γράφει η Μαρίνα Αλεξανδρή
Κυβερνητικές πηγές δήλωσαν σήμερα
στο Reuters πως η Ελλάδα βάζει στον «πάγο» την πρόωρη αποπληρωμή του ΔΝΤ και
σχεδιάζει τουλάχιστον δύο ακόμη εξόδους στις αγορές έως τα τέλη του έτους.
Νωρίτερα, ο υπουργός και ο υφυπουργός Ανάπτυξης Αδωνις Γεωργιάδης και Νίκος
Παπαθανάσης δήλωναν πως δρομολογείται επιτάχυνση του χρονοδιαγράμματος για την
επαναλειτουργία πολλών επιχειρήσεων παρά τις αβεβαιότητες που εξακολουθούν να
υπάρχουν για την εξέλιξη της πανδημίας – μια επιτάχυνση που έχει ως αιχμή τον
κλάδο της εστίασης.
Τι μπορεί να συνδέει αυτά τα δύο
μηνύματα; Την απάντηση την δίνουν χωρίς περιστροφές οι απλοί αριθμοί και την
επιβεβαιώνουν εμμέσως και ανεπισήμως αρκετά κυβερνητικά στελέχη: Πρόκειται για
τον, κλιμακούμενο, φόβο, των αντοχών δημοσιονομικής στήριξης εκείνων των
επαγγελματικών ομάδων που πλήττονται από το παρατεταμένο lockdown και την
ανησυχία για την εξάντληση των ταμειακών διαθεσίμων.
Πιο απλά, το οικονομικό επιτελείο
έχει στείλει καθαρό «σήμα» στο Μαξίμου ότι δεν υπάρχουν περιθώρια για
γενικευμένη επιδότηση επαγγελματιών, επιχειρήσεων και εργαζομένων πέραν του
Μαίου και έχει ζητήσει την ταχύτερη δυνατή επανέναρξη της οικονομικής
δραστηριότητας.
Σύμφωνα με πληροφορίες, οι
υπολογισμοί του υπουργείου Οικονομικών δείχνουν ότι στο τρίμηνο Μαρτίου –
Ιουνίου θα αντληθούν τουλάχιστον 12 με 13 δις ευρώ από το «μαξιλάρι» ασφαλείας.
Από εκεί και πέρα κάθε περαιτέρω αποδυνάμωσή του θα είναι επικίνδυνη για τις
επιπτώσεις που θα έχει τόσο στο κόστος δανεισμού της χώρας, όσο και για τις
λεγόμενες «εφεδρείες» που επιδιώκει να κρατήσει η κυβέρνηση για την
αντιμετώπιση τυχόν έκτακτων αναγκών το φθινόπωρο, εάν υπάρξει νέο κύμα του
κορονοϊού. Τα καθαρά διαθέσιμα ποσά από το «μαξιλάρι» ασφαλείας των 37 δις
είναι περίπου 20 δις ευρώ, καθώς τα υπόλοιπα 16,5 δισ. είναι «κλειδωμένα» για
την αποπληρωμή του χρέους.
Η πίεση εντείνεται από το γεγονός
ότι καταγράφεται ήδη κάθετη πτώση των φορολογικών εσόδων λόγω της παγωμένης οικονομικής
δραστηριότητας. Στο πρώτο τρίμηνο του έτους – Ιανουάριο έως Μάρτιο –
καταγράφηκε «βουτιά» στα έσοδα από ΦΠΑ και από Φόρο Μισθωτών Υπηρεσιών και η
εικόνα αναμένεται να είναι πολύ χειρότερη στο τρέχον τρίμηνο στο οποίο θα
καταγραφεί και το κύριο βάρος των συνεπειών του lockdown. Είναι ενδεικτικό ότι
στο πρώτο τρίμηνο, κυρίως λόγω του lockdown του Μαρτίου, τα έσοδα από τον ΦΠΑ
ήταν μειωμένα κατά 6,8%, από τον ΦΠΑ στα πετρελαιοειδή κατά 13,4%, και από τον
φόρο εισοδήματος κατά 5,6%.
Με αυτά τα δεδομένα, η κατεύθυνση
που δίνεται από το υπουργείο Οικονομικών είναι διπλή: αφενός επανέναρξη της
οικονομικής δραστηριότητας το ταχύτερο δυνατό, και αφετέρου ενίσχυση της
ρευστότητας με νέες εκδόσεις ομολόγων – με όλο το ρίσκο που αυτό εμπερικλείει
λόγω της διεθνούς αβεβαιότητας – και καθυστέρηση της αποπληρωμής του ΔΝΤ. Οι
τελευταίες δύο κινήσεις, όπως δήλωσε κυβερνητικός αξιωματούχος στο Reuters
εντάσσονται ακριβώς στην προσπάθεια «να ενισχυθεί» η διαθέσιμη ρευστότητα για
να καλυφθούν οι πρόσθετες χρηματοδοτικές ανάγκες που έχουν ανακύψει λόγω του
κορονοϊού».
Οι αποφάσεις αυτές έρχονται την
ώρα που πληθαίνουν και οι δυσμενείς εκτιμήσεις από τους διεθνούς οίκους για την
έκταση της ύφεσης στην Ελλάδα και τις επιπτώσεις της πανδημίας όχι μόνον στον
τουρισμό αλλά και στον ήδη προβληματικό τραπεζικό κλάδο.
Σύμφωνα με νέα έκθεση της Capital
Economics, η ύφεση στην Ελλάδα θα φθάσει φέτος στο 15%, η ανεργία θα ανέβει στο
25% και τα «κόκκινα» δάνεια θα εκτιναχθούν σε νέο ιστορικό υψηλό. Σύμφωνα με
την ίδια μελέτη, το ελληνικό ΑΕΠ δεν θα επιστρέψει στα επίπεδα του 2009 μέσα
στην επόμενη δεκαετία. Η Capital Economics εκτιμά ότι τα «κόκκινα» δάνεια θα
αυξηθούν κατά 9% και θα ξεπεράσουν το 50% των συνολικών δανείων, ενώ και η JP
Morgan προειδοποιεί πως λόγω της σημαντικής συρρίκνωσης του ΑΕΠ και της
αβεβαιότητας στο άμεσο μέλλον, οι ελληνικές τράπεζες αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο
ενός νέου κύματος μη εξυπηρετούμενων δανείων.