Γράφει ο Δημήτρης Μηλάκας
Ύστερα από κάθε σύγκρουση ή
πόλεμο αναζητούνται και αναλύονται οι αφορμές και οι αιτίες που οδήγησαν στη
«συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα». Εκ των υστέρων και κατόπιν εορτής όλα
όσα οδήγησαν στη σύγκρουση εμφανίζονται τόσο σαφή και ξεκάθαρα ώστε δημιουργείται
η εύλογη απορία για ποιους λόγους δεν επισημάνθηκαν εγκαίρως ώστε να αποτραπεί
η καταστροφή ή μια ολέθρια διπλωματική ήττα, καθώς πολλές φορές (δες Ίμια) οι
πόλεμοι χάνονται χωρίς να πέσει ούτε μια ντουφεκιά...
Για την κατάσταση που επικρατεί
στα ελληνοτουρκικά σήμερα δεν φαίνεται να υπάρχουν διαφωνίες και διαφορετικές
εκτιμήσεις. Όλοι, πολιτικές δυνάμεις και ελληνική κοινωνία, βλέπουν ότι Ελλάδα
και Τουρκία βρίσκονται σε τροχιά σύγκρουσης. Εκεί που υπάρχουν διαφωνίες και
διαφορετικές προσεγγίσεις είναι στο γιατί η κατάσταση έχει φτάσει σ’ αυτό το
σημείο και κυρίως στο πώς αντιμετωπίζεται.
Αυτές ακριβώς οι διαφωνίες
περιγράφουν και την απουσία μιας συγκροτημένης εθνικής στρατηγικής, την οποία
θα έπρεπε να υπηρετούν οι πολιτικές δυνάμεις και να είναι σαφής και αποδεκτή
από την ελληνική κοινωνία.
Από την άλλη πλευρά, στην
Τουρκία, βλέπει κανείς ξεκάθαρο το «όραμα» και το σχέδιο της χώρας το οποίο
προωθεί η κυβέρνηση και υιοθετείται και υποστηρίζεται από τη συντριπτική
πλειονότητα των πολιτικών δυνάμεων και την τουρκική κοινωνία. Αυτό είναι ίσως
το μεγαλύτερο πλεονέκτημα σήμερα της Άγκυρας έναντι της Αθήνας:
● Η Τουρκία γνωρίζει επακριβώς τι
θέλει και έχει φροντίσει να διαθέτει τα μέσα για να υποστηρίξει τις απαιτήσεις
της στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
● Από την άλλη πλευρά στην Ελλάδα
κυβέρνηση, αντιπολίτευση και κοινωνία μοιάζουν μόλις να ξύπνησαν από το όνειρο
μια ισχυρής χώρας, που μάλιστα διαθέτει ισχυρή ομπρέλα προστασίας, την οποία
κρατούν υποτίθεται Αμερικανοί και άλλοι σύμμαχοι, καθώς και οι Ευρωπαίοι
εταίροι της.
Αποδεχτήκαμε τον τσαμπουκά
Από αυτήν την ψευδαίσθηση
ασφάλειας και υποτιθέμενης προστασίας βγήκε με οδυνηρό τρόπο η ελληνική
κυβέρνηση μόλις πριν από λίγες μέρες, μετά την εμφάνιση των τουρκικών
απαιτήσεων νότια της Κρήτης. Με τη συμφωνία Τουρκίας - Λιβύης για τον καθορισμό
των μεταξύ τους θαλάσσιων συνόρων η Τουρκία ξεδίπλωσε και εμφάνισε στο σύνολό
τους τις απαιτήσεις της κατά της Ελλάδας, οι οποίες ξεκινούν από το βόρειο
Αιγαίο, φτάνουν στα Δωδεκάνησα, το Καστελόριζο και καταλήγουν νοτιοανατολικά
της Κρήτης.
Το βασικό «επιχείρημα» της
Τουρκίας είναι ότι τα νησιά, ακόμη και τα κατοικημένα, σ’ αυτήν τη γωνιά του
πλανήτη δεν έχουν δικαιώματα σε ΑΟΖ. Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία της Άγκυρας,
η οποία οικοδομείται μεθοδικά εδώ και δεκαετίες και στηρίζεται στη στρατιωτική
ισχύ που αναπτύσσει, το Αιγαίο είναι ειδική περίπτωση και τα νησιά που
βρίσκονται κοντά στις τουρκικές ακτές απλώς επικάθονται στην τουρκική
υφαλοκρηπίδα.
Η Τουρκία υποστηρίζει αυτήν την
άποψη με ένταση από τη δεκαετία του 1980, έχοντας μάλιστα ξεκαθαρίσει ότι θα
είναι αιτία πολέμου να ασκήσει η Ελλάδα το νόμιμο δικαίωμά της να επεκτείνει τα
χωρικά της ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια. Παρά την ενεργή απειλή πολέμου, οι
ελληνικές κυβερνήσεις συνέχισαν να συνομιλούν με την Τουρκία, να υποστηρίζουν
την ευρωπαϊκή της πορεία, να ενισχύουν την ελληνοτουρκική οικονομική
συνεργασία, δίνοντας με αυτόν τον τρόπο την εντύπωση ότι αποδέχονται ως βάσιμη
την τουρκική επιχειρηματολογία...
Τα τελευταία χρόνια η Τουρκία,
ενόσω η Ελλάδα συνταράσσεται από την οικονομική κρίση, εμφανίζεται στο
προσκήνιο να διεκδικεί ρόλο μεγάλης περιφερειακής δύναμης. Αποδεικνύοντας ότι
έχει το σθένος και τις δυνάμεις για να υποστηρίξει αυτόν τον ρόλο (και τα συμφέροντά
της) η Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν δεν δίστασε να έρθει σε σύγκρουση με τις ΗΠΑ.
Στην Αθήνα η διάρρηξη των
αμερικανοτουρκικών σχέσεων εξελήφθη ως «ιστορική ευκαιρία», την οποία
αξιοποίησαν οι ελληνικές κυβερνήσεις για να μετατρέψουν τη χώρα σε απέραντη
αμερικανική βάση και προτεκτοράτο των ΗΠΑ.
Υπό την αμερικανική καθοδήγηση οι
ελληνικές κυβερνήσεις την τελευταία δεκαετία μπήκαν στο μεγάλο παιχνίδι της
ανατολικής Μεσογείου δημιουργώντας «τριμερείς» – ο... θεός να τις κάνει –
συμμαχίες με Κύπρο - Ισραήλ και Κύπρο - Αίγυπτο.
Έχει ενδιαφέρον το ότι, παρά την
πατροναρισμένη από τους Αμερικανούς προσπάθεια δημιουργίας ενός πυρήνα ισχύος
στην ανατολική Μεσόγειο με τη δημιουργία των «τριμερών συμμαχιών», ούτε η
Ελλάδα κατάφερε (τόλμησε) να οριοθετήσει την ΑΟΖ της στην περιοχή της
ανατολικής Μεσογείου ούτε κανείς εμπόδισε την Τουρκία να εμφανιστεί με
ερευνητικά και γεωτρύπανα στην κυπριακή ΑΟΖ...
Κι εμείς στη μέση...
Αν, λοιπόν, προκύπτει κάποιο
συμπέρασμα για τα αποτελέσματα των ελληνικών διπλωματικών προσπαθειών των
τελευταίων ετών στην περιοχή, αυτό είναι ότι η Ελλάδα, ως αμερικανικό
προτεκτοράτο, αξιοποιείται από την Ουάσιγκτον ως μοχλός πίεσης προς την Τουρκία
και πληρώνει τις συνέπειες με εντάσεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Προφανώς
δεν είναι τυχαίο το ότι η ραγδαία επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων
συμπίπτει με την ένταση που χαρακτηρίζει τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις αυτήν
την εποχή, ειδικά μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα εναντίον του Ερντογάν.
Αυτό που θέλουν οι Αμερικανοί
είναι η απεξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο ή, για την ακρίβεια,
να ελέγχουν αυτοί την ενεργειακή τροφοδοσία των Ευρωπαίων. Υπ’ αυτήν την έννοια
η μεταφορά προς τις ευρωπαϊκές αγορές των ενεργειακών κοιτασμάτων της Μεσογείου
είναι κρίσιμη παράμετρος. Όσο λοιπόν η Τουρκία αρνείται να κινηθεί πειθήνια
εντός των αμερικανικών - δυτικών δομών, τόσο προβάλλεται το σενάριο της
δημιουργίας του εναλλακτικού δρόμου μεταφοράς των κοιτασμάτων μέσα από έναν
υποθαλάσσιο αγωγό (East
Med), που θα διατρέχει τη Μεσόγειο
και θα καταλήγει στην Ιταλία.
Είναι προφανές ότι αυτό το
τιτάνιο από μηχανολογικής και οικονομικής πλευράς έργο προβάλλεται ως
εναλλακτική των κατά πολύ φθηνότερων αγωγών που θα μπορούσαν να δημιουργηθούν
για να συμπληρώσουν το υπάρχον δίκτυο αγωγών στο τουρκικό έδαφος. Η Τουρκία,
ωστόσο, αυτήν την περίοδο δεν είναι δεδομένη για τη Δύση και τους
Αμερικανούς...
Κάπως έτσι, λοιπόν, την ίδια
στιγμή που η Αθήνα ανακοινώνει ότι στις 2 Ιανουαρίου θα πέσουν οι υπογραφές για
το ξεκίνημα των διαδικασιών δημιουργίας του East Med, ο Πρόεδρος της Τουρκίας διαπιστώνει ότι
«δεν θα μας αφήσουν ακτή για να μπούμε στη θάλασσα ούτε και παραλία να ρίξουμε
παραγάδι» και υπογραμμίζει, με φόντο δύο νέα τουρκικά υποβρύχια που
καθελκύονται, ότι «εκείνοι που εποφθαλμιούν τα δικαιώματα της Τουρκίας με
σχέδια που ετοίμασαν οι ίδιοι για τα νησιά και τις βραχονησίδες στο Αιγαίο
πρέπει να ξέρουν ότι ο δρόμος δεν είναι ανοιχτός».