Η αιματηρή επίθεση χούλιγκαν στη Νέα Φιλαδέλφεια μας υπενθυμίζει πως δεν αρκούν οι πολυδιαφημιζόμενες προσλήψεις των αστυνομικών όταν δεν υπάρχει αποτελεσματικότητα, λογοδοσία και ασφάλεια.
γράφει ο Νίκος Ευσταθίου
Δεκαοχτώ μήνες μετά την δολοφονία του αδικοχαμένου Άλκη Καμπανού, όταν ακούστηκε το τελευταίο απελπισμένο «Ποτέ Ξανά!», η αστυνομία απέτυχε παταγωδώς να αποτρέψει την αιματηρή επίθεση και τον τραγικό της απολογισμό, και στους δρόμους της Νέας Φιλαδέλφειας χύθηκε αίμα.
ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΦΡΑΣΗ που δυστυχώς έχω ακούσει κατ’ επανάληψη, άλλοτε στις πιο αφελείς και άλλοτε στις πιο αβάσταχτα κυνικές εκδοχές της: «Μα καλά, τι κάνουν τελικά όλοι αυτοί οι αστυνομικοί;»
Η πιο αθώα εκδοχή της είναι μάλλον και πιο συνήθης, και την έχω ακούσει με εντυπωσιακή συχνότητα από τα χείλη ξένων επισκεπτών στην χώρα μας – ίσως εκείνοι δεν έχουν κανονικοποίησει την πραγματικότητα όπως εμείς.
Συναντώντας την γνώριμη εικόνα κάποιας κλούβας σε κεντρικό σημείο της Αθήνας, με μια ντουζίνα αστυνομικούς σκορπισμένους τριγύρω της, πολλοί φίλοι και πρώην συμφοιτητές που έχω φιλοξενήσει στην πόλη μας ανά τα χρόνια εκπλήσσονται, ενίοτε πανικοβάλλονται προσωρινά από το θέαμα. Αρχικά τρομάζουν, υποπτεύονται πως ίσως υπάρχει κάποιος κίνδυνος τρομοκρατικής επίθεσης ή κάποιας άλλης άμεσης απειλής για την ασφάλεια. «Γιατί άλλωστε να βρίσκονται συγκεντρωμένοι σε τέτοιους αριθμούς;» σκέφτονται εύλογα.
Οι Κροάτες χούλιγκαν με τις καλά καταγεγραμμένες ακροδεξιές καταβολές και βίαιες προθέσεις πέρασαν την συνοριογραμμή της Κακαβιάς, ύστερα έκαναν στάση στο Κιάτο για να ξαποστάσουν, κάποια στιγμή μάλιστα ακολουθήθηκαν από οχήματα της Ασφάλειας, πάντοτε διακριτικά, όπως εξίσου διακριτικά αφέθηκαν για να διασκορπιστούν με την άφιξη τους στην πρωτεύουσα.
Στην συνέχεια, ωστόσο, εστιάζουν στα εξίσου γνώριμα ποτήρια του φραπέ, το ανέμελο βολτάρισμα και τα απλανή βλέμματα, και μου απευθύνουν το ερώτημα καγχάζοντας, μαζί με μια ανάσα ανακούφισης: «Μα καλά, τι κάνουν όλοι αυτοί οι αστυνομικοί στην χώρα σας;».
Χθες το βράδυ, το ερώτημα επέστρεψε στην απεγνωσμένη, και πλέον εξίσου κανονικοποιημένη εκδοχή του. Δεκαοχτώ μήνες μετά την δολοφονία του αδικοχαμένου Άλκη Καμπανού, όταν ακούστηκε το τελευταίο απελπισμένο «Ποτέ Ξανά!», και παρότι υπήρχε ειδική απαγόρευση οργανωμένης μετακίνησης οπαδών από την Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου (UEFA) αλλά και πληθώρα προειδοποιήσεων από την Europol και την Interpol, η αστυνομία απέτυχε παταγωδώς να αποτρέψει την αιματηρή επίθεση και τον τραγικό της απολογισμό, και στους δρόμους της Νέας Φιλαδέλφειας χύθηκε αίμα.
Περίπου 100 οργανωμένοι χούλιγκαν της Dinamo Zagreb εξοπλίστηκαν με ρόπαλα και αιχμηρά αντικείμενα, μπούκαραν στα αυτοκίνητά τους, και διέσχισαν ανενόχλητοι απόσταση 1,500 χιλιομέτρων, από το Ζάγκρεμπ μέχρι την καρδιά της Αθήνας, εν πλήρη γνώσει της Ελληνικής Αστυνομίας σύμφωνα με τα Δελτία Πληροφοριών της Υποδιεύθυνσης Αντιμετώπισης Βίας στους Αθλητικούς Χώρους που είδαν το φως της δημοσιότητας.
Οι Κροάτες χούλιγκαν με τις καλά καταγεγραμμένες ακροδεξιές καταβολές και βίαιες προθέσεις πέρασαν την συνοριογραμμή της Κακαβιάς, ύστερα έκαναν στάση στο Κιάτο για να ξαποστάσουν, κάποια στιγμή μάλιστα ακολουθήθηκαν από οχήματα της Ασφάλειας, πάντοτε διακριτικά, όπως εξίσου διακριτικά αφέθηκαν για να διασκορπιστούν με την άφιξη τους στην πρωτεύουσα, να επιβιβαστούν στα βαγόνια του ηλεκτρικού, να συναντηθούν με τους ημεδαπούς συνεργάτες τους, να σπείρουν την βία και τον πανικό, και να προκαλέσουν τον θανάσιμο τραυματισμό ενός 29χρονου φιλάθλου της ΑΕΚ αλλά και οκτώ σοβαρούς τραυματισμούς.
Η καταγραφή των βίαιων επεισοδίων και η εν συνεχεία ανάρτηση τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης από λογαριασμούς των χούλιγκαν, συνοδεία πανηγυρισμών και περαιτέρω προτροπών στην βία στα σχόλια, λειτουργεί ως πλήρης απαξίωση, το ξεγύμνωμα ενός κρατικού μηχανισμού που βρίσκεται σε αδιανόητη οκνηρία και ολιγωρία, η λοιδορία μιας αστυνομίας που γνώριζε, αλλά τελικά μοιάζει σαν να στεκόταν στο πλάι, λες και ενσαρκώνει τον ρόλο του αθέατου παρατηρητή κάποιων αναπότρεπτων γεγονότων.
Την τελευταία τετραετία, η Ελληνική Αστυνομία προχώρησε σε ουκ ολίγες πολυδιαφημιζόμενες προσλήψεις νέων αστυνομικών – ο νέος γύρος προκηρύξεων περίπου 2.000 προσλήψεων στην Ελληνική Αστυνομία, μάλιστα, αναμένεται να ολοκληρωθεί αύριο. Η χώρα μας μπορεί να υπερηφανευτεί πως διατηρεί την δεύτερη θέση πανευρωπαϊκά αναφορικά με την αναλογία αστυνομικών και πολιτών, με 518 αστυνομικούς να αντιστοιχούν σε κάθε 100.000 κατοίκους σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Eurostat.
Πίσω από την βιτρίνα των προσλήψεων, ωστόσο, βρίσκεται η αναπόφευκτη αλήθεια που μετά τα χθεσινά γεγονότα ξαναέρχεται στο προσκήνιο με τον πιο τραγικό τρόπο: δεν αρκούν τα μεγέθη και οι αριθμοί όταν δεν υπάρχει αποτελεσματικότητα, επιχειρησιακή συνεννόηση, λογοδοσία και πραγματική ανάληψη ευθυνών.
Εάν οι δικαιολογίες περί αιφνιδιασμού της ΕΛ.ΑΣ. είναι ήδη ανεπαρκείς, δεδομένης της λεπτομερούς ενημέρωσής της από σειρά οργανισμών για τις πινακίδες των οχημάτων των χούλιγκαν αλλά και τα Airbnb στα οποία θα διέμεναν, γίνονται εξοργιστικές αν αναλογιστεί κανείς τις απανωτές προσλήψεις που γίνονται στο όνομα της υπεράσπισης του δόγματος του νόμου και της τάξης. Μετά από τόσες επανειλημμένες επιχειρησιακές αστοχίες, είναι να μην είναι κανένας σκεπτικός απέναντι στις πολυάριθμες προκηρύξεις, βλέποντας σε αυτές μονάχα την διάθεση της συντήρησης ενός απαρχαιωμένου και άρρωστου κρατισμού;
Εάν προσπαθήσουμε να εξετάσουμε νηφάλια τα πράγματα, μακριά από τις ιδεολογικές παρωπίδες του εκάστοτε πολιτικού στρατοπέδου, ίσως συμπεράνουμε πως υπάρχει μια σύγκλιση μεταξύ όσων υπερασπίζονται την ατζέντα της ασφάλειας, και όσων εδώ και καιρό διαμαρτύρονται για την υπέρμετρη αστυνομική βία και ασυδοσία που παρακολουθήσαμε στις υποθέσεις Ινδαρέ και Νέας Σμύρνης. Η βαθιά και ριζική μεταρρύθμιση της Ελληνικής Αστυνομίας, που θα πιέσει για την τοποθέτηση καμερών στα κράνη των αστυνομικών και για την ολοκλήρωση των ΕΔΕ που κατά 90% παραμένουν ανολοκλήρωτες, που θα εφαρμόσει την πραγματική ανάληψη ευθυνών και τη διαφάνεια και θα θέσει τις βάσεις για την αποτελεσματικότητα του σώματος, είναι ο μόνος δρόμος για να επανακτηθεί και να θωρακιστεί η εμπιστοσύνη του πολίτη στην λειτουργία της ΕΛ.ΑΣ..
Αλλά αυτή είναι μια διαδικασία αναβάθμισης της ποιότητας του κράτους, όχι απλά ένα παιχνίδι ποσότητας, προσλήψεων και αριθμών. Και όσο καθυστερούμε με την εφαρμογή της, τόσο θα αφήνουμε το ερώτημα να πλανάται και να επαναλαμβάνεται ατέρμονα, στην αθώα αλλά και την τραγική εκδοχή του, με καγχασμούς αλλά και με θρήνους: «Μα καλά, τι κάνουν τελικά όλοι αυτοί οι αστυνομικοί;»