευτα προσφυγόπουλα. Κι όταν δει ότι κάποιοι μετανάστες αρχίζουν να
ενσωματώνονται, όπως στον Ελαιώνα, τους μεταφέρει αλλού, εκτός κοινωνικού
ιστού, αδιαφορώντας για τα παιδιά τους. Που μόλις άρχισαν να νιώθουν σχετικά
καλά σε κάποιο σχολείο, πρέπει να δοκιμαστούν και πάλι στις άγνωστες συνθήκες
ενός άλλου.
Είναι
πιθανό το προσφυγόπουλο από την Περσία που «θήτευσε» στη Μόρια και αρίστευσε
στις Πανελλαδικές, ο Κουρός (Κύρος δηλαδή, όπως εξήγησε ο ίδιος) Νουρμοχαμαντί
Μπαϊγκί να γίνει δεκτός στο Μέγαρο Μαξίμου, οπότε θα έχει την ευκαιρία να πει
και στον πρωθυπουργό ό,τι είπε σε συνέντευξή του, πως δηλαδή «οι πιο πολλοί
πρόσφυγες δεν μπορούν να μπουν στο δημόσιο σχολείο. Αν τα καταφέρουν, η τοπική
κοινωνία τούς αποδέχεται». Οπως έγιναν δεκτοί κάποια στιγμή και οι
Αντετοκούνμπο. Οπως έγινε ένας άλλος αριστούχος μαθητής, του λυκείου του Αγίου
Δημητρίου, ο Σαϊντού Καμαρά από τη Γουινέα, που κινδύνευε με απέλαση. Οπως ΔΕΝ
έγινε δεκτός, γιατί πόσες φωτογραφίες φιλόξενης πόζας να βγάλεις πια, ένας
άλλος μαθητής από τη Γουινέα, του Πυθαγορείου Λυκείου της Σάμου αυτός. Ο
Βαφίνγκ Σισέ. Εφτασε στην Ελλάδα ασυνόδευτος και τώρα που ενηλικιώθηκε,
«απέλαση». Διότι, «ο νόμος είναι νόμος». Ο νόμος του 2021.
Υπάρχουν
όμως και πολλά προσφυγόπουλα και μεταναστόπουλα που δεν κατάφεραν ποτέ να
πατήσουν το χώμα της Ελλάδας. Το προσπάθησαν, «απωθήθηκαν» όμως. Το ρήμα
«απωθώ» είναι βαναυσότητας σημαντικό, δεν γίνεται να το φτιασιδώσουμε. Οπως δεν
γίνεται να μη δούμε κατάματα όσα αποκαλύφθηκαν έπειτα από πολύμηνη
δημοσιογραφική έρευνα πέντε ευρωπαϊκών μέσων ενημέρωσης (Guardian, Le Monde,
Der Spiegel, ARD Report München και Lighthouse Reports). Οτι δηλαδή η Ελληνική
Αστυνομία εκβιάζει πρόσφυγες να απωθούν βιαιότατα πίσω στην Τουρκία μετανάστες,
με το δέλεαρ ότι οι ίδιοι θα γλιτώσουν την απέλαση. Αν τόσο σοβαρά ΜΜΕ «παίζουν
το παιχνίδι του Ερντογάν», μήπως να πάψουμε τουλάχιστον να διαλαλούμε
αυτοϋπνωτιζόμενοι πως χάρη στη σπουδαία εξωτερική πολιτική μας καταφέραμε να «απομονώσουμε»
τον Τούρκο πρόεδρο;