Το πρόβλημα δεν προέκυψε την περασμένη Κυριακή, ούτε καν μερικούς μήνες ή χρόνια νωρίτερα, έχει μια μικρή ιστορία που συμπληρώνει ήδη μια δεκαετία και κάτι περισσότερο. Εικονογράφηση: bianka / LiFO |
γράφει ο Γιάννης Παντελάκης
ΕIXAN ΠΕΡΑΣΕΙ περίπου είκοσι τέσσερις
ώρες από την πανωλεθρία του ΣΥΡΙΖΑ και αυτό που είχε να πει ο πρόεδρός του ήταν
για τις «προοδευτικές δυνάμεις στις οποίες τείναμε το χέρι της συνεργασίας καθ’
όλη την προεκλογική περίοδο, αλλά είχαν μέτωπο σχεδόν αποκλειστικά ενάντια στον
ΣΥΡΙΖΑ». Η λέξη «παραίτηση» δεν βγήκε από το στόμα του και, παρότι αρκετοί
πιστεύουν ότι θα ακουστεί μετά τις δεύτερες εκλογές, μάλλον δεν θα συμβεί ούτε
τότε. Αλλά αυτό αποτελεί μια μελλοντική ιστορία.
Τόσο ο Αλέξης Τσίπρας όσο και
πολλά στελέχη του κόμματος που προσπάθησαν να ερμηνεύσουν τα αίτια της
πρωτοφανούς ήττας κάπου εκεί εντόπισαν το μεγάλο πρόβλημα. Τα υπόλοιπα κόμματα
δεν έκαναν κριτική στην κυβέρνηση αλλά κυρίως στο κόμμα τους, αυτό φταίει,
αυτοί φταίνε. Αυτή η ρηχή ανάγνωση, που συνοδεύτηκε από τις συνήθεις
καταγγελίες για τα «πετσωμένα» ΜΜΕ (που είναι, αλλά ήταν και το 2015, όταν ο
ΣΥΡΙΖΑ θριάμβευσε) και άλλες συναφείς δικαιολογίες, αποτέλεσε για την
Κουμουνδούρου την αιτία της μεγάλης ήττας.
Το 2015, είτε ήταν ο Τσίπρας στη
θέση του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ είτε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, δεν θα είχε
ιδιαίτερη σημασία. Ένα συντριπτικά μεγάλο μέρος της κοινωνίας είχε ανάγκη από
ένα αφήγημα με θετικό πρόσημο που θα το έβγαζε από την πολύπλευρη κρίση.
Αν εξαιρέσουμε έναν κρίσιμο
παράγοντα που αποτελεί συνδυασμό άγνοιας, αδυναμίας ερμηνείας των γεγονότων και
εθισμού στην επίπεδη ανάγνωση της πολιτικής, η αμήχανη στάση τους δείχνει πως
αποφεύγουν να δουν το πρόβλημα που οδήγησε στο πρωτόγνωρο φαινόμενο το κόμμα
της αξιωματικής αντιπολίτευσης να χάνει περίπου 600.000 ψηφοφόρους μεταξύ δύο
εκλογικών αναμετρήσεων και αντίστροφα το κυβερνητικό κόμμα παρότι «διακρίθηκε»
σε σκάνδαλα, υποκλοπές, αδιαφάνεια στο δημόσιο χρήμα, υποβάθμιση δημόσιων
υποδομών, αλαζονεία, να κερδίζει περίπου 200.000 ψήφους! Κι όμως, η ιστορία της
πανωλεθρίας έχει πολλές αιτίες και πολύ πιο σοβαρές, και αυτές είχαν
προαναγγελθεί με ακρίβεια αλλά κανένας δεν ήθελε να τις δει. Πολιτικός
στρουθοκαμηλισμός λέγεται αυτή η συμπεριφορά.
Το πρόβλημα δεν προέκυψε την
περασμένη Κυριακή, ούτε καν μερικούς μήνες ή χρόνια νωρίτερα, έχει μια μικρή
ιστορία που συμπληρώνει ήδη μια δεκαετία και κάτι περισσότερο. Ήταν τότε που
εκμεταλλευόμενοι πολιτικά (κάτι απόλυτα θεμιτό) τη βαθιά κρίση που πέρναγε η
χώρα, όχι με ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ, είχαν μια μοναδική ευκαιρία να μιλήσουν σε
αυτούς που παραδοσιακά εκπροσωπεί η αριστερά και να προτείνουν ένα νέο εφικτό
μοντέλο εναλλακτικής πρότασης διακυβέρνησης, βασισμένο στις αξίες της αριστεράς
που έλεγαν ότι κληρονόμησαν.
Δεν το έκαναν, προτίμησαν
βερμπαλισμούς, λαϊκισμό, ανάρμοστες πολιτικές συμμαχίες και εκμετάλλευση της
δικαιολογημένης οργής μιας σχεδόν ρημαγμένης κοινωνίας που αναζητούσε διέξοδο.
Και με τον τρόπο αυτό προχώρησαν. Το 2015, είτε ήταν ο Τσίπρας στη θέση του
προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ είτε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, δεν θα είχε ιδιαίτερη
σημασία. Ένα συντριπτικά μεγάλο μέρος της κοινωνίας είχε ανάγκη από ένα αφήγημα
με θετικό πρόσημο που θα το έβγαζε από την πολύπλευρη κρίση. Όποιος από αυτούς
που δεν είχαν κυβερνήσει ως τότε πρόσφερε αυτό το αφήγημα, θα τον ακολουθούσε.
Η συνέχεια είναι γνωστή και νωπή.
Συνεργασία με τον ακροδεξιό Καμμένο, τρίτο μνημόνιο, γενναίες υποχωρήσεις και
ακόμα πιο γενναίες εκπτώσεις από το αξιακό φορτίο της αριστεράς και αρκετές
μεγάλες δόσεις δυσφήμισής της. Πολλοί πιστεύουν ότι αριστερά είναι η
κυβερνητική εκδοχή του ΣΥΡΙΖΑ. Στις εκλογές του 2019 ο ΣΥΡΙΖΑ αποδοκιμάστηκε
και μια κρίσιμη μάζα ψηφοφόρων που δεν είχαν πολιτική προέλευση τη δεξιά έγειρε
υπέρ αυτής, με ένα παράδοξο επιχείρημα που συνοψιζόταν στη φράση «να φύγουν»,
εννοώντας τον ΣΥΡΙΖΑ. Και έφυγε.
Όμως ως αντιπολίτευση για τέσσερα
ολόκληρα χρόνια δεν κατάφερε να αλλάξει αυτό που ήταν και τις σκέψεις όσων τον
καταψήφισαν. Απέφυγε με επιμέλεια την αυτοκριτική και την αποδοκιμασία
πολιτικών που πλήγωσαν και απομάκρυναν πολλούς, απέφυγε να προβάλει μια νέα
πολιτική πρόταση εξουσίας, αρκέστηκε στον καταγγελτικό λόγο, χωρίς να πείσει
ότι διαθέτει μια πειστική πρόταση εξουσίας, εξέπεμπε πολλά και συχνά
αντικρουόμενα πολιτικά μηνύματα, επιχείρησε να δείξει ότι αποτελεί τον καλύτερο
υποδοχέα της κυβερνητικής φθοράς με πρόσωπα της δεξιάς που σηματοδοτούν
γραφικότητα, άφησε στελέχη του να εκπέμπουν τοξικότητα. Και υπομονετικά
περίμενε να πέσει η κυβέρνηση σαν ώριμο φρούτο.
Όμως αυτό δεν συνέβη και η
κυρίαρχη αιτία είναι η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να αποδοκιμάσει το παρελθόν του, το
οποίο φρόντιζε να υπενθυμίζει με έναν χαρακτηριστικό τρόπο και τα τέσσερα αυτά
χρόνια αλλά ιδιαίτερα στην προεκλογική περίοδο. Πολλές διαφορετικές φωνές με
αντικρουόμενα μηνύματα, απουσία αντίληψης για όσα συμβαίνουν στην κοινωνία,
προσεταιρισμός ακροδεξιών ιερέων, προσπάθεια προσέγγισης πρώην ψηφοφόρων της
Χρυσής Αυγής κ.ο.κ. Ο ΣΥΡΙΖΑ υπενθύμισε την περασμένη Κυριακή σε μια κρίσιμη
μάζα ψηφοφόρων πως όχι απλά δεν αποδοκίμασε τις κακές πλευρές του παρελθόντος
του αλλά πορεύτηκε με αυτές, πιστεύοντας σε ένα είδος συλλογικής αμνησίας…