Στο κείμενό μας «Μαύρη ανάπτυξη»,
«Πράσινη Ανάπτυξη» ή Αποανάπτυξη; Υποστηρίζαμε ότι “Μέχρι τώρα, η οποιασδήποτε
μορφής «ανάπτυξη» πάει πάντα χέρι-χέρι με την αύξηση της κατανάλωσης πόρων και
ενέργειας. Και ενώ αυτό έχει γίνει κατανοητό από την πλειοψηφία των ανθρώπων
από την μέχρι τώρα κριτική του πεδίου της «μαύρης ανάπτυξης», από δω και πέρα
είναι αναγκαία και η κριτική της πρότασης της «πράσινης ανάπτυξης… Η πράσινη
ανάπτυξη και οι πράσινες τεχνολογίες θα έχουν ένα βραχυπρόθεσμα θετικό ισοζύγιο
για τη βιόσφαιρα και τα οικοσυστήματα. Θα τους δώσουν μια περιορισμένη χρονικά
«παράταση» της επιβίωσής τους. Δεν θα είναι μακροπρόθεσμη λύση, αφού και η
βιώσιμη πράσινη ανάπτυξη θα απαιτήσει επεκτάσεις πέρα από τις δυνατότητες του
πλανήτη, αν δεν έχουμε ταυτόχρονη μείωση της παραγωγής-κατανάλωσης, τουλάχιστον
σε κάποιους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας”.
H EE , μετά τις συμφωνίες του
Παρισιού και της Γλασκώβης για το κλίμα, αποφάσισε ότι η προστασία του κλίματος
μπορεί να επιτευχθεί από την αγορά, με επενδύσεις του «πράσινου» κεφαλαίου και
των «πράσινων» funds στην «πράσινη» τεχνολογία και τις εταιρείες του τομέα.
Μάλιστα στοιχειοθέτησε κανόνες και προδιαγραφές καθώς και μια κλίμακα
χαρακτηρισμού και σφραγίδας του βαθμού «πρασινοποίησης» αυτών των επενδύσεων.
Όμως, παρά την πράσινη σφραγίδα,
δισεκατομμύρια εισρέουν ακόμα σε ορυκτές μορφές ενέργειας.*
Η παραπάνω εικόνα δείχνει το
πράσινο βάψιμο από την ΕΕ στις γκρίζες επενδύσεις: Σε πολλά funds (αμοιβαία
κεφάλαια) «βιώσιμης» υποτίθεται ανάπτυξης, κρύβονται από πίσω όχι και τόσο
πράσινες και βιώσιμες εταιρείες.
Διαφημίζουν επενδύσεις σε
βιώσιμες πράσινες εταιρείες, αλλά σε πολλές περιπτώσεις επενδύουν στον άνθρακα,
το πετρέλαιο ή την αεροπορική βιομηχανία: σχεδόν το 48% όλων των κεφαλαίων στην
Ευρώπη που χαρακτηρίζονται ως ιδιαιτέρως βιώσιμα και πράσινα («Dark
Green»:"σκουρο-πράσινα") επενδύουν επίσης χρήματα εκεί που δεν μπορεί
να αναγνωρισθεί καμία οικολογική προστιθέμενη αξία.
Αυτή η απάτη με την πράσινη
σήμανση αφορά όλο και μεγαλύτερο αριθμό επενδυτών. Εξάλλου, οι «πράσινες»
επενδύσεις είναι πολιτικά επιθυμητές και ενθαρρύνονται. Σύμφωνα, για
παράδειγμα, με τον Ομοσπονδιακό Οργανισμό Περιβάλλοντος της Γερμανίας, οι
επενδυτές τοποθέτησαν 409 δισεκατομμύρια ευρώ σε βιώσιμα πράσινα funds το 2021
και ο όγκος αυτών των επενδύσεων έχει υπερδιπλασιαστεί από το 2019. Αλλά
προφανώς δεν είναι όλες αυτές οι τοποθετήσεις τόσο πράσινες όσο υπονοούν οι
πάροχοί τους στη διαφήμισή τους.
Στο πλαίσιο του διεθνούς
προγράμματος μέσων ενημέρωσης "Great Green Investment Investigation",
η γερμανική εφημερίδα Handelsblatt, μαζί με τις ολλανδικές πλατφόρμες Follow
the Money και Investico και οκτώ ευρωπαϊκούς οίκους μέσων ενημέρωσης, αξιολόγησαν
περισσότερα από 800 αμοιβαία τέτοια κεφάλαια που χαρακτηρίζονται ως πράσινα,
συμπεριλαμβανομένων 547 κεφαλαίων που είναι διαπραγματεύσιμα στη Γερμανία. Όλα
έχουν υποβληθεί στους αυστηρότερους οικολογικούς κανονισμούς της Επιτροπής της
ΕΕ και έτσι επιτρέπεται να πραγματοποιούν επενδύσεις μόνο σε φιλικά προς το
κλίμα επενδυτικά πλάνα.
Η έρευνα έδειξε ότι τα χρήματα
εισέρρευσαν όχι μόνο σε «ιδιαιτέρως βιώσιμες πράσινες εταιρείες», αλλά και στην
αεροπορική εταιρεία Lufthansa, την RWE-γερμανική πολυεθνική συμβατική εταιρεία
παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με εργοστάσια λιγνίτη, λιθάνθρακα, πυρηνικής
ενέργειας, φυσικού αερίου και το υγροποιημένου φυσικού αερίου μεταξύ των
συμβατικών πηγών ενέργειας στο χαρτοφυλάκιο της, πλάι στις εγκαταστάσεις ΒΑΠΕ-
και τη Rusal, μια εταιρεία παραγωγής αλουμινίου και άνθρακα από τη Ρωσία.
Οι συμβατικές και μη πράσινες
εγκαταστάσεις ή δραστηριότητές τους δεν μπορούν με κανένα τρόπο να έχουν τον
χαρακτηρισμό «πράσινες. Η πιο γνωστή περίπτωση μιας τέτοιας κατηγορίας είναι η
θυγατρική της Deutsche Bank, η DWS. Το γραφείο του εισαγγελέα διεξάγει επί του
παρόντος έρευνα σε αυτήν.
«Πράσινο ξέπλυμα» (greenwashing)
Κάποιοι σύμβουλοι επενδύσεων
υποψιάζονται «πράσινο ξέπλυμα»: "Ειλικρινά, όταν βλέπω ποια κεφάλαια είναι
ξαφνικά βιώσιμα και ποια δεν ήταν βιώσιμα πριν, έχω την αίσθηση . . . ότι αυτή
η σφραγίδα της βιωσιμότητας μπαίνει τώρα σε όλα", λέει η Sabine Thelen
(όνομα αλλαγμένο). Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι αυτό συνέβαινε πραγματικά.
Παρ' όλα αυτά, η Thelen πρέπει να πουλήσει τα κεφάλαια.
Η Helga Franke (όνομα αλλαγμένο)
αγωνίζεται επίσης με τη δουλειά της. Με διπλωματικό τρόπο, η ειδικός
ταμιευτηρίων λέει: "Το βλέπω ως μεγάλη πρόκληση να μην παρασυρθούμε στο
greenwashing"
Οι δηλώσεις των συμβούλων
προέρχονται από μια μελέτη που διεξήχθη από το Πανεπιστήμιο του Kassel. Η Έδρα
Βιώσιμης Χρηματοδότησης θέλησε να διαπιστώσει πώς λειτουργεί στην πράξη η
παγκοσμίως διακηρυγμένη «πράσινη μεγα-στροφή» στις χρηματοοικονομικές
επενδύσεις. Το συμπέρασμα: άσχημα, πολύ άσχημα!
Η απάτη με την σήμανση
Σχεδόν τα μισά από τα εξεταζόμενα
κεφάλαια επενδύουν στο πετρέλαιο, τον άνθρακα και τις αερομεταφορές, και
συνεπώς σε τομείς της οικονομίας που βλάπτουν το κλίμα. Για τα κεφάλαια που
είναι διαθέσιμα στη Γερμανία, το εν λόγω ποσό ανέρχεται σε περίπου πέντε
δισεκατομμύρια ευρώ - σε ολόκληρη την Ευρώπη είναι 8,5 δισεκατομμύρια ευρώ, τα
οποία, σε αντίθεση με ό,τι διαφημίζεται, δεν εισρέουν σε οικολογικές εταιρείες.
Αυτό ακριβώς δεν θα έπρεπε να
γίνεται. Αφού η αγορά των βιώσιμων επενδύσεων ήταν μια ζούγκλα γεμάτη με λέξεις
μάρκετινγκ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε τον περασμένο Μάιο έναν κανονισμό για
την ταξινόμηση των αμοιβαίων κεφαλαίων ανάλογα με τη βιωσιμότητά τους.
Τον υψηλότερο βαθμό καθαρότητας
έχουν τα κεφάλαια της κατηγορίας του "Άρθρου 9"1, η οποία
περιλαμβάνει τα περισσότερα από τα 800 αμοιβαία κεφάλαια που αξιολογήθηκαν σε
αυτή τη μελέτη. Συνεπώς, οι επενδύσεις σε βιομηχανίες που βλάπτουν το κλίμα,
όπως οι αερομεταφορές ή η ηλεκτροπαραγωγή με καύση άνθρακα, θα έπρεπε να
αποτελούν ταμπού.
Δεν γίνονται σχεδόν καθόλου
έλεγχοι από τις εποπτικές αρχές
Οι πάροχοι αμοιβαίων κεφαλαίων
μπορούν να καθορίσουν οι ίδιοι πόσο βιώσιμοι είναι. Και ο πειρασμός να
παρουσιαστεί κανείς όσο το δυνατόν πιο βιώσιμος είναι μεγάλος. Οι έλεγχοι για
την ταξινόμηση αυτών των funds από τις εποπτικές αρχές δεν πραγματοποιούνται
σχεδόν ποτέ. Ο κανονισμός της ΕΕ δεν προβλέπει καν κυρώσεις. Η Ευρωπαϊκή
Επιτροπή εξήγησε ότι πρόκειται για έναν σχετικά πρόσφατο κανονισμό. Ως εκ
τούτου, ήταν πολύ νωρίς για να εξαχθούν συμπεράσματα και παραρέπεμψε στις
εθνικές εποπτικές αρχές.
Εκπρόσωπος της Γερμανικής
Ομοσπονδιακής Αρχής Χρηματοοικονομικής Εποπτείας (Bafin) εξηγεί απαντώντας σε
σχετική ερώτηση: "Δεδομένου ότι ο κανονισμός περιλαμβάνει εκτός από τους
περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς στόχους, αυτό θα μπορούσε να σημαίνει τελικά
ότι οι επενδύσεις δεν είναι απαραίτητο να είναι φιλικές προς το κλίμα"
Η αρχή ελέγχει εάν οι πάροχοι
συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις διαφάνειας και τους αντίστοιχους όρους
επένδυσης. "Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, μπορεί ιδίως να διαταχθεί
αντίστοιχη προσαρμογή των προσυμβατικών πληροφοριών ή του ενημερωτικού δελτίου
πώλησης. "
Για τις ανάγκες της έρευνας, το
Follow The Money και η Investico συγκέντρωσαν την πλειονότητα των επενδυτικών
κεφαλαίων που διαπραγματεύονται στην Ευρώπη και αυτοαποκαλούνται κεφάλαια του
άρθρου 9.
Η πλειονότητα επενδύεται σε
ορυκτές πηγές ενέργειας και αεροπορικές μεταφορές
Σε ένα δεύτερο βήμα, συνέκριναν
τις επενδύσεις των «μαυροπράσινων» funds με στοιχεία από την περιβαλλοντική
οργάνωση Urgewald και την Πρωτοβουλία για τα Ομόλογα για το Κλίμα (CBI), μια
εταιρεία χρηματοοικονομικών ερευνών με έδρα το Λονδίνο. Η Urgewald και το CBI
κατηγοριοποιούν το πόσο βιώσιμες είναι οι εταιρείες στη δική τους βάση
δεδομένων.
Για παράδειγμα, αναλύθηκαν 547
κεφάλαια του άρθρου 9 που διαχειρίζονται στη Γερμανία, στα οποία συνολικά
επενδύθηκαν περισσότερα από 272 δισεκατομμύρια ευρώ σε μετοχές και ομόλογα των
εταιρειών. Από αυτά, 260 επενδύουν επίσης τα χρήματά τους στην
"γκρίζα" παραγωγή ενέργειας και στις αεροπορικές εταιρείες, δηλαδή
σχεδόν το 48% και συνεπώς σχεδόν κάθε δεύτερο εξεταζόμενο fund.
Σε ορισμένα ακραία παραδείγματα,
τα funds επενδύουν συνολικά πάνω από το 40% του κεφαλαίου τους σε εταιρείες από
τη βιομηχανία πετρελαίου και άνθρακα και τις αερομεταφορές, ενώ κάποια άλλα
βέβαια επενδύουν λιγότερο από 2% στον ίδιο τομέα.
Ποια funds είναι
"καθαρά" τοποθετημένα - και ποια όχι
Η εξέταση των funds με βάση τον
όγκο τους δείχνει έτσι σοβαρές διαφορές στο ποσό των χρημάτων που επενδύονται
σε "γκρίζες" εταιρείες. Ορισμένα είναι ήδη καλά τοποθετημένα όσον
αφορά τις βιώσιμες πτυχές τους - σύμφωνα με την ανάλυση δεδομένων, τρία μεγάλα
funds καταφέρνουν να λειτουργούν εντελώς χωρίς τοποθετήσεις σε ορυκτές
επενδύσεις.
Από την άλλη πλευρά, άλλα απέχουν
πολύ από το στόχο της βιωσιμότητας, παρά τις διαβεβαιώσεις για το αντίθετο. Το Principal Global Sustainable Listed Infrastructure
fund (PGIM) και το Macquarie Sustainable Global Listed Infrastructure
fund, για παράδειγμα, έχουν τη λέξη
"sustainable" στην ονομασία τους. Ωστόσο,
πάνω από το 40% των κεφαλαίων τους βρίσκεται σε εταιρείες που
δραστηριοποιούνται στους κλάδους του πετρελαίου, του άνθρακα και των
αερομεταφορών.
Τα δύο μάλλον μικρότερα funds
ηγούνται της ποσοστιαίας σύγκρισης στη Γερμανία. Το PGIM αξίζει περίπου δέκα
εκατομμύρια ευρώ, τα κεφάλαια της Macquarie περίπου 35 εκατομμύρια. Ωστόσο, το
Blackrock Global Funds -New Energy Fund, ένας σημαντικός παίκτης της
χρηματοπιστωτικής αγοράς, βρέθηκε επίσης στην πρώτη πεντάδα των πιο
"βρώμικων" αμοιβαίων κεφαλαίων.
Από τα σχεδόν έξι δισεκατομμύρια
ευρώ, η Blackrock έχει τοποθετήσει 1,1 δισεκατομμύρια σε τέσσερις εταιρείες που
κερδίζουν επίσης χρήματα από τα ορυκτά καύσιμα. Η εν λόγω εταιρεία είναι
ηNexteraEnergy Inc. (384 εκατ. ευρώ), EnelSpa (323 εκατ. ευρώ), RWEAG (312
εκατ. ευρώ) και China Longyuan Power Group (82 εκατ. ευρώ).
Η γκρίζα ζώνη: μεταξύ άνθρακα και
αιολικής ενέργειας
Το παράδειγμα της Blackrock
δείχνει τη γκρίζα ζώνη στην οποία δραστηριοποιούνται οι εταιρείες. Αυτό που
είναι καθαρό ή γκρίζο μερικές φορές δεν είναι άμεσα ορατό. Η China Longyuan
Power Group είναι ένα τέτοιο παράδειγμα: η εταιρεία λειτουργεί σταθμούς
ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα και κερδίζει τα χρήματά της με αιολικές και
ηλιακές εγκαταστάσεις. Όπως και η κινεζική, η Nextera από την πολιτεία Φλόριντα
των ΗΠΑ δραστηριοποιείται στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας- ωστόσο, η
εταιρεία πραγματοποιεί επίσης γεωτρήσεις για φυσικό αέριο και λειτουργεί
αγωγούς.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, η Nextera
είναι η εταιρεία που έλαβε τα περισσότερα χρήματα από τα funds: 52 funds
επένδυσαν συνολικά περισσότερα από 1,2 δισεκατομμύρια ευρώ στη Φλόριντα. Ο δεύτερος
μεγαλύτερος αποδέκτης των κεφαλαίων των funds είναι η RWE AG, η ίδια η εταιρεία
που θέλει να εξορύξει τον λιγνίτη κάτω από το δάσος Hambach στη Βόρεια Ρηνανία
Βεστφαλία της Γερμανίας, κόντρα στην αντίσταση του τοπικού πληθυσμού. Πέντε
δήθεν πράσινα ταμεία επένδυσαν συνολικά 530 εκατομμύρια ευρώ στην RWE.
Στην τρίτη θέση βρέθηκε ο
ιταλικός προμηθευτής ενέργειας Enel, λίγο κάτω από μισό δισεκατομμύριο ευρώ.
Περισσότερα από 50 «μαυρο-πράσινα» funds θεώρησαν την Enel αρκετά πράσινη για
να επενδύσουν. Στο πλαίσιο αυτό, η ίδια η Enel παρουσιάζει το μερίδιο της
ενέργειας που παράγεται από "συμβατικές" πηγές, συμπεριλαμβανομένου
του πετρελαίου, του φυσικού αερίου, του άνθρακα και της πυρηνικής ενέργειας,
στο 42,5% το 2021.
Πολλοί επικριτές της κατάστασης
αυτής, όπως ο Dirk Rathjen, μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Institute for
Asset Accumulation (IVA), επικρίνουν τις ευρωπαϊκές προσπάθειες ρύθμισης. Λέει
ο Rathjen. "Ο ορισμός της βιωσιμότητας έχει χάσει εντελώς το στόχο"
Δεν αυξάνεται μόνο η αγορά,
αυξάνεται και η κατάχρηση. "Πολλές προσφορές δεν τηρούν αυτό που
υπόσχονται. Η διαφήμιση είναι συχνά νεφελώδης και αδιαφανής", λέει ο Nils
Nauhauser από το κέντρο συμβουλευτικής καταναλωτών της Βάδης-Βυρτεμβέργης. Ο καθένας
θα μπορούσε να περιγράψει τις επενδύσεις ως οικολογικές. Nauhauser: "Οι
όροι δεν προστατεύονται και στην περίπτωση ψευδών πληροφοριών δεν υπάρχει στην
πραγματικότητα απειλή κυρώσεων".
Αλλά η υπόθεση DWS συγκλονίζει
περισσότερο τον κλάδο: Η εταιρεία αμοιβαίων κεφαλαίων, η οποία ανήκει κατά
πλειοψηφία στην Deutsche Bank, αντιμετώπισε πρόβλημα ποινικού δικαίου λόγω
πιθανoύ "πράσινου ξεπλύματος". Εδώ και αρκετούς μήνες, η εισαγγελία
της Φρανκφούρτης διερευνά την αρχική υποψία για απάτη στις επενδύσεις κεφαλαίου
στο περιβάλλον της DWS. Στα τέλη Μαΐου του 2022, λοιπόν, έγινε επιδρομή στους
δίδυμους πύργους της Deutsche Bank και στα κεντρικά γραφεία της DWS.
Η εταιρεία αμοιβαίων κεφαλαίων
DWS είναι ύποπτη για συστηματική υπερεκτίμηση της δέσμευσής της στη βιωσιμότητα
και τις πράσινες επενδύσεις. Αυτό προκλήθηκε από τις δηλώσεις της πρώην
επικεφαλής του τμήματος βιωσιμότητας Desiree Fixler τον Αύγουστο του 2021. Η
Fixler είχε αποχωρήσει από την DWS λόγω διαφωνίας και είχε αρχικά απευθυνθεί
στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ (SEC) και στο Ομοσπονδιακό Γραφείο Ερευνών
των ΗΠΑ (FBI) με εσωτερικές πληροφορίες.
Οι Αμερικανοί ξεκίνησαν έρευνα,
αργότερα και οι Γερμανοί. Σύμφωνα με μια εκπρόσωπο, η εισαγγελία της
Φρανκφούρτης βρήκε ενδείξεις ότι "σε αντίθεση με τις πληροφορίες στα
ενημερωτικά δελτία πωλήσεων των αμοιβαίων κεφαλαίων της DWS, τα κριτήρια ESG2
ελήφθησαν στην πραγματικότητα υπόψη μόνο σε μια μειοψηφία των επενδύσεων".
Σε μεγάλο αριθμό συμμετοχών, οι απαιτήσεις αυτές αγνοήθηκαν. Κατά συνέπεια, η
DWS θα μπορούσε να είναι ένοχη για "απάτη με τα ενημερωτικά δελτία".
Η υπόθεση προκάλεσε αναστάτωση
στον κλάδο. Η αβεβαιότητα είναι μεγάλη, αναφέρει ο ποινικολόγος Markus Adick.
Προειδοποιεί: «Όποιος περιγράφει ένα αμοιβαίο κεφάλαιο στο ενημερωτικό δελτίο
ως ειδικά συμβατό με τα ESG κριτήρια πρέπει επίσης να διασφαλίζει ότι οι
πληροφορίες είναι σωστές». "Εξίσου προβληματικοί για τις εταιρείες είναι
και οι κίνδυνοι φήμης", λέει η Anahita Thoms, εμπειρογνώμονας σε θέματα
ESG και εταίρος της δικηγορικής εταιρείας Baker McKenzie.
Σταδιακά, οι κίνδυνοι φτάνουν
στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Η μεγάλη γαλλική τράπεζαBNPParibas, για
παράδειγμα, υποβάθμισε τελευταία τον αριθμό των funds του άρθρου 9 από 26 σε 8.
Άλλοι πάροχοι, όπως η Amundi, η Axa και η Blackrock, έχουν ήδη προσαρμόσει τον
αριθμό.
Θα είναι αυτό αρκετό για να
αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στις πράσινες επενδύσεις;
Ο Joost Schmets από την ένωση επενδυτών
European Investors λέει: "Υπάρχει ο κίνδυνος μια μεγάλη ομάδα επενδυτών
που συμπεριλαμβάνουν τη βιωσιμότητα στις επενδυτικές τους αποφάσεις να
απογοητευτούν και να χάσουν την πίστη τους σε μια βιώσιμη οικονομία".
Αλλά το πρόβλημα δεν αφορά μόνο
το γεγονός ότι γίνονται και «μαύρες» επενδύσεις από κεφάλαια που
χαρακτηρίζονται ως πράσινα και βιώσιμα. Γιατί και καθαρά «πράσινες» επενδύσεις
σε φαραωνικά έργα ΒΑΠΕ-όπως γίνεται π.χ. στα ελληνικά βουνά και περιοχές
Natura-έχουν μεγαλύτερο οικολογικό αποτύπωμα από αυτό που πάνε να μειώσουν. Οι
ΒΑΠΕ έχουν αρνητικό αποτύπωμα στη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής. Οι
διαφημιζόμενες και αδρά επιδοτούμενες «πράσινες» επενδύσεις επιδεινώνουν αντί
να βελτιώνουν τους δείκτες περιβαλλοντικής προστασίας.
Το τελικό μας συμπέρασμα: από τη
στιγμή που η απεξάρτηση από τους υδρογονάνθρακες και η αντιμετώπιση της
κλιματικής αλλαγής ανατέθηκε από τις κυβερνήσεις και τον ΟΗΕ στην αγορά, στην
«πράσινη ανάπτυξη», στις «πράσινες εταιρείες» και στο «πράσινο κεφάλαιο», που
έχουν στόχο τη μεγιστοποίηση των κερδών για τους επενδυτές κοροϊδεύοντας με την
«πράσινη ενέργεια», δεν μπορεί παρά να φθάσουμε γρηγορότερα -από ότι περίμεναν
οι επιστήμονες-στην κλιματική καταστροφή!
*Στοιχεία από την έρευνα της
γερμανικής εφημερίδας tagesspiegel
1. Άρθρο 9 - τα «βαθέως- πράσινα»
προϊόντα ή τα «προϊόντα αντίκτυπου»
Τα κεφάλαια που ταξινομούνται
σύμφωνα με το "άρθρο 9" είναι χρηματοοικονομικά προϊόντα με τα οποία
"επιδιώκεται μια βιώσιμη επένδυση". Μεταξύ άλλων, έχει καθιερωθεί η
απλουστευμένη δήλωση ότι επιδιώκεται ο αντίκτυπος της βιωσιμότητας ή ότι
επιδιώκεται ένας ρητός στόχος βιωσιμότητας. Στην τεχνική ορολογία, συχνά
αναφέρονται επίσης ως "βαθέως πράσινα" ή, σε ορισμένες περιπτώσεις,
ως "funds αντίκτυπου".
2. ESG: αρχικά για την Environmental, Social,
Governance: Περιβαλλοντική, κοινωνική, διακυβέρνηση- πράσινη, φιλική προς το
κλίμα, οικολογική διακυβέρνηση της ΕΕ.