Μια μέρα την είχα δει σε μια
μικρή γερμανική πολιτεία, πάνου σε ένα τραπέζι, να μιλάει σε χιλιάδες εργάτες
και πεινασμένους. Ήταν αδύναμη, σα ραχητική, φορούσε ένα παλιό σάλι, έτρεμε από
το κρύο κι έβηχε. Μα ποτέ δεν θα ξεχάσω την κραυγή που τινάχτηκε από το ανεμικό
της στόμα κι ανέβηκε στον ουρανό: "Ελευτερία, φως, δικαιοσύνη. Να χαθούμε,
όλοι αδέλφια, για να σώσουμε τη γης!"». Νίκος Καζαντζάκης (Η Κραυγή της
Ρόζας Λούξενμπουργκ)
Εκατό χρόνια συμπληρώθηκαν σήμερα
από τη δολοφονία του Καρλ Λίμπκνεχτ και της Ρόζας Λούξενμπουργκ. Στις 15 Γενάρη
του 1919 οι ηγέτες του κινήματος του «Σπάρτακου» συνελήφθησαν και, λίγο πριν
οδηγηθούν στη φυλακή, δολοφονήθηκαν άνανδρα, βάρβαρα και παράνομα από τα
Freikorps, που λειτούργησαν ως πολιορκητικός κριός και προλείαναν το έδαφος για
την επικράτηση των ναζί. Είχε μεσολαβήσει η αποτυχημένη εξέγερση του Γενάρη του
1919, παρά τις οδηγίες της Ρόζας. Η Ρόζα, σπουδαία διανοούμενη και αγωνίστρια,
απετέλεσε εμβληματική φυσιογνωμία του πολιτικού και κοινωνικού αγώνα για μία
άλλη, σοσιαλιστική, κοινωνία με ελευθερία, δημοκρατία και ισότητα. Όπως η ίδια
έγραφε: «ελευθερία χωρίς ισότητα είναι εκμετάλλευση. Ισότητα χωρίς ελευθερία
είναι καταπίεση. Η αλληλεγγύη είναι η κοινή ρίζα της ελευθερίας και της
ισότητας».
Από μια άποψη η Ρόζα ήταν τυχερή:
αυτός ο γλυκός άνθρωπος, η σπάνιας ποιότητας διανοούμενη, η ασυμβίβαστη
υπέρμαχος του σοσιαλισμού με δημοκρατία και η ανιδιοτελής μαχήτρια των
πανανθρώπινων αξιών δεν πρόλαβε να ζήσει την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία και,
μαζί του, την επικράτηση των πιο σκοταδιστικών, βίαιων, απάνθρωπων και εφιαλτικών ιδεών και πρακτικών που γνώρισε
ποτέ η ανθρωπότητα. Ίσως, βέβαια, αν ζούσε, τα πράγματα να είχαν πάρει άλλη
τροπή (τόσο σπουδαία ήταν!) αλλά σε κάθε περίπτωση ο θάνατός της ήταν ένας
προάγγελος της κατεύθυνσης που είχε ήδη πάρει η Γερμανία: όπως γράφει ο
Σεμπάστιαν Χάφνερ[1], όσο μεγάλωνε η επιρροή των ναζί ο αέρας γινόταν όλο και
πιο αποπνικτικός, η χαρά της ζωής, η κατανόηση, η καλή προαίρεση, η
γενναιοψυχία, ο διάλογος, έδιναν τη θέση τους στην προπαγάνδα, την αντισημιτική
και αντικομουνιστική υστερία, το διάχυτο φόβο, την αδίστακτη βία, την
απειλητική μυρωδιά του αίματος.
Τι είναι αυτό όμως που συνδέει τη
Ρόζα με το Ολοκαύτωμα της Βιάννου και τη Θυσία της Ελλάδας; Στις 17 Γενάρη
1919, 48 ώρες μετά την άνανδρη, βάρβαρη και εν ψυχρώ δολοφονία της Ρόζας
Λούξενμπουργκ και του Καρλ Λίμπκνεχτ, οι εφημερίδες του Βερολίνου φιλοξενούσαν
την επίσημη εκδοχή του γερμανικού κράτους σύμφωνα με την οποία οι δύο
επαναστάτες «πυροβολήθηκαν ενώ προσπαθούσαν να διαφύγουν». Όπως σημειώνει ο
Χάφνερ, η μέθοδος αυτή αποτελούσε συνήθη πρακτική για την εκκαθάριση πολιτικών
αντιπάλων «ανατολικά του Ρήνου».
Η παρατήρηση αυτή του Χάφνερ έφερε
στο μυαλό μου το τηλεγράφημα της Βέρμαχτ, το οποίο απεστάλη στις 4.00 τα
χαράματα της 15ης Σεπτεμβρίου 1943, αμέσως μετά την πρώτη ημέρα της σφαγής της
Βιάννου και μας το εμπιστεύθηκε ο σπουδαίος ιστορικός και συναγωνιστής από τη
Γερμανία Δρ Μάρτιν Ζέκεντορφ. Ενώ όλοι
γνωρίζουμε ότι οι 401 αθώοι συγγενείς, συγχωριανοί και συνεπαρχιώτες μας
εκτελέστηκαν εν ψυχρώ και με σαδιστική μεθοδικότητα ανά ομάδες, «εν πλήρη
τάξη», η επίσημη γερμανική αναφορά ισχυρίζεται ότι «πυροβολήθηκαν ενώ
προσπαθούσαν να διαφύγουν»! Η μεθόδευση αυτή αποκαλύπτει την πάγια πρακτική των
ναζί να αποστέλλουν ψευδείς, χαλκευμένες αναφορές, προκειμένου να αποκτήσουν
άλλοθι ή ελαφρυντικά για τα αποτρόπαια εγκλήματά τους ενώπιον των δικαστηρίων ή
της Ιστορίας. Μία πρακτική όμως που έρχεται από το 1919…
Η χώρα μας πλήρωσε βαρύτατο
τίμημα από τη γερμανική κατοχή: η Βιάννος και όλη η χώρα βυθίστηκαν στο πένθος,
ορφάνεψαν, ρήμαξαν. Κατά τον Μανώλη Γλέζο «όλη η Ελλάδα έγινε Ολοκαύτωμα».
Δικαίως πολλοί έγκριτοι οικονομολόγοι και ιστορικοί θεωρούν ότι η ρίζα του
σημερινού δράματος που βιώνει η χώρα μας βρίσκονται στην Κατοχή. Όμως ο λαός
μας δεν τρέφει μίσος για τους Γερμανούς. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του
Γκερντ Χέλερ, ανταποκριτή της εφημερίδας
Frankfurter Rundschau στην Αθήνα: «λίγοι λαοί της Ευρώπης υπέφεραν από τη
Γερμανική Κατοχή όσο οι Έλληνες. Όμως οι Έλληνες ήταν οι πρώτοι που, μετά το
τέλος της ναζιστικής βαρβαρότητας, έτειναν χείρα φιλίας προς τους Γερμανούς».
Αντί όμως για αναγνώριση και ανταπόδοση της φιλίας μας, για μία ακόμη φορά το
γερμανικό κράτος μας αντιμετώπισε με περιφρόνηση, σκληρότητα και αδιαλλαξία.
Το «τραύμα της Βιάννου»[2], το
τραύμα της Ελλάδας, δεν θα κλείσει αν δεν υπάρξει δικαιοσύνη και αποζημίωση. Οι
συναγωνιστές μας από τη Γερμανία, ο Μάρτιν Κρίγκνελ, η Γκάμπι Χάινεκε, ο Λαρς
Ράισμαν και οι άλλοι φίλοι της ομάδας «ΑΚ Δίστομο από το Αμβούργο», οι
καθηγητές Κριστόφ Σμινκ Γουσταύους, Μάρτιν Ζέκεντορφ, Νόρμαν Πεχ και Καρλ
Χάιντς Ροτ, οι ιστορικοί Στέφανε Στράκε και Ραλφ Κλάιν από το Βούπερταλ, οι
φίλοι μας από τις πρωτοβουλίες υπέρ των ελληνικών αξιώσεων σε αρκετές πόλεις
της Γερμανίας, οι συναγωνιστές μας από το κόμμα της Αριστεράς, από άλλα κόμματα
και συνδικάτα και πολλοί ακόμη δημοκράτες και ενεργοί πολίτες, δεν θα
σταματήσουν να αγωνίζονται μαζί μας, πιέζοντας για την καταβολή των γερμανικών
οφειλών στην Ελλάδα. Διότι, ακριβώς επειδή αγαπούν την πατρίδα τους, θέλουν να
εκκαθαρίσει τις υποχρεώσεις της, να απαλλαγεί οριστικά από το ναζισμό, να
λυτρωθεί από το παρελθόν της. Αλήθεια, έχουμε το δικαίωμα να ζητάμε κάτι
λιγότερο απ’ αυτό;
Και για μας, και για τους
Γερμανούς δημοκράτες, είναι κοινός ο αγώνας για την συντριβή του ναζισμού και
την καταβολή των αποζημιώσεων: αγώνας εθνικός, ευρωπαϊκός, οικουμενικός! Όπως
θα έλεγε και η Ρόζα: «σπίτι μου είναι όλος ο κόσμος, όπου υπάρχουν σύννεφα και
πουλιά και δάκρυα ανθρώπων».
* Ο Δρ. Αριστομένης Ι. Συγγελάκης
είναι Συγγραμματέας της Συντονιστικής Επιτροπής του Εθνικού Συμβουλίου
Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα και μέλος της Ένωσης
Θυμάτων Ολοκαυτώματος Δήμου Βιάννου / aristomenis.syngelakis@gmail.com
[1] Το υπέροχο βιβλίο του
«αψηφώντας τον Χίτλερ» περιγράφει με την οπτική ενός νέου Γερμανού την
αλληλουχία των γεγονότων που οδήγησαν το Χίτλερ στην εξουσία, πώς δηλαδή ο
ναζισμός έγινε κυρίαρχη ιδεολογία στη Γερμανία και πώς κατέλυσε το Σύνταγμα,
κάθε έννοια δημοκρατίας και κράτους δικαίου, αλλοτριώνοντας παράλληλα τους
ανθρώπους.
[2] Σύμφωνα με την γλαφυρή
έκφραση της Καθηγήτριας Πέπης Ρηγοπούλου κατά την ομιλία της στο πρόσφατο
εξαιρετικά επιτυχημένο συνέδριο της Βιάννου (13-15.9.2013).