γράφει ο Γιώργος Καρελιάς
Οι άνθρωποι της εξουσίας, με
πρώτους τους πρωθυπουργούς, συνήθως δεν γνωρίζουν τι συμβαίνει στην πραγματική
ζωή. Δεν κυκλοφορούν στους δρόμους, δεν μπαίνουν σε μέσα μεταφοράς, δεν
ασχολούνται οι ίδιοι με το αυτοκίνητό τους, δεν οδηγούν οι ίδιοι, δεν πάνε στο
σούπερ μάρκετ (πιθανότατα δεν πάνε ούτε οι γυναίκες και τα παιδιά τους).
Αυτός ο «κανόνας» έχει γενική ισχύ, δεν αφορά
μόνο το σημερινό πρωθυπουργό. Γι’ αυτό, αν θέλουν να έχουν πραγματική εικόνα
για το συμβαίνει εκεί έξω, πρέπει να έχουν καλούς συνεργάτες, οι οποίοι θα τους
μεταφέρουν την αλήθεια. Και δεν θα αρκούνται στην εξωραϊσμένη εικόνα, που τους
δίνουν τα στατιστικά στοιχεία και τα σόου των υπουργών, που φωτογραφίζονται στα
ράφια των καταστημάτων.
Αφορμή για όλα αυτά μας έδωσε μια
φράση του Κυριάκου Μητσοτάκη, που θέλησε σε μια κομματική περιοδεία να
εκθειάσει το περίφημο καλάθι του νοικοκυριού. «Το καλάθι-είπε- δεν αφορά τους
αριστερούς του χαβιαριού, όπως τους αποκαλούν στη Γαλλία ή τους σοσιαλιστές της
σαμπάνιας, όπως τους αποκαλούν στη Γερμανία».
Υπάρχουν «αριστεροί του χαβιαριού» και
«σοσιαλιστές της σαμπάνιας»; Φυσικά. Και, φαντάζομαι, ο κ. Μητσοτάκης δεν θα
διεκδικούσε μόνο για δεξιούς αυτό το προνόμιο. Ασφαλώς γνωρίζει στον κύκλο του
εραστές της σαμπάνιας και του χαβιαριού, που δεν είναι μόνο αριστεροί και
σοσιαλιστές.
Αλλά ας τους αφήσει αυτούς, τους οποίους
πράγματι δεν αφορά το περίφημο καλάθι. Και ας κάνει ο κ. Μητσοτάκης κάτι πολύ
απλό. Ας ζητήσει από κάποιον συνεργάτη του να του φέρει μια πραγματική λίστα
(όχι…υποκλοπών, αλλά) προϊόντων, που χρησιμοποιεί κάθε οικογένεια(αριστερή,
σοσιαλιστική ή δεξιά) και ας συγκρίνει τις τιμές. Τις σημερινές με τις περσινές
ή και με τις πριν από λίγους μήνες.
Και για να μη δυσκολευθεί πολύ, ας αρχίσει από
κάτι πολύ απλό: ας ζητήσει να τους πουν πόσο έχουν ακριβύνει οι τροφές για τον
Πίνατ, το σκύλο του Μαξίμου. Και τότε να πάει μια βόλτα σε μια γειτονιά της
Αθήνας και να ρωτήσει όσους ταίζουν αδέσποτα ζώα, για να του πουν για πόσο
ακόμη θα καταφέρνουν να το κάνουν με το ρυθμό που αυξάνονται οι τιμές των
ζωοτροφών.
Ας
κάνει αυτήν την απλή κίνηση. Γιατί αν κάνει κάτι πιο δύσκολο-για
παράδειγμα να πάει σε μια αγροτική μονάδα
και να ρωτήσει τους αγρότες και κτηνοτρόφους πώς τα καταφέρνουν με το
κόστος παραγωγής-θα φύγει τρέχοντας. Και δεν θα μπορεί κανένα υπουργικό σόου να
τον εξαπατήσει.
Αρκετά χρόνια πριν, όταν ήταν απλός βουλευτής,
ο κ. Μητσοτάκης είχε ερωτηθεί αν θα μπορούσε να ζήσει με 800 ευρώ (τόσο ήταν
τότε ο βασικός μισθός) και είχε απαντήσει με ειλικρίνεια ότι ούτε είχε ζήσει
ούτε θα μπορούσε να ζήσει με αυτό το
ποσό.
Καιρός, λοιπόν, να τον πληροφορήσουν ότι,
ύστερα από τέσσερα χρόνια που ασκεί τη διακυβέρνηση, υπάρχουν άνθρωποι που ζουν
με πολύ λιγότερα. Ο κατώτατος (καθαρός) μισθός, με τον οποίο συνήθως ζουν οι
νέοι, είναι κάτω από 700 ευρώ.
Μόλις το μάθει, καλό είναι να ρωτήσει πόσο
κοστίζει το ενοίκιο ενός μικρού σπιτιού στην Αθήνα. Και τότε θα καταλάβει ότι
ένα νέο ζευγάρι, που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό, δεν μπορεί να νοικιάσει
σπίτι, διότι δεν θα μπορεί ούτε να πληρώνει τους λογαριασμούς ούτε να τρώει
στοιχειωδώς καλά.
Προλαβαίνω την ένσταση του καλόπιστου
αναγνώστη. «Μα όλα αυτά πάντα έτσι δεν ήταν, επί Μητσοτάκη έγιναν;». Σε γενικές
γραμμές έτσι ήταν. Αλλά τώρα τα πράγματα χειροτερεύουν, αφού το κόστος ζωής
μήνα με το μήνα τραβάει την ανηφόρα. Και, φυσικά, δεν είναι αυτό που αποτυπώνει
ο επίσημος πληθωρισμός.
Ποια είναι η διαφορά; Όταν συμβαίνουν αυτά, οι
πολίτες που δυσκολεύονται (και οι δεξιοί…) θυμώνουν, όταν βλέπουν τους
υπουργούς να κάνουν σόου στα σούπερ μάρκετ και ακούνε τον πρωθυπουργό να τους
λέει για χαβιάρι και σαμπάνια. Καλό (για εκείνον…) θα ήταν να μη διαβάζει κάθε
εξυπνάδα που του γράφουν οι λογογράφοι του.
Διότι οι αριστεροί και οι σοσιαλιστές, που
αγοράζουν χαβιάρι και σαμπάνια, δεν σκοτίζονται για το «καλάθι», αλλά όλοι οι
άλλοι-και οι δεξιοί- μπορεί να μην αντέχουν να ακούνε τον πρωθυπουργό να
προκαλεί έτσι τη νοημοσύνη τους…