Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2022

Πάνω από την Αρχαία Αγορά

 


γράφει η Αρχοντία Κάτσουρα

 

 

Μετρούσε τη ζωή με στιγμές. Οχι με γεγονότα μεγάλα, δεν υπήρξαν ποτέ μεγάλα συμβάντα στη ζωή. Ακόμη και αυτοί οι στόχοι που επιτεύχθηκαν -αν ήταν στόχοι και όχι μια προδιαγεγραμμένη πορεία κοινωνικών επιταγών, αναπόφευκτων αποφάσεων και λύσεων- δεν αρκούσαν για να τους εμφανίσει ως σημαντικά γεγονότα. Αλλά οι απώλειες… Αυτές ναι. Ακόμη και όταν ο πόνος περνούσε, όπως κάθε πληγή που επουλώνεται, ήταν κάτι που δεν μπορούσε να ξεχάσει. Οπως το χέρι ασυναίσθητα πάει κι αγγίζει την ουλή, και αυτό πυροδοτεί το ρίγος του τραύματος. Δεν είναι η ύπαρξη των νευρικών απολήξεων, ούτε η τραχύτητα του δέρματος που βρήκε τρόπο να καλύψει κάπως άκομψα το τραύμα. Είναι η μνήμη τού πριν - ή αυτού που νόμιζε πως υπήρχε πριν: ένα δέρμα απαλό και τρυφερό, που έφερνε στην αφή την αίσθηση μιας παιδικότητας, μιας αθωότητας σχεδόν βρεφικής. Μια ηλεκτρική κένωση δημιουργείται τότε και ό,τι υπήρξε, αλλά χάθηκε, ξυπνάει και διατρέχει την ιστορία του τραύματος. Κι ας είναι αυτό που τώρα το θυμίζει λίγο σουρωμένο και φουσκωμένο δέρμα, λίγες ρυτίδες γύρω από τα μάτια το βράδυ ή πρήξιμο το πρωί όταν ξυπνάς. Ή η επιδεινούμενη ξηροφθαλμία.

 

Ποιος έφταιξε, γιατί; Πώς συνέβησαν τα πράγματα και τι δεν κατάλαβες; Τι κρύβεται πίσω από κάθε λεπτομέρεια; Αυτό που ήταν; Αυτό που ήθελες να δεις, αλλά δεν ήταν; Αυτό που πήρες, αλλά δεν ζήτησες; Ή μήπως ζήτησες πολλά για το τίμημα που πλήρωσες;

 

Περπατούσε την πόλη μια άδεια μέρα. Κόσμος γύρω, αλλά η πόλη άψυχη. Λαμπιόνια και μουσικές και τραγούδια, κράχτες εορταστικού καταναλωτισμού ή απέλπιδας προσπάθειας να δοθεί νόημα στις μέρες ρουτίνας που προηγήθηκαν και σε αυτές που θα ακολουθήσουν.

Τουρίστριες, χειμώνα καιρό, με φτηνά μεταλλικά δάφνινα στεφάνια, απομιμήσεις χλαμύδας σε παρδαλά χρώματα μέσα από καπιτονέ μπουφάν και αθλητικά παπούτσια την προσπερνούσαν χασκογελώντας και μιλώντας δυνατά σε γλώσσες που δεν καταλάβαινε.

 

«Μα, αυτή δεν είναι η πόλη μου», έλεγε και ξανάλεγε. «Δεν μπορεί να είναι η πόλη μου». Ποια ήταν η πόλη της; Ηταν οι μεγάλες βόλτες στα Πετράλωνα και το Θησείο, σε εκείνες τις γειτονιές που ακόμα μοιάζουν γειτονιές. Ηταν μικρά στενά στα Εξάρχεια και τη Νεάπολη, με τα παλιά νεοκλασικά, και οι πεζόδρομοι με τις νεραντζιές. Ηταν οι κουβέντες για το σινεμά και την πολιτική, αλλά και για το πώς μαγειρεύεται καλύτερα το χταπόδι στην κατσαρόλα, η διαδρομή με τον ηλεκτρικό για τον Πειραιά, για να πάρεις ένα πλοίο της γραμμής και να πας στα νησάκια του Σαρωνικού. Ηταν αυτά τα μικρά που ήλπιζε να μην αλλάξουν ποτέ, για να ντύνουν το σκηνικό των μεγάλων συναισθημάτων, αυτών για τα οποία άξιζε να ζεις - κι ας έγιναν μετά ουλές ορατές στο δέρμα. Ή κρυμμένες στο μυαλό και την καρδιά.

 

Οπου κι αν γύριζε το βλέμμα, κάτι είχε να θυμηθεί: Μια μικρή -ή μια πολύ μεγάλη- στιγμή χαράς - μπορεί και λύπης. Για κάποια από αυτά είχε μιλήσει πολύ, για άλλα δεν τολμούσε - μόνο τετράδια γέμιζε, σπαταλώντας χαρτί, μελάνι και έναν λυρισμό που δεν θα ταίριαζε στην εποχή και ίσως άλλος άνθρωπος να μην άντεχε.

 

Μ’ αυτές τις σκέψεις κάθισε σε έναν μαρμάρινο πάγκο στον χωμάτινο δρόμο πάνω από την Αρχαία Αγορά, κοντά στην Πλάκα. Είχαν πονέσει τα πόδια της από το περπάτημα, περισσότερο όμως είχε ταλαιπωρηθεί το μυαλό της από τις σκέψεις. Αλλά εκεί ήταν ωραία. Ευτυχώς, κανείς -ακόμα- δεν είχε σκεφτεί να στολίσει με λαμπιόνια τα αρχαία ερείπια και εκείνα τα δέντρα που ποιος ξέρει ποιος να ήταν ο αρχαίος πρόγονός τους. Και όπως τη φύσηξε ο βοριάς και αναρρίγησε η ιδρωμένη πλάτη της, ξύπνησε κι ο νους της.

 

Επρεπε να γυρίσει πίσω. Στη ρουτίνα της δουλειάς και του σπιτιού, στην κάθε μέρα των λογαριασμών και των υποχρεώσεων. Και σε εκείνα τα παλιά σημειωματάρια.

 

 

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *