Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2018

Κάνε ένα τάμα στην Παναγιά μέσω... Ιντερνετ




Θες να ανάψεις ένα κεράκι στη μνήμη του παππού σου και δεν προκάμεις; Θες να κάνεις ένα τάμα στον Αγιο Φανούριο για να σου φανερώσει τον γαμπρό αλλά πέφτει μακριά η Τήνος;

Θες να ανάψεις μια λαμπάδα ίσαμε το μπόι του αφεντικού σου μπας και σου δώσει τα δεδουλευμένα του τελευταίου τριμήνου, αλλά πού να βρίσκεις πρόσφορο;

Ενώ οι Αγιοι πατέρες διασταυρώνουν τις πατερίτσες τους για την εκκλησιαστική περιουσία, μια... ιερή -αν και μη ευλογημένη επισήμως- start up έχει ξεκινήσει το αβέβαιο ταξίδι της στο διαδίκτυο. Ακριβώς πριν από μία εβδομάδα η ιστοσελίδα do my tama βγήκε στον αέρα για να φέρει άλλον αέρα στα τάματα, τα μνημόσυνα, τις αρτοκλασίες και τα τρισάγια.

Τώρα πια δεν χρειάζεται να ανεβαίνεις γονατιστός την ανηφοριά μέχρι την Παναγιά της Τήνου (και να λιώνεις και τα γονατάκια σου), με ένα κλικ κάνεις το τάμα σου και όλα τα άλλα είναι στα χέρια του Κυρίου.

Online προσευχές



Πριν από τρία χρόνια ήταν η Μητρόπολη Κίτρους, Κατερίνης και Πλαταμώνος που άνοιξε την ψηφιακή εποχή για τους πιστούς, τους οποίους καλούσε να στέλνουν online τις προσευχές τους!

Οι ιερείς τυπώνουν τα ηλεκτρονικά μηνύματα και μνημονεύουν στη συνέχεια τα ονόματα στις ενορίες τους.

Οπως εξηγούσε τότε ο μητροπολίτης στην εφημερίδα «Ελευθερία», η επαφή μέσω μέιλ με τον Υψιστο άνοιξε νέους ορίζοντες στο ποίμνιο: «Οι νέοι συνήθιζαν να μου λένε, “πάτερ, προσευχήσου για εμένα”, δεν γνώριζαν για τη μνημόνευση των ονομάτων υπέρ υγείας και υπέρ αναπαύσεως», αναφέρει ο μητροπολίτης Κίτρους, Κατερίνης και Πλαταμώνος. «Γι’ αυτό με λειτουργική ευλάβεια δημιουργήσαμε τη συγκεκριμένη φόρμα για όλους τους νέους που έχουν πρόσβαση στην τεχνολογία».

Αρκεί να σκεφτεί κανείς πως τα ετήσια έσοδα μόνο του Πανελλήνιου Ιδρύματος Ευαγγελίστριας της Τήνου ξεπερνούν τα 3,6 εκατομμύρια ευρώ για να καταλάβει πόσο μεγάλη αγορά είναι τα τάματα (και τα θαύματα).

Μετά τα νεκροταφεία, όπου ιδιώτες αναλαμβάνουν να ανάβουν τα καντήλια στα μνήματα, τώρα η ιδιωτική πρωτοβουλία μπαίνει και στα τάματα...

Με ένα κλικ επιλέγεις το μοναστήρι. Με ένα δεύτερο, το τάμα σου. Με ένα τρίτο στέλνεις τα ονόματα όσων θες να μνημονευθούν.

Το online τάμα έχει όλες τις hipe μονές: και Παναγία της Τήνου και Αγιο Ιωαννη Ρώσο και Αγιο Ιωάννη Θεολόγο και Αγιο Νεκτάριο. Και κάθε είδους προσφορά προς τα θεία: από απλή μνημόνευση μέχρι πρόσφορο και τάμα από κάθε είδους υλικό.

Μπορείτε επίσης να διαλέξετε Θεία Λειτουργία σε Εξωκλήσι, Αγιογράφηση Ιερού Ναού, Αγορά Εικόνας, Επιμνημόσυνη Δέηση-Θρησκευτικό Μνημόσυνο.

Η ιστοσελίδα προσφέρει και πιο προχωρημένα προϊόντα: θεία λειτουργία Κυριακής online αλλά και αρτοκλασία την ημέρα της ονομαστικής σας γιορτής. Και για τους πολύ μερακλήδες, τρισάγιο στον τάφο του νεκρού ή επιμνημόσυνη δέηση στην εκκλησία.

Ολα αυτά με τις φωτογραφίες τους και τα βίντεό τους -να έχετε να βλέπετε το μνημόσυνο της γιαγιάς τις κρύες νύχτες του χειμώνα, όταν τελειώσετε με το Casa de papel. Εύκολα, γρήγορα κι απλά- εντάξει, και κάπως τσουχτερά.

Η απλή μνημόνευση στις προσευχές κάποιου ιερέα προσφέρεται δωρεάν, αν όμως δεν θέλετε να μπερδέψει η Θεία Πρόνοια τον δικό σας «Νικόλαο» με εκείνον δυο στενά παρακάτω, μπορείτε να στείλετε και φωτογραφία του. Σε αυτή την περίπτωση, το κόστος ανεβαίνει στα 40 ευρώ. Αν θέλετε λαμπαδίτσα, με μνημόνευση από το βασικό πακέτο και φωτογραφία, πάμε στα 100 ευρώ.

Στο πρόσφορο τα πράγματα κάπως δυσκολεύουν: 120 ευρώ αν σας το στείλουν φωτογραφημένο κι ευλογημένο, 170 αν έρθει σε βίντεο. Τα παραδοσιακά τάματα -τα χάλκινα ταμπελάκια με τα πόδια, τα χέρια, τα μάτια και τα στρουμπουλά μωρά- είναι για τους αληθινούς ρέκτες της ορθοδοξίας: 170 ευρώ με φωτογραφία και 200 με βίντεο (συμπεριλαμβάνονται όμως και μνημόνευση και λαμπάδα και πρόσφορο).

Στη Χοζοβιώτισσα

Οπως διαβάζουμε στην ιστοσελίδα τους, η ομάδα που τρέχει τα τάματα αποτελείται από 70 άτομα. Κι αυτή είναι η ιδέα πίσω από το λόγκο do my tama: «Η αγάπη και η ελπίδα είναι οι βασικές αξίες που κρατούν τη φλόγα της Ορθοδοξίας αναμμένη. Η ομάδα του Do My Tama ζει και εργάζεται με πρωταρχικό στόχο να μη σβήσει ποτέ η φλόγα αυτή. Η φλόγα από το δικό σου κερί».

Κι αν το δικό μου κερί δεν είναι στη λίστα με τα προσφερόμενα; Είναι, ας πούμε, λίγο πιο μακριά, σαν τη Χοζοβιώτισσα στην Αμοργό; «Βεβαίως και θα πάμε και στην Αμοργό και στη Δονούσα και όπου θέλει η ψυχή σας».

Η νεαρή Μαρία Ψυρίδη που απαντά στο τηλέφωνο είναι η δημιουργός της σελίδας. «Δουλεύουμε για όλους εσάς που είστε μακριά».

Κι εν προκειμένω, τι θα γίνει με την Αμοργό; «Θα ψάξουμε αν έχουμε ανθρώπους μας στο νησί, αν όχι, θα στείλουμε από την Αθήνα» - φυσικά, όλα τους τα έξοδα δικά μου: και τα εισιτήρια και η διαμονή και το φαγητό.

«Μα πόσοι άνθρωποι χρειάζονται για να ανάψουν μια λαμπάδα;», ρωτάω αφελώς. «Ενας που θα την ανάψει κι άλλος ένας να βιντεοσκοπήσει, να έχετε να βλέπετε την τελετή», με αποστομώνει η κυρία Ψυρίδη.

«Κάπως ακριβά δεν είναι 100 ευρώ για μια λαμπαδίτσα;», τολμώ να ψελλίσω. «Ε, όχι κι ακριβά, συμπεριλαμβάνεται και η μνημόνευση με φωτογραφία. Τώρα, τι να σας πω... υπάρχει και η δωρεάν μνημόνευση, χωρίς φωτογραφία ωστόσο... Καταλαβαίνετε».

Πώς δεν καταλαβαίνω, να πάει η δέηση στα κουτουρού σε όποιον Αντώνιο να ’ναι και ουχί τον δικό μου μπαμπά; Παίζουμε με αυτά;

Βεβαίως, επειδή η εταιρεία μόλις ξεκίνησε κι ακόμα δεν έχει αρχίσει τις ειδικές αποστολές σαν τη δική μου, η κυρία Ψυρίδη μού ζητάει να στείλω με μέιλ το αίτημα.

«Θα κοστολογήσουμε και θα σας πούμε ακριβώς. Θα σας δώσουμε τον αριθμό λογαριασμού του ιερού ναού και τον δικό μας κι αν θέλετε να κάνετε και μια καλή πράξη ακόμα, σας στέλνουμε και τον αριθμό λογαριασμού μιας ΜΚΟ να βάλετε κι εκεί κάποια χρήματα».  
  

Φέρτε πίσω τα ενεχυροδανεισμένα




Η μυθοπλασία σμίγει με την πραγματικότητα και το θησαυροφυλάκιο του θείου Σκρουτζ ζωντανεύει στις οθόνες μας. Μόνο που δεν βρίσκεται στη Λιμνούπολη, αλλά στην Αττική. Δεν περιέχει μόνο χρυσά νομίσματα, αλλά και ράβδους χρυσού, κοσμήματα, ρολόγια, εικονίσματα, κυνηγετικές καραμπίνες, ασημένια μαχαιροπίρουνα. Είναι ο θησαυρός του Ριχάρδου.

Αφήνω στους πιο ειδικούς το ποινικό μέρος της υπόθεσης. Αυτό που κυριαρχεί στις εικόνες είναι η πληθωρική παρουσία του χρυσού. Ο Ριχάρδος πλάι σε ένα ογκώδες χρυσό τηλέφωνο. Ο Ριχάρδος και πλάι του ένα χρυσό κύπελλο. Ογκώδες χρυσό ρολόι στον καρπό. Ο Ριχάρδος καθισμένος σε έναν χρυσό θρόνο. Σε ένα άλλο βίντεο κάθεται σε έναν άλλο χρυσό θρόνο με διαφορετικό ντιζάιν. Μόνο στην οικία Πατούλη είχαμε δει τόσο πολύ χρυσό (προφανώς χρυσαλοιφή) σε έπιπλα.

Μετά τη σύλληψη του επιχειρηματία, προβλήθηκαν βίντεο που δείχνουν τη μεγαλοπρεπή ημιτελή κατοικία του σε ένα αχανές οικόπεδο σε μια ερημιά στην Ανάβυσσο. Τσιμεντένιοι κίονες που θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε δωρικούς, ένα αέτωμα άνευ γλυπτών και μια χρυσίζουσα δίφυλλη πύλη. Μια πισίνα σαν τη λίμνη του Μαραθώνα. Και πλάι στην είσοδο ένα ιδιωτικό παρεκκλήσι…

Εντελώς ασύμβατος φαίνεται ο τρόπος ζωής και επαγγελματικής δράσης του Ριχάρδου με ό,τι περιγράφει στη θρυλική «Ουτοπία» ο Τόμας Μορ. Εκεί, στο νησί της Ουτοπίας, ο χρυσός θεωρείται το πιο άχρηστο απ’ όλα τα μέταλλα γιατί δεν μπορείς μ’ αυτόν να φτιάξεις ούτε σκεύη ούτε εργαλεία. Τον έχουν μόνο για τα δοχεία νυκτός και για τις αλυσίδες και τους χαλκάδες με τους οποίους δένουν τους αιχμαλώτους πολέμου.

Ο κ. Τσίπρας καμαρώνει για την εξάρθρωση του δικτύου λαθρεμπορίας χρυσού. Ομως η δυστυχία, η φτώχεια του κόσμου που γέννησε το φαινόμενο των ενεχυροδανειστηρίων διαιωνίστηκε και επί των ημερών του. Τα κίτρινα μαγαζιά πολλαπλασιάστηκαν. Και δεν μας παρηγορεί η σκέψη ότι «ένας άλλος Ριχάρδος θα βρεθεί, καλύτερος απ’ αυτόν». Γιατί πιο σοκαριστικό από τις όποιες παρανομίες του Ριχάρδου είναι τα αθέατα δράματα πίσω από κάθε ενέχυρο.

Αντί για «Φέρτε πίσω τα κλεμμένα», να πούμε «Φέρτε πίσω τα ενεχυροδανεισμένα»; Ομως τα έχουμε ξεγράψει. Βέρες, δόντια, κουταλάκια. Οπως τείνουμε να ξεγράψουμε και να ξεχάσουμε ό,τι κάποτε θεωρούσαμε αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα – καλύτερα ας μην τα αναφέρω, τα ξέρουμε.

Ο Ριχάρδος δεν είναι μόνος του. Μοιάζει να εκπροσωπεί έναν ολόκληρο κόσμο. Τα χρυσά παιδιά των επιχειρήσεων, του θεάματος, της τάχα υψηλής δημοσιογραφίας, της κοσμικής φιλανθρωπίας κ.λπ. Εναν κόσμο επιδεικτικής κατανάλωσης, κυνισμού, σκληρότητας και αμάθειας. Εναν κόσμο κυρίαρχο.

Tο ντίζελ, που είναι η αφορμή



Γράφει η  Λώρη Κέζα

Ξεκίνησε από την τιμή της βενζίνης αλλά ήταν μόνο η αφορμή. Η Γαλλία έχει να ζήσει τέτοια εξέγερση, τέτοιες ταραχές, ακριβώς μισό αιώνα. 

Υποτίθεται ότι οι ιδιοκτήτες οχημάτων αγανάκτησαν με την τιμή των καυσίμων κίνησης και βγήκαν στο δρόμο φορώντας αυτό το κίτρινο γιλέκο που υπάρχει υποχρεωτικά σε κάθε αυτοκίνητο για περίπτωση ανάγκης. Υποτίθεται. Η κρίση είναι πολύ πιο βαθιά και θίγει θεμελιώδεις αξίες της Γηραιάς Ηπείρου. 

Η Ευρώπη του εικοστού πρώτου έγινε η ήπειρος των μεγάλων ανισοτήτων, η ήπειρος των φτωχών και των απέλπιδων. Όπως και οι Έλληνες Αγανακτισμένοι, έτσι και οι διαδηλωτές της Γαλλίας αδυνατούν να τα βγάλουν πέρα, να έχουν μια κανονική ζωή. Είναι άνθρωποι που δυσκολεύονται να πληρώσουν τους λογαριασμούς, που μετρούν τα φραγκοδίφραγκα στο τέλος του μήνα. Είναι η μεσαία τάξη που εξαφανίζεται βίαια και αντιδρά βίαια σε αυτήν την προοπτική εξαφάνισης. Κάτι έχει γίνει λάθος στη διανομή του πλούτου ενώ ταυτόχρονα ο ευρωπαϊκός πλούτος μειώνεται. 

Μια νέα οικονομία αναπτύχθηκε στην Κίνα αλλά ουδείς αντέδρασε προληπτικά ούτε ελήφθησαν μέτρα. Η Κίνα είναι ένας από τους λόγους της πτώσης, σίγουρα όχι ο μόνος, σίγουρα ενδεικτικός. Θυμόμαστε τα κόλπα που χρησιμοποιήθηκαν για να αποφύγουν δασμούς. Έφτανε ένα κοντέινερ γεμάτο αριστερά παπούτσια ως δείγματα. Το επόμενο κοντέινερ έφτανε γεμάτο δεξιά παπούτσια, άρα όλα τα ζευγάρια που προέκυπταν πωλούνταν τελικά χωρίς δασμούς. Φτιαγμένα από σκλάβους. Ακόμα και αυτό το προσπέρασε η Ευρώπη, ότι οτιδήποτε φοράμε, οτιδήποτε αγγίζουμε από κινεζικό εργοστάσιο είναι κατασκευασμένο με πόνο, είναι κατασκευασμένο εκεί που δεν υπάρχουν δικαιώματα. Οι εργάτες κοιμούνται σε κρεβάτια με βάρδιες, οκτώ ώρες, σηκώνεται ο ένας, ξαπλώνει ο άλλος, ούτε σπίτι ούτε τίποτα, μόνο δουλειά με μισθό ψίχουλα και κανένα δικαίωμα. 

Όσο μικραίνει η ευρωπαϊκή οικονομία τόσο μεγαλώνουν οι ανισότητες. Για κάθε κράτος υπάρχουν λίστες, για τα έξοδα διαβίωσης. Το περίφημο «καλάθι της νοικοκυράς», τα έξοδα στέγασης, τα έξοδα για φως, νερό, τηλέφωνο. Σε κανένα ευρωπαϊκό κράτος ο βασικός μισθός δεν επαρκεί για να καλυφθούν αυτά τα βασικά, τα αναγκαία. Κι αν καλύπτονται τα αναγκαία, για τα υπόλοιπα, για την κατανάλωση, οι χαμηλόμισθοι καταλήγουν στις φτηνές απομιμήσεις, δηλαδή στα κινέζικα. Οπότε κλείνουν μικρές παραγωγικές μονάδες. Δεν υπάρχουν πια μικρές βιοτεχνίες εκτός από εκείνες που κατασκευάζουν είδη πολυτελείας. Συμβαίνει και στην Ελλάδα, όπως και στη Γαλλία και την Ιταλία και την Ισπανία. Κάποιος που φτιάχνεις ας πούμε τσάντες, τις πωλεί σε τιμές υψηλότερες του βασικού μισθού. Μια τσάντα ένας μισθός, αυτή είναι η αναλογία. Οι πελάτες oλίγοι, από μια ολιγαρχία που διασώζεται όσο ο Ευρώπη καταρρέει. Και τα μεγάλα εργοστάσια πωλούνται σε ξένες εταιρείες. Οι αυτοκινητοβιομηχανίες για παράδειγμα περνούν η μια μετά την άλλη σε εταιρείες που δεν είναι ευρωπαϊκές. 

Το κίνημα των γιλέκων όπως και το κίνημα των αγανακτισμένων εξεγείρεται ενάντια στην επέκταση της φτώχειας. Κοινό χαρακτηριστικό είναι η αυτονόμηση από τα κόμματα, κάτι που διαφεύγει από την ανάλυση των ευρωπαϊκών κομμάτων. Εστιάζουν στην ακροδεξιά και στην προσπάθεια των ακραίων να προσελκύσουν μέλη. Δεν είναι όμως αυτό το νόημα της εξέγερσης. Άφωνος ο πολιτικός κόσμος γίνεται παρατηρητής των εξελίξεων χωρίς να αρθρώνει πρόταση. Ποια είναι άραγε η πρόταση για την ανάκαμψη, ποια είναι η πρόταση που θα διασφαλίζει αυτά τα βασικά που κέρδισε η Ευρώπη μετά τη Γαλλική Επανάσταση; Η Ευρώπη ήταν και πρέπει να παραμείνει ανθρωποκεντρική αλλά φαίνεται να λείπουν τα εργαλεία για κάτι τέτοιο. Ξεκινά μια νέα εποχή και όλα δείχνουν ότι ο πολιτικός κόσμος ήταν απροετοίμαστος.

  

Ανάπηροι, αυτοί οι αόρατοι





Στη διαφήμιση, ένα αναπηρικό καροτσάκι κινείται στην πόλη, ακυβέρνητο. Γλιστρά και σκοντάφτει διαρκώς πάνω σε εμπόδια, αποκλεισμένες ράμπες και κατεστραμμένα πεζοδρόμια. Καλή ώρα, σαν τα συγκρουόμενα του Λούνα Παρκ, μόνο που εδώ, πρόκειται για χιλιάδες ανάπηρους, οι οποίοι καθημερινά προσκρούουν στην αδιαφορία και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Το μήνυμα τους, αν και βουβό, προβάλλει αφοπλιστικό: «Το να προσποιούμαστε πως είναι αόρατοι, δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν».
 
Κι όμως, οι «αόρατοι» πρωταγωνιστές της κοινωνίας αποτελούν περίπου το 10% του πληθυσμού! Ιλιγγιώδες νούμερο, που γεννά την απορία: «Πού κρύβεται όλο αυτό το πλήθος; Πώς ζει; Τι κάνει και - το σημαντικότερο - τι απολαμβάνει από μία ''φυσιολογική'' και πρωτίστως, ισότιμη ζωή;». Η διαπίστωση προβάλλει αποκαρδιωτική. Ο μοναδικός δημόσιος χώρος, όπου θα συναντήσεις ανάπηρους, είναι πλέον τα Νοσοκομεία.
 
Οι απαντήσεις, πολύ φοβάμαι, είναι αποθαρρυντικές. Διότι το μέγα πλήθος των ανάπηρων αγνοείται, εφόσον παραμένει εγκλωβισμένο στο σπίτι και μάλιστα ακούσια. Μία αδιέξοδη δηλαδή κατάσταση, που αποδεικνύει με κυνισμό πως δεν υπάρχει πρόνοια γι' αυτούς τους ταξιδιώτες.
 
Αυτό αισθάνομαι πως νιώθουν και οι αόρατοι συμπολίτες μας. Κοιτούν μία απέραντη θάλασσα, αλλά μένουν αταξίδευτοι. Ποθούν τις μεγάλες αποδράσεις, αλλά αναγκάζονται να ζουν σε μία σπιθαμή γης. Επιζητούν τ' όνειρο, αλλά εγκλωβίζονται στον εφιάλτη της δοκιμασίας τους. Επιδιώκουν την απόδραση και τη φυγή, αλλά καθηλώνονται στη μιζέρια και την αυτο-λύπηση… Κοντολογίς, παρακολουθούν πίσω από τέσσερις τοίχους τη ζωή να σαλπάρει γι' αλλού. Κάπου εδώ, νομίζω, κρύβεται και η λέξη-κλειδί. Γιατί μπορεί κάποτε η ζωή να σε φιλοδώρησε μ' ένα βαρύ γραμμάτιο, εντούτοις, το γεγονός καθαυτό, δεν είναι ούτε σπάνιο, ούτε ανυπέρβλητο. Αρκεί οι τριγύρω να συνειδητοποιήσουν πως μονάχα ο ανθρωπισμός και η αλληλεγγύη μπορούν να υποκαταστήσουν όσα ο Χρόνος μάς στέρησε. Κι αυτό κατορθώνεται χάρη σε μία πολύτιμη λέξη:
Την πρόσβαση στη φυσιολογική ζωή.
 
Γι' αυτό και η κοινότητα των ανάπηρων αγωνίζεται ώστε να κατοχυρωθεί το δικαίωμα της προσβασιμότητας. Που σημαίνει, πρόσβαση αρχικά στην απρόσκοπτη μετακίνηση. Πρόσβαση στην εργασία και την ψυχαγωγία. Πρόσβαση στα υλικά και πνευματικά αγαθά! Πρόσβαση, άρα, στην επικοινωνία, τη συντροφικότητα και προφανώς, τον έρωτα. Ένα πολυπόθητο δώρο, που μοιάζει σαν απαγορευμένος καρπός για την πλειονότητα όσων ζουν στον αφιλόξενο πλανήτη της αναπηρίας.
 
Η εικόνα φαντάζει τραγική. Να διψάς ν' απολαύσεις τα δώρα της ζωής και του έρωτα, αλλά στο φινάλε να μένεις με τη γεύση του ανεκπλήρωτου. Μία ατελέσφορη απόπειρα ελευθερίας, που, όπως θα έλεγε και ο Ρίτσος, αφήνει πίσω της «μία τούφα λυπημένο καπνό κατά το λιόγερμα».    

Η ψυχή του φονιά μυρίζει μολόχα (2. Ισμαήλ)



Το πρώτο μέρος εδώ Η ψυχή τουφονιά μυρίζει μολόχα (1.Σάρα) ~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο ψυχίατρος άκουσε προσεκτικά τι του είπαν οι γονείς.
“Δεν νομίζω ότι ήταν κάτι παραπάνω από εφιάλτης”, είπε στο τέλος

Η Ναταλία μόνο κούνησε το κεφάλι. Ήταν έτοιμη ν’ αλλάξει γιατρό.

“Εντάξει”, είπε εκείνος που διάβασε την αντίρρηση της. “Θα μπορούσε να είναι και σχιζοειδές επεισόδιο. Αλλά δεν γίνεται να κάνουμε διάγνωση με την πρώτη. Σίγουρα δεν θέλετε ν’ αρχίσει η Σάρα τα αντιψυχωτικά στα καλά καθούμενα.”
“Δεν ήταν καθόλου, καθόλου καλά καθούμενα.”
“Εντάξει, το δέχομαι, Ναταλία. Θες όμως να περιμένουμε μερικές νύχτες ακόμα; Το αντέχεις;”
“Εγώ;”
“Ναι, εσύ προπάντως.”

Έτσι της είπε. Και της μίλησε αυστηρά. Η Ναταλία κατάλαβε πως ό,τι κι αν έλεγε θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εναντίον της.

Απέναντι είχε τον Ιεροδικαστή. Εκείνη ήταν η τρελή που έμεινε δύο χρόνια κατατονική. Έπρεπε να ηρεμήσει, για το καλό της Σάρας. Συμφώνησε να περιμένουν μερικές νύχτες.

Αλλά δεν χρειάστηκε. Το βράδυ άρχισε πάλι ο τρόμος.

Ακούσανε τη Σάρα να βγάζει πάλι τις ίδιες τρομαχτικές φωνές.
“Σταμάτα!” είπε η Ναταλία στον Νίκο που έκανε να τρέξει στο δωμάτιο της μικρής.

Πήρε το κινητό της, πήγε στο κρεβάτι της και τράβηξε βίντεο. Δεν την ξύπνησε απ’ τον εφιάλτη. Πονούσε που το έκανε, αλλά ήξερε ακριβώς γιατί το έκανε.

Η Σάρα φώναζε για δεκαπέντε λεπτά κι είκοσι οκτώ δευτερόλεπτα. Τόσο διαρκούσε το βίντεο -αν κι είχε αρχίσει να ουρλιάζει νωρίτερα.

Μετά ξαφνικά σταμάτησε κι έγινε ένα κανονικό παιδί που κοιμόταν. Η Ναταλία είπε στον Νίκο να την προσέχει και πήγε στο διπλανό διαμέρισμα, στη Γιαζίφ.

Εκείνη ήταν ξύπνια, άνοιξε την πόρτα πριν καν χτυπήσει το κουδούνι.
“Τι συμβαίνει;” ρώτησε τη Ναταλία.
“Τ’ άκουσες;”
“Το άκουσα και χθες. Αλλά χθες τέλειωσε γρήγορα. Σήμερα… Τι ‘ν’ αυτό το πράγμα;”
“Η Σάρα”, είπε η Ναταλία.

Της έβαλε να δει, ν’ ακούσει το βίντεο. Με τις πρώτες λέξεις η Γιαζίφ έκλεισε το στόμα της με την παλάμη της, και κάρφωσε τα μάτια στο πάτωμα. Άκουσε λίγο ακόμα. Μετά είπε κάτι στα τούρκικα:
“Σέιταν”
Φώναξε στη Ναταλία να το κλείσει.
“Σέιταν”
Γύρισε σαν πυξίδα που έχει απομαγνητιστεί, μέχρι που βρήκε την ανατολή, ακούμπησε τα χέρια στο μέτωπο και προσευχήθηκε. Η Ναταλία την περίμενε να τελειώσει.

“Τι λέει;” τη ρώτησε σαν γύρισε προς το μέρος της.
“Αυτά δεν είναι λόγια που μπορώ να πω.”
“Είναι τούρκικα, δεν είναι;”
“Είναι. Αλλά αυτά δεν μπορεί να τα λέει ένα κοριτσάκι. Δεν μπορεί να τα λέει κανένας άνθρωπος. Σέιταν!”
“Τι ‘ν’ αυτό που λες;”
“Ξέρεις τι λέω, την ξέρεις τη λέξη.”
“Σέιταν; Σατανάς;”
“Μόνο αυτός μιλάει έτσι, μόνο αυτός κάνει έτσι.”

Η Ναταλία δεν πίστευε στον Σατανά. Αλλά έπρεπε να βοηθήσει την κόρη της. Ρώτησε τη Γιαζίφ, την παρακάλεσε, να της πει τι έλεγε στον εφιάλτη η μικρή.

“Είναι αδύνατον να στα πω κανονικά”, είπε η Τουρκάλα. “Μιλάει για δολοφονίες, για μωρά που τους σπάνε τα κεφάλια, για βιασμούς γυναικών και παιδιών, για ξεκοιλιάσματα. Σέιταν. Αλλά το πιο τρομαχτικό δεν είναι αυτό, δεν είναι μόνο αυτό.”
“Τι; Τι είναι χειρότερο;” ρώτησε η Ναταλία που είχε διαισθανθεί το χειρότερο.
“Το απολαμβάνει! Ο Σέιταν μιλάει με τη φωνή της κόρης σου και λέει πόσο χαίρεται που λιώνει τα κρανία των… Δεν μπορώ.”

Η Γιαζίφ γύρισε προς την ανατολή κι έπεσε να προσευχηθεί. Η Ναταλία κατάλαβε ότι ο ψυχίατρος δεν θα τη βοηθούσε.

~~

Υπάρχουν άπειροι κόσμοι. Κι άλλες τόσες πραγματικότητες. Αυτά, αν τα πολλαπλασιάσεις με το άπειρο κάθε πιθανότητας θα καταφέρεις ν’ αγγίξεις μια τρίχα του ονείρου.

Το όνειρο δεν είναι ζωή. Ούτε θάνατος. Είναι το ίχνος που πιάνει ο νους όταν σταματά να είναι χωμένος στην θνητότητα. Μια κλωστή απ’ το χαλί της ύπαρξης.

Όταν είσαι ξύπνιος μπορείς να καταλάβεις πολλά. Όταν κοιμάσαι μπορείς να καταλάβεις όλα εκείνα που ξεπερνούν την κατανόηση.

Πολλοί νομίζουν ότι τα όνειρα είναι ανοησίες ενός κοιμισμένου νου. Κι όμως, ισχύει το αντίθετο. Η πραγματικότητα του ξύπνιου είναι ανοησία. Στον ύπνο μόνο μπορούμε ν’ αγγίξουμε την αφαίρεση που περιγράφει το ανάλεκτο.

Όταν κοιμάμαι, όταν ονειρεύομαι, μπορώ ν’ ακούσω τον Θεό. Γιατί τότε χάνομαι και γίνομαι. Όταν ξυπνάω ψάχνω να βρω τι απέμεινε απ’ το Ολόκληρο.

Δεν είναι τυχαίο, δεν είναι. Το κατάλαβαν κι αυτοί. Για να κατανοήσουν τους εφιάλτες μου με έβαλαν να κοιμηθώ περισσότερο.

~~

Η Μαρίζα τους είπε να την πάνε για εξορκισμό. Ο Νίκος συνέχισε να εμπιστεύεται τον ψυχίατρο. Η Ναταλία δεν ήθελε κανένα απ’ τα δύο.

Ένιωθε, χωρίς να ξέρει γιατί, ότι η λύση ήταν άλλη, ότι ήταν μέσα στο όνειρο. Ρώτησε, έψαξε, και βρήκε έναν ψυχαναλυτή ειδικό στις υπνώσεις.

Μίλησε μαζί του -να δει αν ήταν τσαρλατάνος. Εκείνος της είπε τα πράγματα απλά. Η ύπνωση δεν είναι θεραπεία για τίποτα. Δεν είναι καν θεραπεία. Είναι ένας ύπνος υπό καθοδήγηση.

Στον ύπνο οι άνθρωποι δεν ελέγχουν τη συνείδηση τους -μάλλον δεν τους ελέγχει η συνείδηση τους. Είναι σαν να υπάρχει κάποιος άλλος εκείνες τις ώρες, ειδικά τις περιόδους του παράδοξου ύπνου, της φάσης REM, όταν ονειρεύονται.

Ο ψυχαναλυτής το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να την υπνωτίσει, οπότε να ονειρεύεται σύμφωνα με τις οδηγίες του. Το υποκείμενο, η Σάρα στη προκειμένη περίπτωση, δεν θα είχε συνείδηση όσων συμβαίνουν, όσων ονειρευόταν, αλλά θα μπορούσε να μιλήσει γι’ αυτά.

“Θα πετύχει;” ρώτησε η Ναταλία.
“Δεν σας υπόσχομαι τίποτα. Δεν ξέρω καν τι θα γίνει.”

Της είπε ότι χρέωνε εκατό ευρώ τη συνεδρία. Βρήκαν ένα διερμηνέα, έναν δίγλωσσο Έλληνα. Πήγαν το ίδιο απόγευμα, λίγο πριν βραδιάσει. Ο διερμηνέας μίλησε τούρκικα με τη Σάρα. Μετέφρασε αυτά που του έλεγε ο ψυχαναλυτής. Η Σάρα δεν φαινόταν να φοβάται.

Έβαλαν μια κάμερα σε τρίποδο να καταγράφει τη συνεδρία. Η Σάρα ξάπλωσε. Οι γονείς έκατσαν λίγο πιο πίσω. Ο ψυχαναλυτής έλεγε στον διερμηνέα τι έπρεπε να πει.

(Ηρέμησε. Ανέπνεε αργά. Πιο αργά. Σιγά σιγά θα κοιμηθείς. Ανέπνεε αργά. Αργά. Κλείσε τα μάτια σου. Ανέπνεε αργά. Αργά. Θα κοιμηθείς και θ’ ακούς τη φωνή μου στον ύπνο σου. Ανέπνεε αργά. Κοιμήσου.)

Της μιλούσε έτσι για λίγα λεπτά. Η ανάσα της Σάρας έγινε αργή. Μετά ξεκίνησαν οι οφθαλμικές κινήσεις κάτω απ’ τα κλειστά βλέφαρα. Ονειρευόταν.

~~

(Καταγραφή πρώτης συνεδρίας. Ώρα 18:30
Υποκείμενο ύπνωσης: Σάρα Τανκιάν
Μετάφραση από τούρκικα)

ΔΙΕΡΜΗΝΕΑΣ: Τι βλέπεις;
ΣΑΡΑ: Μπαίνουμε στην πόλη.
ΔΙΕΡΜΗΝΕΑΣ: Μπες… Ποια πόλη είναι;
ΣΑΡΑ: Η Σμύρνη.
ΔΙΕΡΜΗΝΕΑΣ: Η Σμύρνη στην Τουρκία;
ΣΑΡΑ: …
ΔΙΕΡΜΗΝΕΑΣ: Πώς μπαίνεις στην Σμύρνη;
ΣΑΡΑ: Με το άλογο.
ΔΙΕΡΜΗΝΕΑΣ: Είσαι μόνη;
ΣΑΡΑ: Δεν είμαι μόνος.
ΔΙΕΡΜΗΝΕΑΣ: Με ποιους είσαι;
ΣΑΡΑ: Με τους δικούς μου.
ΔΙΕΡΜΗΝΕΑΣ: Πώς σε λένε;
ΣΑΡΑ: Ισμαήλ. Ισμαήλ, ο Πεχλιβάνης.
ΔΙΕΡΜΗΝΕΑΣ: Γιατί πας στη Σμύρνη;
ΣΑΡΑ: Να μακελέψουμε τους γκιαούρηδες.
ΔΙΕΡΜΗΝΕΑΣ: Συνέχισε να προχωράς… Πού έφτασες τώρα;
ΣΑΡΑ: Μπήκαμε στη μεριά των Αρμένηδων.
ΔΙΕΡΜΗΝΕΑΣ: Τι κάνεις;
ΣΑΡΑ: Σφάζω.
ΔΙΕΡΜΗΝΕΑΣ: Τι… Ποιον σφάζεις;
ΣΑΡΑ: Όποιον βρω μπροστά μου.

(Ένα μικρό διάλειμμα. Ο διερμηνέας κοιτάει τον ψυχαναλυτή. Σηκώνει τα χέρια του, σαν να ρωτάει τι να κάνει. Εκείνος του κάνει νόημα να συνεχίσει και του υπαγορεύει την επόμενη ερώτηση.)

ΔΙΕΡΜΗΝΕΑΣ: Γιατί τους σφάζεις;
ΣΑΡΑ: Γιατί είναι γκιαούρηδες. Μας πίνουν το αίμα. Η Τουρκία στους Τούρκους.
ΔΙΕΡΜΗΝΕΑΣ: Συνέχισε να προχωράς… Πού είσαι τώρα;
ΣΑΡΑ: Φτάσαμε στην εκκλησία τους. Έχουν ταμπουρωθεί εκεί. Έχουν όπλα.
ΔΙΕΡΜΗΝΕΑΣ: Τι κάνετε;
ΣΑΡΑ: Τους ρίχνουμε βόμβες. Δεν βγαίνουν. Τους πνίγουμε στον καπνό.
ΔΙΕΡΜΗΝΕΑΣ: Πήγαινε παρακάτω. Τι γίνεται μετά;
ΣΑΡΑ: Μπαίνουμε μέσα. Πυροβολάνε οι άντρες. Οι γυναίκες προσεύχονται και τσιρίζουν. Σκοτώνουμε τους άντρες πρώτα. Μετά κάνουμε κομμάτια τα παιδιά. Πιάνω ένα μωρό, απ’ την αγκαλιά μιας ωραίας μάνας. Του σπάζω το κρανίο σαν καρύδι. Μετά ρίχνω τη μάνα κάτω και τη γαμάω. Εκείνη ουρλιάζει. Της σπάω τα δόντια να μη φωνάζει και της κόβω το λαιμό. Τη γαμάω.

(Διακοπή συνεδρίας. Η μητέρα του υποκείμενου κλαίει. Ο πατέρας φωνάζει να σταματήσουν. Ο διερμηνέας στέκεται ακίνητος στη μέση. Ο ψυχαναλυτής ξυπνάει το υποκείμενο. Το υποκείμενο κοιτάζει τριγύρω. Το υποκείμενο στρέφεται στη μητέρα του και της λέει, στα ελληνικά: “Τι έγινε, μαμά;”)

~~

Οι ψυχές είναι λεπτές κλωστές που ενώνουν τα σώματα όλων των ζωντανών πλασμάτων με τον Θεό.

Όχι μόνο των ανθρώπων, αλλά κάθε ζωντανού. Η ζωή είναι ο αγώνας του Ανάλεκτου να παραμείνει ενεργό ενάντια στην αταξία.

Κάθε ζωντανό ενώνεται με κάθε άλλο, μέσα απ’ τις κλωστές, για πάντα. Ο χρόνος είναι ψεύτικος. Όλα συμβαίνουν έξω απ’ αυτόν, αλλά δεν μπορούμε να το κατανοήσουμε.

Είναι αδύνατον να κατανοήσεις το Ανάλεκτο όσο σκέφτεσαι με λέξεις.

~~

Η Σάρα μίλησε ελληνικά μετά την ύπνωση. Και δεν σταμάτησε να μιλάει. Οι εφιάλτες σταμάτησαν. Το κορίτσι ηρέμησε. Είχε ανοίξει το παράθυρο της στον κόσμο. Αλλά μπορούσε ακόμη να μιλάει και τούρκικα.

Η Ναταλία κι ο Νίκος το έψαξαν. Αυτοί που είχαν το περιώνυμο Πεχλιβάν ήταν Τσέτες. Πρώην εγκληματίες του ποινικού, που ο Κεμάλ είχε απελευθερώσει και οπλίσει για να πολεμήσουν για την Νέα Τουρκία. Ήταν περιβόητοι για τις θηριωδίες τους.

Αυτοί μπήκαν πρώτοι στη Σμύρνη, όταν κατέρρευσε το μέτωπο. Ορμήσανε στην αρμένικη συνοικία. Είχαν μεγαλύτερο μίσος για τους Αρμένηδες. Πρώτα θα έσφαζαν αυτούς και μετά τους Έλληνες.

Οι Αρμένηδες πήραν τα όπλα, αμύνθηκαν, αλλά η λύσσα των Τσετών και η υπεροπλία τους ήταν καταιγιστική.

Οι επιζήσαντες κλείστηκαν στον Καθεδρικό τους ναό, τον Άγιο Στέφανο. Οι Τσέτες, με τη βοήθεια του κεμαλικού ιππικού, τους βομβάρδισαν. Μπήκαν μέσα και τους έσφαξαν έναν προς έναν. Μετά έβαλαν φωτιά στην αρμένικη συνοικία.

Αυτή η φωτιά έκαψε τη Σμύρνη.

Για τον Ισμαήλ δεν υπήρχαν συγκεκριμένα στοιχεία πουθενά. Άλλωστε είναι ένα πολύ κοινό όνομα.

Αλλά οι γονείς της Σάρας τόλμησαν να κάνουν αυτό που τους ζήτησε. Πήγαν στη Σμύρνη.

~~

Οι τόποι κουβαλάνε μνήμες.

Κάθε αντικείμενο, κάθε ρούχο, κάθε σπίτι, κάθε χώρος, όλα έχουν σημάδια απ’ τις ψυχές που τ’ άγγιξαν.

Τα καινούρια πράγματα μοιάζουν άδεια, αν ξέρεις να τα δεις.
Τα καινούρια σπίτια είναι σαν τρύπες στη μνήμη.

Όμως όλοι οι τόποι έχουν απομεινάρια απ’ τις κλωστές. Κι υπάρχουν κάποιοι τόσο γεμάτοι που σε πλημμυρίζουν.

Έτσι ήταν στην Αρχαία Ολυμπία. Όταν βγήκαμε απ’ το αυτοκίνητο το ένιωσα σαν έκρηξη. Τόσες ψυχές είχαν τριφτεί σ’ αυτές τις πέτρες.

Και δεν ήταν μόνο των Αρχαίων, εκείνων που είχαν φτιάξει το άγαλμα του Δία. Υπήρχαν ψυχές ακόμα παλιότερες, που μιλούσαν άλλες γλώσσες, που λάτρευαν άλλες όψεις του Ανάλεκτου.

Μπορεί ο ίδιος ο τόπος να τους τράβηξε κι εκείνους, τους Πανάρχαιους.

Γιατί κάποιοι τόποι έχουν ψυχή παλιότερη απ’ των ανθρώπων.

Έχουν ψυχή και τα βουνά, τα ποτάμια, τ’ αστέρια; Όλα ανήκουν στο Όλο, αλλά δεν μπορώ να το καταλάβω. Ακόμα.

~~

Στο πλοίο από Χίο για Τσεσμέ η Ναταλία ήταν έτοιμη να κλάψει κι ο Νίκος την καθησύχαζε. Όσο μπορούσε, γιατί κι εκείνος ανησυχούσε.

“Είναι σωστό;” έλεγε η Ναταλία. “Να την πηγαίνουμε εκεί; Στο μέρος όπου έζησε ο… φονιάς;”
“Το θέλει τόσο πολύ.”
“Και λοιπόν; Παιδί είναι δεν μπορεί να…”
“Αγάπη μου”, τη διέκοψε ο Νίκος. “Πού είναι η…”
“Σάρα!”

Κάθονταν στο κατάστρωμα. Η Σάρα είχε πάει να χαϊδέψει έναν σκύλο και μίλησε τούρκικα με τον κηδεμόνα του. Την ξέχασαν για λίγο. Για όσο λίγο χρειαζόταν ώστε να τη χάσουν. Κινητό δεν είχε, να την πάρουν. Δεν της άρεσε η τεχνολογία, της φαινόταν πολύ προσωρινή.

Έφυγε προς τη μια μεριά ο ένας, αντίθετα ο άλλος, ψάχνοντας και φωνάζοντας. Κάθε τόσο ο Νίκος κοιτούσε και στην θάλασσα, έτοιμος να βουτήξει αν χρειαστεί.

Μπήκε στο σαλόνι, ακόμη και στις γυναικείες τουαλέτες. Μετά σκέφτηκε να πάει στις πληροφορίες, στην υποδοχή, κάπου όπου θα φώναζαν τη Σάρα απ’ τα μεγάφωνα.

Πηγαίνοντας προς τα ‘κει άκουσε τη φωνή της. Ήταν στην καφετέρια. Η Σάρα στεκόταν όρθια και μιλούσε. Γύρω της ένας κύκλος από ανθρώπους, γέροντες, αλλά και πιο νέους, που την άκουγαν με προσήλωση.

Ο Νίκος πλησίασε αργά, παίρνοντας βαθιές ανάσες. Κάλεσε τη Ναταλία.
“Ηρέμησε, τη βρήκα. Καφετέρια. Έλα να δεις.”

Εκείνη πήγε τρέχοντας και στάθηκε δίπλα του αναμαλλιασμένη.

Η Σάρα συνέχιζε ν’ αγορεύει. Εκείνη τη στιγμή έλεγε: “Η Θεία Χάρη δεν είναι θεϊκή, είναι όλων των ανθρώπων. Οι άνθρωποι γεννιόμαστε θεοί, αλλά οι συνθήκες μας σπρώχνουν αλλού. Φτώχεια, ανισότητες, πόλεμος, ανταγωνισμός, πώς μπορεί κάποιος να φροντίσει την θεϊκή του υπόσταση;”

“Πώς;” ρώτησε ένας νεαρός. Πριν απαντήσει η Σάρα είδε τους γονείς της. Τους χαιρέτησε με μια κλίση του κεφαλιού. Και μετά απάντησε.

Ένας απ’ τους γέροντες που άκουγαν αντιλήφθηκε την κίνηση, είδε τη Ναταλία με τον Νίκο, τους πλησίασε.

“Είστε οι γονείς της;”
“Δεν φάνηκε να χάρηκε και πολύ που μας είδε”, είπε η Ναταλία, κάπως πικραμένη.
“Ξέρετε την ιστορία του δωδεκάχρονου Ιησού στον ναό;” ρώτησε ο γέρος.
“Εννιά είναι”, είπε ο Νίκος.
“Εννιά, αλήθεια; Συγνώμη, δεν συστήθηκα. Λέγομαι Γεώργιος Ροδίτης, είμαι θεολόγος. Και πραγματικά, πραγματικά, νιώθω ότι σήμερα παρακολουθώ ένα θαύμα. Τόση ώρα ευχαριστούσα τον Θεό που μ’ αξίωσε ν’ ακούσω τη Σάρα να μιλάει. Θέλω να ευχαριστήσω κι εσάς.”
“Δεν κάναμε τίποτα”, είπε ο Νίκος.
“Κάνατε τόσα”, είπε ο Ροδίτης. “Πιστέψτε με, τόσα πολλά.”

Τον ευχαρίστησαν κι εκείνοι, την ώρα που ο κόσμος χειροκροτούσε. Κάποιοι έκλαιγαν. Μια γριά, μεγάλη όσο η Μαρίζα, πήγε να φιλήσει το χέρι της Σάρας. Εκείνη το τράβηξε, την αγκάλιασε και τη φίλησε στο μάγουλο. Της είπε κάτι στο αυτί κι η γριά δάκρυσε.

Αλλά είχαν φανεί τα σπίτια στην ακτή καθαρά. Όλοι βγήκαν στο κατάστρωμα.

“Πώς νιώθεις;” ρώτησε η Ναταλία τη Σάρα.
Εκείνη ανοιγόκλεισε τα ρουθούνια της.
“Ο αέρας δεν έχει αλλάξει. Ούτε το φως.”

Τους περίμεναν στο λιμάνι για να τους πάνε στην Σμύρνη. Στη διαδρομή η Σάρα μιλούσε τούρκικα με τον οδηγό. Εκείνος στην αρχή έμεινε έκπληκτος, μετά φάνηκε να ηρεμεί. Ώσπου να φτάσουν χαμογελούσε σαν να είχε συναντήσει τον ίδιο τον Μωάμεθ.

Η Ναταλία κατάλαβε ότι η κόρη της έκανε το ίδιο πράγμα με όλους τους ανθρώπους: Τους φώτιζε. Και δεν κουραζόταν να φωτίζει.

“Κουράζεται ο ήλιος να δίνει το φως του;” σκέφτηκε.

Λίγο μετά, στο ξενοδοχείο, καθώς την περίμεναν να βγει απ’ το μπάνιο, ρώτησε τον Νίκο:
“Τι νομίζεις ότι θα γίνει όταν μεγαλώσει;”
“Δεν ξέρω. Φοβάμαι”, είπε εκείνος.
“Κι εγώ.”
“Συνήθως οι γονείς φοβούνται ότι τα παιδιά τους δεν θα τα καταφέρουν, έτσι δεν είναι; Εγώ φοβάμαι τ’ αντίθετο.”
“Κι εγώ”, έκανε η Ναταλία.
“Ξέρεις, σκέφτομαι ότι όλους αυτούς τους σπουδαίους ανθρώπους τους σκοτώνουν και…”
“Μη μου λες τέτοια.”
“Δε σου λέω.”

Εκείνη τη στιγμή η κόρη τους βγήκε απ’ το μπάνιο. Όποιο φόβο είχαν χάθηκε σαν την είδαν να λάμπει.
“Μη φοβάστε”, τους είπε. “Ελάτε μαζί μου.”

Δεν ζήτησαν οδηγό, ούτε καν αγόρασαν χάρτη. Η Σάρα ήξερε ακριβώς πού πήγαινε. Βρήκε την αρμένικη συνοικία, τ’ απομεινάρια της, και το μέρος όπου κάποτε βρισκόταν ο Άγιος Στέφανος.

“Από ‘δω πήγα”, τους είπε κι έδειξε τον δρόμο στα δεξιά. “Ο Ισμαήλ, από ‘δω.”

Περπατούσε όλο και πιο γρήγορα, σχεδόν έτρεχε μετά από λίγο, σαν να ήταν υπνωτισμένη και να καβαλούσε άλογο. Η Ναταλία φοβήθηκε ότι θ’ αρχίσει καινούρια κρίση.

“Εδώ!” είπε, σταμάτησε και κοίταξε πάνω.
Κοίταξαν κι οι γονείς. Ο συνηθισμένος ουρανός, γαλάζιος κι αδιάφορος για όσα συμβαίνουν στη γη.

“Μυρίζει τζιράνι. Μολόχα.”

~~

Μια γλάστρα ήταν. Φωτιές έκαιγαν πίσω. Ήμουν ποτισμένος στο αίμα. Άκουσα τη φωνή της, από πάνω, στο μπαλκόνι της.

Ήταν μια γριά. Πιο παλιά απ’ τον Ατατούρκ, πιο παλιά κι απ’ τον Σουλτάνο. Μίλησε ελληνικά, την άκουσα. Είπε: “Στο διάολο να πάτε, Σατανάδες.”

Ένιωσα κάτι να με χτυπάει στο κεφάλι. Έπεσα απ’ το άλογο. Ήταν μια γλάστρα με τζιράνι.

Η κλωστή της ψυχής έφυγε απ’ το σώμα του Ισμαήλ, του Πεχλιβάνη. Κι ήρθε στο καινούριο, σ’ αυτό που είπαν Σάρα.

Η κλωστή δεν έχει σκέψεις ούτε λέξεις. Μέσα σε κάθε ζωντανό που μπαίνει ρουφάει. Στον Ισμαήλ ρούφηξε πόνο και μίσος και αίμα και τρόμο.

Δεν φταίει αυτός. Όχι μόνο αυτός. Γεννήθηκε φτωχός, έζησε φτωχός, το ξέρω, το έζησα κι εγώ μαζί του. Κι η φτώχεια είναι μεγάλη βία.

Σαν του είπαν “η Τουρκία στους Τούρκους”, σαν του είπαν “γιατί οι άπιστοι να ‘χουν τις δικές σου λίρες;”  σαν του είπαν “βγες απ’ τη φυλακή και πάρε ό,τι σου πήραν”, σαν του έδωσαν όπλα και δύναμη ξεκίνησε να σκοτώνει. Δεν είναι αθώος. Αλλά δεν είναι και καταδικασμένος.

Η κλωστή λερώθηκε μέσα του. Απ’ όλα τα ζωντανά μόνο οι άνθρωποι μπορούν να λερώσουν την ψυχή. Τα δέντρα δεν μισούν. Τα ζώα δεν γνωρίζουν. Ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος για ό,τι καλό κι ό,τι κακό κάνει, γιατί έχει Γνώση.

Απ’ όλα τα ζωντανά μόνο οι άνθρωποι μπορούν να καθαρίσουν την ψυχή.

Κι ήρθε σε μένα η ψυχή του Ισμαήλ, για να καθαριστεί.

~~

Πέρασαν τρία ακόμα χρόνια. Η Σάρα ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος. Έλαμπε. Οι περαστικοί σταματούσαν σαν την έβλεπαν. Οι γριές κι οι γέροι έκαναν στον σταυρό τους, σαν να βλέπαν άγγελο.

Αφού μιλούσε πήγε σε κανονικό σχολείο. Δεν είχε κανένα πρόβλημα να φτάσει τους άλλους μαθητές. Μάλλον εκείνοι έπρεπε να τη φτάσουν. Οι δάσκαλοι μιλούσαν για θαύμα.

“Διδάσκω τριάντα χρόνια”, τους είπε η διευθύντρια. “Δεν έχω ξανασυναντήσει τέτοιο μυαλό. Όχι μόνο μυαλό, δεν είναι μόνο αυτό. Η Σάρα είναι… Δεν είναι απ’ τον κόσμο μας, ναι, αυτό σκέφτομαι κάποιες φορές σαν την ακούω και τη βλέπω. Πρέπει να τη βοηθήσετε να προχωρήσει. Νιώθω ότι ένας τέτοιος άνθρωπος θα προσφέρει πολλά. Σε όλους μας.”

Η Ναταλία κι ο Νίκος ήταν χαρούμενοι. Μέχρι που η Σάρα τους είπε ότι θα έφευγε.

Ότι είχε έρθει η ώρα της.

~~

Η μητέρα μου δεν μπορεί να καταλάβει. Νιώθω τον πόνο της, αλλά δεν χρειάζεται να είμαι άλλο. Η κλωστή καθάρισε, λάμπει πια. Τέλειωσε ο ρόλος της Σάρας.

Με ρωτάει τι θα πάθω, αν θα πεθάνω, αν θα δω τον Στέφανο και τη γιαγιά Μαρίζα. Της λέω ότι ο θάνατος είναι ψευδαίσθηση. Θα είμαι μαζί τους, θα είμαι μαζί με όλα.

Τίποτα δεν χάνεται, δεν υπάρχει τέλος και αρχή, μόνο η αέναη επιστροφή στο Όλο.

Ο ήλιος βγήκε.

~~

Η Ναταλία είχε αφήσει το πρωινό της Σάρας να κρυώσει. Έκλαιγε. Δεν πήγαινε ούτε να ξυπνήσει τον Νίκο. Δεν ήθελε να βγει στο μπαλκόνι, δεν ήθελε να τη φωνάξει, δεν ήθελε να ξέρει. Όσο το ανέβαλλε ήταν σαν να μη συνέβαινε.

Δεν ήθελε να χάσει και τη Σάρα. Καταλάβαινε ότι δεν ήταν συνηθισμένο παιδί, δεν ήταν συνηθισμένος άνθρωπος, “δεν ήταν απ’ τον κόσμο μας”.

Αλλά αυτή ήθελε ένα παιδί. Όσα της έλεγε η κόρη της, αυτά τα όμορφα, δεν την καθησύχαζαν πια. Θα επέστρεφε στο Όλο, στον Θεό, κάπου θα επέστρεφε, ωραία, αλλά… Αλλά.

Σκούπισε τα μάτια της και πήγε προς το μπαλκόνι. Περπατούσε όσο πιο αργά μπορούσε.

Χωρίς να το σκεφτεί απευθύνθηκε στον Θεό, σ’ εκείνον που δεν πίστευε.

“Άφησε τη μου. Άφησε τη μου, να τη δω να μεγαλώνει. Εσύ έχεις τα πάντα, έχεις το όλο σου. Άφησε σε μένα μόνο τη Σάρα. Τόσο πολύ θα σου λείψει; Εγώ πώς θα υπάρχω χωρίς… Σε παρακαλώ, μόνο αυτό.”

Στάθηκε δυο βήματα απ’ την μπαλκονόπορτα. Δεν ακουγόταν τίποτα απέξω.

“Ή πάρε με κι εμένα μαζί”, ψιθύρισε η Ναταλία.

Βγήκε έξω. Ο ήλιος είχε ανατείλει. Η Σάρα ήταν στην μπαμπού καρέκλα, όπου αγαπούσε να κάθεται. Με το κεφάλι ακουμπισμένο στον τοίχο πίσω της και τα μάτια κλειστά.

“Παιδί μου!” έκανε η Ναταλία κι έπεσε στα γόνατα.

Η Σάρα άνοιξε τα μάτια και την κοίταξε. Ήρεμη, λάμποντας.

“Είσαι εδώ”, είπε η Ναταλία και της έπιασε το γόνατο, σαν να την ικέτευε να της το βεβαιώσει, να της πει ότι ήταν πράγματι εκεί.

Η Σάρα χαμογέλασε και της σκέπασε το χέρι.
“Θα μείνω. Μ’ αρέσει να βλέπω τον ήλιο ν’ ανατέλλει.”

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~   









Και όμως, υπάρχουν




Παρότι είδα το βιντεοσκοπημένο κήρυγμα τρεις-τέσσερις φορές για να πειστώ, ακόμα φοβάμαι ότι κάποιος σατανικός νους αποφάσισε να τρολάρει τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ανθιμο. Να τον εμφανίσει δηλαδή να αφηγείται σε όσους παρακολουθούσαν τη θεία λειτουργία, στον ναό της του Θεού Σοφίας, μια τηλεφωνική συνομιλία του με «διαπρεπή επιστήμονα» (δεν συγκράτησε το όνομά του), η οποία τον φώτισε στα αστρονομικά ζητήματα, άρα και στα θεολογικά. Ιδού ένα απομαγνητοφωνημένο τμήμα της αφήγησής του:

«Και μου λέει, ορθά κοφτά, δεν υπάρχει άλλος πλανήτης σε όλον αυτόν τον κόσμο τον ουράνιο εκτός από τον πλανήτη που κατοικούμε εμείς και είναι η Γη. Οι καινούργιοι επιστήμονες, οι οποίοι δεν έχουν εκθέσει ακόμα λεπτομέρειες περί αυτού, δεν αποδέχονται όσα ελέχθησαν ότι πήγαν [οι Αμερικάνοι και οι Ρώσοι] εις το φεγγάρι. Ολα αυτά είναι ανυπόστατα και ανύπαρκτα. Μεγάλοι επιστήμονες, που δεν ομιλούν δημόσια για να κάνουν εντύπωση, λένε ότι σε όλο το σύμπαν δεν υπάρχει σαν τη Γη μας. Εγώ δεν θέλω να σας πω πώς πρέπει να σκέπτεται ο καθένας, αλλά πρέπει απλώς να σκεπτόμεθα».

Σωστά. Να σκεφτόμαστε πρέπει. Δηλαδή να μην υπακούμε στο δόγμα «πίστευε και μη ερεύνα», που τόσο πολύ έχει εξυπηρετήσει θρησκείες και αντιδημοκρατικά καθεστώτα. Τον στοχασμό του ιεράρχη πάντως, τ’ ομολογώ, αδυνατώ να τον κατανοήσω. Ενα τηλεφώνημα αγνώστου ήταν αρκετό για να τον πείσει ότι η αποδεδειγμένη αλήθεια για το στερέωμα είναι χονδροειδές ψέμα ή καλοστημένη πλεκτάνη στην οποία συμμετέχουν εκατομμύρια επιστήμονες, ισάριθμοι δημοσιογράφοι, που παραπλανούν το κοινό, και δεκάδες εκατομμύρια εκπαιδευτικοί. Αν ο Γαλιλαίος διέθετε στον καιρό του το ένα χιλιοστό των αποδείξεων που έχουν στη διάθεσή τους σήμερα ακόμα και τα πρωτάκια του Γυμνασίου, θα ’χε γλιτώσει τους μπελάδες.

Στην παλαιοδιαθηκικών ριζών θρησκεία, ο περιούσιος πλανήτης δεν μπορεί παρά να είναι ένας, όπως και ο περιούσιος λαός. Κι ύστερα, αν βρεθούν κι άλλοι πλανήτες κατοικημένοι από νοήμονα όντα, και μάλιστα δίχως το δικό μας σχήμα, πώς θα εφαρμοστεί εκεί το θεϊκό σχέδιο; Επίσης με «ενανθρωπισμό» του Υιού, που όμως θα συντελεστεί με την (άγνωστη) μορφή των εξωγηίνων; Μυστήριο μέγα.

Το Βατικανό, πρωτοπορώντας, έχει ήδη αποδεχτεί την πιθανότητα ύπαρξης εξωγήινων πολιτισμών. Οι δικοί μας ιεράρχες ίσως σκέφτονται απλούστερα: Εφόσον Ερμής, Αφροδίτη, Αρης, Δίας, Κρόνος, Ουρανός, Ποσειδώνας δεν υπάρχουν σαν θεοί, πώς είναι νοητό να υπάρχουν σαν πλανήτες;



Γιατί η ΝΔ ψηφίζει τις παροχές;



Ακούς τα στελέχη της στα πάνελ να μουρμουρίζουν, καταγγέλλοντας την προεκλογική κατασπατάληση δημοσιονομικών πόρων. Ωστόσο, όταν αυτά τα μέτρα έρχονται στη Βουλή, τα ίδια στελέχη, σκύβουν το κεφάλι, κατεβάζουν τα αφτιά και τα ψηφίζουν


 Ο Αλέξης Τσίπρας το απολαμβάνει στη Βουλή όταν λέει στη Νέα Δημοκρατία ότι θα τους φέρνει να ψηφίζουν ένα προς ένα τα μέτρα των οικονομικών παροχών. Όλοι στη θέση του θα το απολαμβάναμε. Ο Πρωθυπουργός είναι ένα βήμα από το να βγει στον δρόμο και να μοιράζει πενηντάρικα, όπως έκαναν οι σεΐχηδες με τα ρολόγια στις ελληνικές ταινίες. Και η Νέα Δημοκρατία θα τον ακολουθεί κατά πόδας, επικυρώνοντας δια της ψήφου της.

Κάτι δεν πάει καλά με τη στάση της Νέας Δημοκρατίας απέναντι στις παροχές που κάνει η κυβέρνηση. Ακούς τα στελέχη της στα πάνελ να μουρμουρίζουν, καταγγέλλοντας την προεκλογική κατασπατάληση δημοσιονομικών πόρων σε παροχές, επιδόματα και προσλήψεις. Ωστόσο, όταν αυτά τα μέτρα έρχονται στη Βουλή, τα ίδια στελέχη, σκύβουν το κεφάλι, κατεβάζουν τα αφτιά και τα ψηφίζουν. 

Προφανώς δεν μπορούν να κάνουν και αλλιώς: στη μεταπολιτευτική ιστορία της χώρας δεν υπάρχει κόμμα που να όρθωσε ανάστημα και επιχειρήματα μπροστά στην εξαγγελία για νέες προσλήψεις ή παροχές. Αντίστοιχα, κανένα κόμμα δεν έχει στηρίξει τολμηρές μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες με κυβερνητικό αποτύπωμα. Το ΠΑΣΟΚ είχε σκαρφαλώσει στα κάγκελα όταν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης επιχείρησε τη μεταρρύθμιση του Ασφαλιστικού. Η Νέα Δημοκρατία έκανε το ίδιο, όταν το δοκίμασε ο Σημίτης. Και η Αριστερά εξέφραζε πολυεπίπεδα και διαχρονικά το «Όλα τα κιλά, όλα τα λεφτά». 

Τώρα όμως η Νέα Δημοκρατία πάει να παγιδευτεί μέσα σε αυτήν την αντίφαση. Αν αύριο ισχυριστεί ότι παρέλαβε καμμένη γη, θα έχει στάχτες και στα δικά της χέρια. Ο Τσίπρας εξαντλεί τον δημοσιονομικό χώρο, κρατάει τη χώρα εκτός αγορών και τη μεσαία τάξη από τον λαιμό, αλλά η Νέα Δημοκρατία ψηφίζει οποιοδήποτε μέτρο μοιράζει λεφτά. 

Ναι, ξέρω, έτσι γίνεται όταν βαδίζεις προς την εξουσία. Αποδέχεσαι παροχές και προσλήψεις για να διώξεις από πάνω σου υποψίες για τις προθέσεις σου. Συντάσσεσαι με τους ιερείς αν και στην αρχή διεκδίκησες την πατρότητα του σχεδίου για την έξοδό τους από το Δημόσιο. Φρίττεις με τις καταλήψεις των Πανεπιστημίων, αλλά δεν βάζεις δυνατά τις φωνές στα παιδιά που κατέλαβαν τα σχολεία με «πατριωτική» ατζέντα – ο Μητσοτάκης είπε βέβαια ότι τα σχολεία πρέπει να είναι ανοιχτά, αλλά φαίνεται ότι δεν ασπάζονται την ίδια στάση όλα τα στελέχη, ακόμα και τα πολύ προβεβλημένα

Η στάση της Νέας Δημοκρατίας, επί σειράς θεμάτων, είναι κατανοητή, όσο και αν απογοητεύει ένα κομμάτι του φιλελεύθερου και κεντρώου ακροατηρίου που προσδοκούσε να δει ένα μεγάλο Ποτάμι. 

Αν, πράγματι, ο Μητσοτάκης αντιδρούσε βάσει προσδοκιών, το πιθανότερο είναι να έμενε με κάτι μεγαλύτερο από το Ποτάμι. Ο Τσίπρας έφτασε στην εξουσία διχάζοντας, λαϊκίζοντας και λέγοντας τερατώδη ψέματα. Ο Μητσοτάκης κάνει την ίδια διαδρομή, προτιμώντας να κρύψει, να μην πει αλήθειες.   

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *