γράφει ο Δημήτρης Γιατζόγλου*
Η μεγαλομανία δεν αρκεί. Οι
εξαπατήσεις έχουν ημερομηνία λήξης. Οι «υπήκοοι» έχουν αρχίσει να εγκαταλείπουν
την επικράτεια. Και τα όμορα βασίλεια έχουν ξεκινήσει τη λεηλασία. Η
αποκαθήλωση του οράματος συντελείται. Αργά ή γρήγορα, ο κ. Κασσελάκης θα αναγκαστεί
να αναμετρηθεί με την πραγματικότητα. Αλλά θα έχει προφτάσει να διαλύσει ένα
κόμμα και να το καταστήσει άθυρμα ψυχαγωγίας. Το μεγάλο ζήτημα όμως είναι οι
«υπήκοοι». Οσοι έφυγαν κι όσοι ετοιμάζονται.
Ηνουβέλα του Κίπλινγκ με τίτλο «Ο
άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς» μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Τζον
Χιούστον το 1975. Γηραιά βαρίδια μάλλον θα την έχουν δει. Οι νεότεροι αξίζει να
την ψάξουν. Πρόκειται για μια ιστορία τυχοδιωκτισμού, μεγαλομανίας και
εξαπάτησης που μπορεί να διαβαστεί σε συνάφεια με τα όσα συμβαίνουν τώρα στον
ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ.
Τώρα λοιπόν οι «πεμπτοφαλαγγίτες»
αποχωρούν από τις Οργανώσεις Μελών και από τα καθοδηγητικά όργανα όλων των
βαθμίδων του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. – ομαδικά, ατομικά, με δηλώσεις ή εν σιωπή
(αποχωρήσεις από τον i-syriza δεν έχουν, προς το παρόν, γίνουν γνωστές). Θα
είναι ελάχιστα πειστικό να συνεχιστεί η επίκληση του εσωτερικού εχθρού ως
αιτίου της περαιτέρω πολιτικής καθίζησης του κόμματος Κασσελάκη. Θα χρειαστεί
μια πολιτική ερμηνεία, πέρα από διαστρεβλώσεις, ελιγμούς και την επίδειξη ενός
τραγελαφικού αρχηγισμού και ενός αγοραίου λαϊκισμού.
Τώρα αρχίζουν τα δύσκολα. Για τον
κ. Κασσελάκη. Για τους πραιτοριανούς του. Για τους πολιτικούς παιδαγωγούς του.
Αλλά και για το φιλοθέαμον κοινό που έσπευσε να πληρώσει το εισιτήριο, για να
παρακολουθήσει την παρέλαση προς τη διακυβέρνηση και τώρα αρχίζει να
μπερδεύεται. Διότι τώρα, μετά τα ωσαννά, ήρθε η ώρα των σκληρών απαιτήσεων της
πολιτικής. Είναι άλλο πράγμα να σου «ξεφεύγουν» μπροστά στον τηλεοπτικό φακό
διάφορα έπεα πτερόεντα κι άλλο να απευθύνεις στην κοινωνία μια πρόταση με
πολιτικό και προγραμματικό ειρμό που να μη χρειάζεται να τη «διορθώνεις» κάθε
τρεις μέρες.
Είναι εύκολο να μιλάς για το
«ελληνικό όνειρο», μόνο που κάποια στιγμή θα χρειαστεί τελικά να διευκρινίσεις
αν αυτό θα περιλαμβάνει ή όχι τη συνεργατική συμβίωση κεφαλαίου και εργασίας.
Είναι εύκολο, πάνω σε μια κρίση σύγχυσης ως προς τα ζητήματα της οικονομίας, να
αναφωνήσεις τη δημαγωγική διπλή άρνηση «ΟΧΙ στους φόρους - ΟΧΙ στο σπάταλο
κράτος», αλλά είναι βέβαιο ότι δεν θα αποφύγεις για πάντα μια καθαρή απάντηση
στο ερώτημα «Πώς θα χρηματοδοτηθεί ένα μη ιδιωτικοποιημένο, ισχυρό κράτος
πρόνοιας;». Εύκολο να χρησιμοποιείς «Πουμαρό ατάκες» για να εκχυδαΐσεις
πράγματα που δεν καταλαβαίνεις. Αδύνατο όμως να απευθυνθείς στον αριστερό κόσμο
όταν χλευάζεις την ιστορικότητά του και «ξεχνάς» τη στρατηγική του προοπτική.
Οταν το δίλημμα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» θεωρείς ότι ανήκει σε μια θεωρητική
αρχαιολογία που σε κάνει να βαριέσαι.
Ολα αυτά –το παιχνίδι
«ξεχνάω-θυμάμαι», η ρητορική για την «αποστολή» σου να εξυγιάνεις το «άρρωστο»
κόμμα, ο αυτοπροσδιορισμός σου ως πρωθυπουργού σε αναμονή, η οργισμένη αναφορά
στο μαξιλάρι των 37 δισ. ως της «πιο μνημονιακής απόφασης» ever, η πρακτική του
πολιτικού χαμαιλέοντα εν γένει– δεν πρέπει να αξιολογηθούν αποκλειστικά ως
απόδειξη της πολιτικής σύγχυσης και της φαιδρότητας ενός μαθητευόμενου
προέδρου. Ο κ. Κασσελάκης έχει ευρύτερες φιλοδοξίες: θέλει να ενσωματώσει τα
νεοφιλελεύθερα σκουπίδια της παγκοσμιοποιημένης σύγχρονης «σκέψης» στην
ιδεολογική σκευή της Αριστεράς για να την «εκσυγχρονίσει». Θέλει να επιβάλει
την υβριδική συγχώνευση πολιτικής - επικοινωνίας ως πρότυπο «λαϊκότητας».
Δοκιμάζει τα πρώτα βήματα εξόδου από την πολιτική κηδεμονία Τσίπρα. Και, για
όλα αυτά, επιστρατεύει το μοναδικό «χάρισμα» που διαθέτει – έναν κυνικό
τακτικισμό στα όρια του πολιτικού τυχοδιωκτισμού.
Κατά βάθος θα ήθελε να γίνει
βασιλιάς. Μονάρχης, έστω υπό διακριτική εποπτεία, σε ένα μικρό βασίλειο στην
αρχή και αργότερα βλέπουμε. Αλλά το «όνειρο» δεν φαίνεται να βγαίνει. Η
μεγαλομανία δεν αρκεί. Οι εξαπατήσεις έχουν ημερομηνία λήξης. Οι «υπήκοοι»
έχουν αρχίσει να εγκαταλείπουν την επικράτεια. Και τα όμορα βασίλεια έχουν
ξεκινήσει τη λεηλασία. Η αποκαθήλωση του οράματος συντελείται. Αργά ή γρήγορα,
ο κ. Κ. θα αναγκαστεί να αναμετρηθεί με την πραγματικότητα. Αλλά θα έχει
προφτάσει να διαλύσει ένα κόμμα και να το καταστήσει άθυρμα ψυχαγωγίας. Το
μεγάλο ζήτημα όμως είναι οι «υπήκοοι». Οσοι έφυγαν κι όσοι ετοιμάζονται. Αλλά
και εδώ, τα υπαρξιακά ερωτήματα είναι πολλά και σύνθετα:
Αν θα περιπλανηθούμε ως νομάδες
στην πολιτική έρημο, αναζητώντας τις συγγενείς «φυλές» για να ξαναδοκιμάσουμε
το μητρικό σχήμα της συμπόρευσης που οδήγησε στην ιστορική τομή του 2015. Αν
είναι αρκετή μια αναδιατύπωση της οντολογικής μας ουτοπίας ή αν θα χρειαστεί να
επινοήσουμε την «ετεροτοπία» της ανασυγκρότησης ενός συνόλου νέων στρατηγικών
ιδεών και αν αυτό είναι εφικτό χωρίς την υλικότητα της οργάνωσης. Αν στερεότυπα
όπως «προοδευτική παράταξη» παραπέμπουν στην αναπαλαίωση υποδειγμάτων
διακυβέρνησης. που ανακυκλώνουν τη συντηρητική ηγεμονία. Αν η ρητορική της
«ρήξης» σημαίνει ότι μια αντικαπιταλιστική στρατηγική είναι εφικτή μόνο με την
αναδίπλωση στην επικράτεια του κράτους-έθνους.
Η καταγραφή των ερωτημάτων είναι
ενδεικτική των δυσκολιών μιας αχαρτογράφητης νέας πορείας. Δείχνει την ανάγκη
να ξεκινήσουμε από μια κρίσιμη εκτίμηση που υπερβαίνει τη δυναμική του
βολονταρισμού:
Η ανεπανάληπτη ιστορική εμπειρία
της ιδρυτικής συγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελεί σήμερα το έτοιμο υπόδειγμα
για τη νέα ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική ανασύνθεση των δυνάμεων της
ανανεωτικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς. Αρκεί η συγκριτική αποτίμηση της τότε
και της σημερινής συγκυρίας για να το κατανοήσουμε, επισημαίνοντας κάποια
προφανή που δεν μπορούμε να τα παρακάμψουμε με τους συνήθεις εξωραϊσμούς της
πραγματικότητας:
● Δεν έχουμε σήμερα απέναντί μας
έναν αντίπαλο συνασπισμό υπό κατάρρευση, όπως την περίοδο 2012- 2015. Και δεν
υπάρχει μια κοινωνική δυναμική αντιπαλότητας στην κυριαρχία του και πολύ
περισσότερο στην ηγεμονία του. Αυτή δεν θα ανατραπεί όσο η αντιπαράθεση στη
Ν.Δ. περιορίζεται στις διαχειριστικές πλευρές της πολιτικής της, χωρίς να
προσβάλει τον στρατηγικό της πυρήνα – το σχέδιο της επιβολής ενός καθολικού,
νεοφιλελεύθερου μετασχηματισμού. Αυτή τη φορά είναι η πολιτική που πρέπει να
δείξει στην κοινωνία τον δρόμο της ενεργοποίησης και της αμφισβήτησης.
● Υστερα από την περίοδο του
εγκλεισμού της στις επιταγές του κυβερνητισμού, ως καταστατικής σχεδόν συνθήκης
της ύπαρξής της, και την εμπειρία της κυβερνητικής περιόδου του ΣΥΡΙΖΑ, η δική
μας Αριστερά πρέπει να κατανοήσει ότι χωρίς την αποκατάσταση των δεσμών της με
τις θεμελιώδεις ταξικές της αναφορές και τη δική τους συνέργεια στην υλοποίηση
του πολιτικού της σχεδίου, η «κυβερνησιμότητα» μπορεί να καταλήγει εύκολα στην
ακύρωση της αυτονομίας της.
● Η πρακτική της πολιτικής
«ανάθεσης» δεν κυριάρχησε μόνο στη σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με την κοινωνία, αλλά και
μέσα στο ίδιο το κόμμα, αναιρώντας τον ρόλο του ως συλλογικού πολιτικού
υποκειμένου και καθιστώντας τον αρχηγισμό μη αμφισβητήσιμη «πολιτική
ιδεολογία». Στη θερμοκοιτίδα της επωάσθηκε ο κασσελακισμός.
* Πανεπιστημιακός