γράφει η Ελεάννα Ιωαννίδου
Στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, η οποία, σημειωτέον, ξεκίνησε με ένα δημοψήφισμα, δεν κάναμε δημοψηφίσματα. Δεν ρωτήθηκε η γνώμη των πολιτών ούτε για την ένταξη στην ΕΟΚ, αλλά ούτε για το Μάαστριχτ ή άλλη ευρωπαϊκή συνθήκη, ούτε για την ένταξη στην ευρωζώνη ή για τα μνημόνια.
Τουλάχιστον, όμως, κάναμε δημοψήφισμα έστω την ύστατη στιγμή, έστω όταν εξαντλήθηκαν τα περιθώρια διαπραγμάτευσης της κυβέρνησης, έστω ως μέσο ενίσχυσης της διαπραγματευτικής της ισχύος. Βέβαια, πλέον, το ερώτημα δεν ήταν ποια Ευρώπη θέλαμε, αλλά αν θέλαμε αυτό που μας πρόσφερε η Ευρώπη που δημιουργήθηκε για εμάς χωρίς εμάς.
Ήταν επόμενο, πολύ περισσότερο σε ένα δημοψήφισμα που διεξήχθη σε συνθήκες ανασφάλειας, αίσθησης κατεπείγοντος, ωμής προπαγάνδας από τα συστημικά ΜΜΕ, ρευστότητας του ερωτήματος και ελάχιστου χρόνου διαβούλευσης, να αναμοχλευτούν ερωτήματα που δεν αφορούσαν μόνο στην πρόταση των δανειστών. Ερωτήματα που είχαν να κάνουν με τη συνολικότερη κατεύθυνση της κοινωνίας μας, η οποία βρίσκεται σε αυτονόητη αλληλεξάρτηση με την Ευρώπη. Ερωτήματα που δεν αποτυπώθηκαν στο ψηφοδέλτιο, αλλά που, αν δεν τα απαντούσες μέσα σου, μπορεί και να μην ήξερες τι να ψηφίσεις.
Σε αυτό το πλαίσιο, βασική κοινή συνισταμένη στην ψήφο του ΟΧΙ που επικράτησε στο δημοψήφισμα υπήρξε η απόρριψη όσων εκπροσωπούσαν οι υποστηρικτές του ΝΑΙ, με άλλα λόγια η απόρριψη του χρεοκοπημένου πολιτικού συστήματος της Μεταπολίτευσης που, μετά το ξέσπασμα της κρίσης χρέους, κρατήθηκε στη ζωή με μηχανική υποστήριξη, μέσα από βαθιά ριζωμένες στην κοινωνία πελατειακές σχέσεις, μιντιακή προπαγάνδα και ευρωπαϊκές πλάτες.
Παράγωγο του νεοφιλελευθερισμού και συγχρόνως συνθήκη που τον τρέφει είναι ο ολοκληρωτισμός, ο οποίος εκφράζεται όχι μόνο στις "αγορές", αλλά και μέσα απ' τον εκφασισμό της κοινωνίας, τον εθνικισμό, τον ατομισμό, το δίκιο του ισχυρού και τη διαγενεακή αδικία. Σ' αυτές τις συνθήκες, γύρω από το ΟΧΙ συσπειρώθηκαν όχι μόνο δημιουργικές κοινωνικές δυνάμεις, αλλά και κομμάτια της κοινωνίας που δεν έχουν αποτολμήσει αυτοκριτική για τις δικές τους ευθύνες τα τελευταία 40 χρόνια, που αντιλαμβάνονται τη δημοκρατία ως ανάθεση, ενώ κάποια διακατέχονται από άγονο θυμό. Ενώθηκαν ετερόκλητες πολιτικές ομάδες που, κατά τα λοιπά, έχουν εκ διαμέτρου αντίθετες ιδεολογικές αναφορές για την Ευρώπη και το μέλλον της.
Για εμένα, δεν υπήρξε αμφιβολία. Από την πρώτη στιγμή στήριξα με την καρδιά και το μυαλό μου το ΟΧΙ, με πλήρη επίγνωση ότι θα είναι ένα μικρό βήμα σε έναν δύσβατο δρόμο αλλαγής καταστάσεων που σήμερα λαμβάνουμε ως δεδομένες. Ανήκω στους ψηφοφόρους του ΟΧΙ που διεκδικούμε μια άλλη Ευρώπη, των πολιτών και της βιωσιμότητας.
Από την άλλη, στο στρατόπεδο του ΝΑΙ δεν βρίσκεται μόνο η οικονομική ελίτ, οι πολιτικοί παράγοντες του χρεοκοπημένου κατεστημένου και όσοι φοβήθηκαν πως θα απολέσουν προνόμια που απέκτησαν σε βάρος του συνόλου. Ανάμεσα στους υποστηρικτές του ΝΑΙ διακρίνω πολλούς που δεν συμφωνούν με τη νεοφιλελεύθερη επιλογή της λιτότητας, αλλά η ψήφος τους καθορίστηκε από το φόβο αποχώρησης από την Ευρωπαϊκή οικογένεια. Με αυτούς σήμερα δεν έχουμε πολλά να χωρίσουμε. Αντίθετα, έχουμε πολλά να μοιραστούμε.
Το να χτίζεις συμφωνία γύρω από ένα ΟΧΙ είναι σχετικά εύκολο. Ιδίως, όταν απέναντί σου έχεις τους υπαίτιους για τα σημερινά αδιέξοδα. Σήμερα είναι μια μέρα που πρέπει να αρχίσουμε, επιτέλους, να χτίζουμε τα ΝΑΙ που θα μας ενώσουν, να βρούμε ποια οικονομία, ποια κοινωνία, ποια Ευρώπη θέλουμε. Σ' αυτά τα ΝΑΙ, οι συμμαχίες μας πρέπει να επαναπροσδιοριστούν και να διευρυνθούν. Η δική μας δύναμη δεν είναι τα λεφτά, αλλά η φωνή μας.
Κι όπως διάβασα αλλού, χθες καλά γράψαμε Ιστορία. Σήμερα να δούμε τι θα κάνουμε, στα Μαθηματικά.
Υ.Γ. Μετά το άτυπο δημοψήφισμα για το νερό της Θεσσαλονίκης, είχαμε, επιτέλους, κι ένα τυπικό δημοψήφισμα που, ως ένα σημείο, συνέβαλε στην εμπέδωση της δημοκρατίας σ' αυτή τη χώρα. Αναμένω το επόμενο βήμα: δημοψηφίσματα με πρόταση για ΝΑΙ, σε έτοιμα επί της αρχής νομοσχέδια. Ονειρεύομαι τη στιγμή, όπου οι πολίτες θα έχουμε ωριμάσει τόσο, ώστε να αποτολμήσουμε κι ένα συντακτικό δημοψήφισμα, πάνω σε πρόταση για ένα νέο Σύνταγμα που θα έχουμε συνδιαμορφώσει. Αυτή είναι, άλλωστε, η ουσία της δημοκρατίας (να είμαστε όλοι σε θέση να αποφασίζουμε για όσα μας αφορούν) και όχι η ανάθεση.