Του Σταύρου Λυγερού
Η προφυλάκιση του ζεύγους
Παπαντωνίου επανέφερε στο προσκήνιο το πρόβλημα της διαπλοκής-διαφθοράς, το οποίο
λειτούργησε και λειτουργεί σαν καρκίνωμα στο σώμα της Ελλάδας. Η
διαπλοκή-διαφθορά είναι διεθνές φαινόμενο. Στην Ελλάδα, όμως, έχει προσλάβει
γιγαντιαίες διαστάσεις, επειδή ουσιαστικά λειτούργησε στο πλαίσιο του τριγώνου
πολιτική ελίτ – Μίντια – ολιγαρχία του χρήματος.
Το αμαρτωλό αυτό τρίγωνο
λειτούργησε σαν στυλοβάτης και όχημα της κλεπτοκρατίας. Δεν είναι τυχαίο,
βεβαίως, ότι χρειάσθηκε να ξεπερασθούν όλα τα όρια για να δεήσει η Δικαιοσύνη
να κινηθεί εναντίον έστω και πολιτικά «καμμένων χαρτιών», όπως ο Τσοχατζόπουλος
και ο Παπαντωνίου. Η κάθε είδους προστασία και των τριών πλευρών του τριγώνου
(ολιγαρχία του χρήματος, πολιτική ελίτ και μιντιάρχες) σε βάρος του δημοσίου
συμφέροντος είχε καταστεί περισσότερο κανόνας παρά εξαίρεση.
Η εξάρτηση των κομμάτων και των
πολιτικών από το πολιτικό χρήμα και από τα Μίντια, σε συνδυασμό με τον έλεγχο
των Μίντια από ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες, είχε μετατοπίσει το κέντρο
βάρους στις σχέσεις πολιτικής και οικονομικής εξουσίας προς όφελος της
δεύτερης. Σε αρκετές περιπτώσεις οι πολιτικοί περιέρχονταν σε σχέση εξάρτησης,
εάν όχι “υπαλληλοποίησης”.
Η διαπλοκή στο αμαρτωλό τρίγωνο
καταρρακώνει κάθε έννοια υγιούς ανταγωνισμού και δημιουργεί κλίμα γενικευμένης
αναξιοπιστίας. Η Λερναία Ύδρα της διαπλοκής και της διαφθοράς δηλητηριάζει τις
ηθικές αξίες που στηρίζουν τον κοινωνικό ιστό, διαβρώνει το Κράτος Δικαίου,
νοθεύει τους κανόνες της αγοράς, θίγει την καλώς εννοούμενη επιχειρηματικότητα
και αποτρέπει παραγωγικές πρωτοβουλίες.
Από την παρακμή, στα βράχια
Παραλλήλως, προκαλεί και σοβαρές
δημοσιονομικές βλάβες. Ευθύνεται όχι μόνο για την εκτεταμένη φοροδιαφυγή και
φοροαποφυγή, αλλά συχνά και για τη σπατάλη και για τη λεηλασία του δημόσιου
χρήματος. Με άλλα λόγια, λειτούργησε σαν καρκίνωμα, που αλλοίωσε την ουσία του
δημοκρατικού πολιτεύματος, καταδίκασε την Ελλάδα στην παρακμή με τελικό
αποτέλεσμα το 2010 να πέσει στα βράχια.
Η διαπλοκή-διαφθορά έχει συμβάλει
καθοριστικά στην αποσάθρωση της εμπιστοσύνης των πολιτών προς το πολιτικό
σύστημα. Όταν, όμως, ο βαθμός εμπιστοσύνης πέφτει κάτω και από το αναγκαίο
ελάχιστο, ο κοινοβουλευτισμός περιέρχεται σε κρίση. Αυτό είχε αρχίσει να
συμβαίνει πριν η Ελλάδα βυθιστεί στην κρίση, αλλά από το 2010 έχει προσλάβει
πρωτοφανείς διαστάσεις. Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία το 2015 οφειλόταν και
σ’ αυτό το γεγονός.
Η κοντόθωρη στάση των τότε
κομμάτων εξουσίας (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ), αλλά όχι μόνο, είναι αλάνθαστο σημάδι ότι
είχαν χάσει την επαφή τους με την ίδια την έννοια του εθνικού και κοινωνικού
συμφέροντος. Το αποτέλεσμα ήταν να εδραιωθεί η εντύπωση στην κοινή γνώμη πως η
πολιτική είναι μια πολύ επωφελής υπόθεση για τους πρωταγωνιστές της. Η
ισοπεδωτική αυτή εντύπωση αδικεί τους έντιμους πολιτικούς. Από την άλλη πλευρά,
όμως, η γενική εικόνα έχει βάση αληθείας, όπως φαίνεται από τις περιπτώσεις
Τσοχατζόπουλου και Παπαντωνίου και βεβαίως όχι μόνο. Η διάχυση αυτής της
εντύπωσης αναμφισβήτητα διευκόλυνε την ανάδυση των χειρότερων στοιχείων του
Έλληνα.
Η κατάρρευση του κλεπτοκρατικού
μοντέλου μεγέθυνσης της οικονομίας κατέστησε ανενεργό το ανομολόγητο κοινωνικό
συμβόλαιο ανάμεσα στις άρχουσες ελίτ και στα μικρομεσαία στρώματα. Όταν ξέσπασε
η κρίση και η Ελλάδα περιήλθε ουσιαστικά σε καθεστώς μεταμοντέρνας “αποικίας”,
οι εγχώριες άρχουσες ελίτ έσπευσαν να συνταχθούν πίσω από τους δανειστές., Δεν
μπορούσαν, άλλωστε, δια του πολιτικού συστήματος να εξαγοράζουν τη λαϊκή
συναίνεση, ανεχόμενες τη φοροδιαφυγή, τη μικροδιαφθορά και την κάθε είδους
αυθαιρεσία.
Όμηρος των επιλογών του ο ΣΥΡΙΖΑ
Έτσι φθάσαμε στις τεκτονικές
αλλαγές που επέφεραν στο πολιτικό σύστημα οι εκλογές του 2012 και ακόμα
περισσότερο του 2015, όταν πρώτο κόμμα αναδείχθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ και σχηματίσθηκε η
κυβέρνηση Τσίπρα. Η πολιτική-εκλογική “ανταρσία” είχε μέσα από τη γνωστή
ταραχώδη διαδρομή ως κατάληξη την υπογραφή του 3ου Μνημονίου. Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ
και οι ΑΝΕΛ να μπήκαν στο μνημονιακό μονοπάτι, αλλά οι ψηφοφόροι τους, σε
αρκετές περιπτώσεις και πολίτες που δεν είχαν ψηφίσει αυτά τα κόμματα,
περίμεναν τουλάχιστον από την κυβέρνηση Τσίπρα να επιδείξει έργο στο μέτωπο της
διαπλοκής και της διαφθοράς.
Αλλά και σ’ αυτό το επίπεδο ο
απολογισμός είναι απογοητευτικός. Είναι αληθές πως επιλεκτικά εκδηλώθηκε
σχετική πρόθεση και πως υπήρξαν ισχυρές καθεστωτικές αντιστάσεις. Εξίσου αληθές
είναι, όμως, ότι ο πόλεμος εναντίον της διαπλοκής υπονομεύθηκε από το γεγονός
ότι η κυβέρνηση Τσίπρα προσπαθεί να δημιουργήσει τα δικά της διαπλεκόμενα
συμφέροντα.
Επειδή, μάλιστα, η προσπάθεια
κάθαρσης γίνεται κατά κανόνα με ερασιτεχνικό τρόπο και σε εχθρικό γήπεδο, δεν
έφερε ούτε καν αξιόλογο θεσμικό αποτέλεσμα. Η υπόθεση Novartis, μετά τον
εντυπωσιακό πολιτικό θόρυβο, πελαγοδρομεί σε κάποια γραφεία. Το πρακτικό
αποτέλεσμα ήταν η καταπολέμηση της διαπλοκής-διαφθοράς να εκφυλισθεί σε
εργαλείο επιλεκτικής εκκαθάρισης πολιτικών λογαριασμών και κατ’ επέκτασιν σε μέσο
εκτόνωσης της κοινής γνώμης δια της μεθόδου «δώσε αίμα στον λαό».
Για να δημιουργηθεί ένα πολιτικό
προηγούμενο και μία κουλτούρα στο ίδιο το πολιτικό σύστημα, η καταπολέμηση της
διαπλοκής-διαφθοράς πρέπει να αποτελεί οργανική θεσμική διαδικασία εξυγίανσης
στο πλαίσιο του Κράτους Δικαίου. Μόνο έτσι θα καταστεί ευσταθής και βιώσιμη.
Μόνο έτσι, δηλαδή, θα είναι δύσκολο και γι’ αυτή και για τις επόμενες
κυβερνήσεις να υποκύψουν στον πειρασμό παράκαμψης των κανόνων, χωρίς να
πληρώσουν πολιτικό-εκλογικό κόστος.