γράφει ο Τάσος Τσακίρογλου
Το ίντερνετ αποτελεί τον
προνομιακό χώρο διασποράς ψευδών ειδήσεων, τις οποίες τις περισσότερες φορές
είναι δύσκολο να επαληθεύσει ο μέσος χρήστης. Αυτός είναι και ο λόγος που η
Ακροδεξιά και οι ρατσιστές το χρησιμοποιούν για να διαδώσουν τις ιδέες τους. Ιδέες
που πολύ συχνά βασίζονται στην παραχάραξη της Ιστορίας, στην αναθεώρηση και
στον εξωραϊσμό των πιο σκοτεινών σελίδων του παρελθόντος τους, αλλά και στην
άρνηση των συμπερασμάτων της επιστήμης, όπως γίνεται συχνά για την κλιματική
αλλαγή, το Ολοκαύτωμα ή το αντιεμβολιαστικό κίνημα.
Τα social media προσφέρουν άφθονη
μασημένη τροφή και αποσπασματική γνώση αποκομμένη από το νοητικό της πλαίσιο
και τον κοινωνικό της περίγυρο. Σε μια εποχή κατ’ εξοχήν της εικόνας ή του
μικρού και εύκολου κειμένου οι χρήστες πέφτουν εύκολα θύματα προπαγάνδας,
αλλοίωσης των γεγονότων και παραπληροφόρησης.
Λίγο πριν από τις περσινές
ευρωεκλογές το (αμαρτωλό) Facebook υποχρεώθηκε να κατεβάσει περισσότερους από
πεντακόσιους λογαριασμούς σε Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Βρετανία, Πολωνία και
Ισπανία, έπειτα από έρευνα της ομάδας ηλεκτρονικών εκστρατειών Avaaz. Οι
συγκεκριμένοι λογαριασμοί, με περισσότερους από τριάντα εκατομμύρια ακολούθους,
μετέδιδαν σχεδόν σε όλη την Ευρώπη ιδέες μίσους, ρατσισμού και «λευκής
υπεροχής». Υπό έρευνα όμως έχουν τεθεί και χιλιάδες ακόμα ανάλογοι λογαριασμοί.
Τα δίκτυα αυτά είχαν πολύ
περισσότερους ακολούθους από τις επίσημες σελίδες των ακροδεξιών και
λαϊκίστικων κομμάτων ανά την Ευρώπη και είχαν περισσότερο από μισό
δισεκατομμύριο επισκέψεις. Στόχος τους δεν ήταν μόνο οι τότε επερχόμενες
ευρωεκλογές, αλλά η αλλαγή της εικόνας της Ακροδεξιάς, έτσι ώστε να δείχνει ότι
αυτή έχει ισχυρό ρεύμα στη βάση. Η έρευνα της Avaaz έγινε από ανεξάρτητους
ερευνητές και δημοσιογράφους που προσλήφθηκαν γι’ αυτόν τον λόγο ύστερα από
διαδικτυακή συλλογή χρημάτων στην οποία συνεισέφεραν περί τους πενήντα χιλιάδες
ανθρώπους.
Μεταξύ των λογαριασμών που
κατέβηκαν από τη Facebook υπήρχαν εκείνοι που στη Γαλλία εκθείαζαν τη «λευκή
υπεροχή», στη Γερμανία την άρνηση του Ολοκαυτώματος, ενώ στην Ιταλία
λογαριασμοί για διάφορα θέματα, όπως για ομορφιά, ποδόσφαιρο και υγεία.
Κυρίαρχο στοιχείο σε όλους σχεδόν ήταν οι ψευδείς ειδήσεις, αλλά και η προώθηση
περιεχομένου που αφορούσε συγκεκριμένα ακροδεξιά και ναζιστικά μορφώματα, κάτι
που παραβιάζει τους κανόνες του Facebook.
Στις μέρες μας οι χρήστες του
Διαδικτύου γίνονται συχνά θύματα του λεγόμενου «συναισθηματικού καπιταλισμού»,
αφού στην καθημερινότητα όλα κατατείνουν στην εκμετάλλευση του συναισθήματος
και στην υποβάθμιση της λογικής τους. Οι καταναλωτές πληροφορίας και εντυπώσεων
στα social media μοιράζονται συναισθήματα μέσω emoji σ’ ένα εικονικό δίκτυο που
για τους ίδιους όμως είναι πραγματικό.
Ιστοσελίδες και λογαριασμοί που
προβάλλουν κατά κύριο λόγο αρνητικά συναισθήματα –φόβο, οργή, απογοήτευση,
θυμό, ντροπή– μετατρέπουν σταδιακά τους χρήστες τους σε πολιτικά εργαλεία για
την επίτευξη των στόχων τους, βασικότερος εκ των οποίων είναι η φθορά της
φιλελεύθερης δημοκρατίας και η υιοθέτηση υπερσυντηρητικών και αντιδραστικών
ιδεών. Ο δρόμος απ’ εκεί μέχρι το μίσος για κάθε τι δημοκρατικό, προοδευτικό ή
αριστερό γίνεται πολύ πιο σύντομος και η επαναφορά σε ένα καθεστώς συντήρησης ή
αντίδρασης πολύ πιο εύκολη.
Η πρόσβαση στην αλήθεια απαιτεί
αναζήτηση, διασταύρωση και συχνά έρευνα. Η δωρεάν παροχή του καθημερινού
ωκεανού ειδήσεων και πληροφοριών από το Ιντερνετ πρέπει να μας κάνει
καχύποπτους και υποψιασμένους. Οι κάθε είδους πλατφόρμες πουλάνε στους
διαφημιστές το (πολιτικό) κοινό που αναζητούν, όπως ακριβώς και στα υπόλοιπα
καταναλωτικά προϊόντα.