γράφει ο Γιώργος Λακόπουλος
Ότι το κυβερνητικό πρόγραμμα
εμβολιασμού πάει χάλια το ξέρουν και τα ίδια τα εμβόλια: Ελλάδα ακούνε και
Ελλάδα δεν βλέπουν: η αναλογία των αναμενόμενων με τα αφιχθέντα είναι σαν τους
τουρίστες του Θεοχάρη.
«Όποιος βιάζεται σκοντάφτει».
Στην τελευταία κυβερνητική σύσκεψη για τον COVID-19, ο Κυριάκος Μητσοτάκης
προσπάθησε να δικαιολογήσει το κυβερνητικό φιάσκο στον εμβολιασμό με μια
παροιμία.
Ανέμελο ακούσθηκε και στο Twitter
ακολούθησε πάρτι. Και άργησε και σκόνταψε. Η εξήγηση είναι ίσης αξίας με αυτές
που δίνει στα κανάλια ο Άδωνις, όταν του τραβάει το χαλί κάτω από τα πόδια,
όπως με τον τουρισμό και τη Θεσσαλονίκη.
Π.χ. τίποτε δεν είναι ακριβές στη
φράση: «Ο εμβολιασμός στη χώρα μας προχωράει με ικανοποιητικό ρυθμό, με
μεθοδικότητα, με ασφάλεια, με διαφάνεια και το κυριότερο χωρίς λάθη».
Από τους υπολογισμούς για
εκατομμύρια εμβολιασμούς το μήνα, η κυβέρνηση προσγειώθηκε στις χιλιάδες με…
καμάρι. Αλλά αν είχε κάτι αξιοπρόσεκτο ως τώρα η διαδικασία, ήταν οι υπουργοί
που έβγαζαν φωτογραφίες με τη σύριγγα στο μπράτσο - στερώντας δόσεις εμβολίου
από τους δικαιούχους.
Ότι το κυβερνητικό πρόγραμμα
εμβολιασμού πάει χάλια το ξέρουν και τα ίδια τα εμβόλια: Ελλάδα ακούνε και
Ελλάδα δεν βλέπουν: η αναλογία των αναμενόμενων με τα αφιχθέντα είναι σαν τους
τουρίστες του Θεοχάρη.
Δεν το σώζει ο Πρωθυπουργός όταν
λέει: «δεν έχει νόημα να επιταχύνουμε περαιτέρω, όταν τα εμβόλια που έχουν
δανειοδοτηθεί μέχρι σήμερα είναι μόλις δύο και οι διαθέσιμες δομές ακόμα
σχετικά περιορισμένες». Κι έτσι να είναι, οι αρμόδιοι υπουργοί και ο απελθών
πορτ -παρόλ του, άλλα έλεγαν.
Μεταξύ μας: και αλλού οι
κυβερνήσεις έπεσαν έξω στον εμβολιαστικό σχεδιασμό τους, αλλά δεν έγινε
σούσουρο. Στην Ελλάδα υπάρχει θέμα για δυο λόγους – και οι δυο προκλήθηκαν από
κυβερνητικούς σχεδιασμούς που δεν βγαίνουν.
Ο ένας είναι ότι όλο αυτό έχει
στην ούγια μια άλλη αποτυχία: την επιχείρηση των επικοινωνιολόγων του
Πρωθυπουργού να τον ταυτίσουν προσωπικά με το εμβόλιο. Δηλαδή με ότι σημαίνει
αυτό εκλογικά, ειδικά στις ευαίσθητες ομάδες.
Δεν μπορούν να του ξαναφορέσουν
το «φωτοστέφανο» της περασμένης άνοιξης, όταν το μάρκετινγκ μητσοτακικής
ηγετοποίησης έφτασε ως τον Μωυσή και άλλους προφήτες.
Ο άλλος λόγος είναι η
ενδοκυβερνητική πεποίθηση ότι ο επιτυχής εμβολιασμός του πληθυσμού θα δώσει
τέλος στον κύκλο του θανάτου και στην αγωνία της κοινωνίας για επιμόλυνση και
θα ανοίξει έναν άλλο κύκλο: τον εκλογικό. Στο Μέγαρο Μαξίμου οι σημερινοί
έγκλειστοι λογίζονται ως αυριανοί ψηφοφόροι.
Πολιτικοί παρατηρητές και έτεροι
Καππαδόκες, οι περισσότεροι από την κυβερνητική πλευρά, διακρίνουν ότι ο
Κυριάκος Μητσοτάκης καίγεται για «μια στιγμή γαλήνης». Ίσα για να στήσει
πρόωρες κάλπες, με την προσδοκία ότι θα δώσει τέρμα σε ένα πρόβλημα «ζωής ή
θανάτου». Όχι για τους ανθρώπους, αλλά για την κυβέρνησή του: το πρόβλημα με
την απλή αναλογική.
Από την αρχή ξέρει ότι δεν μπορεί
να πάει στο τέλος της τετραετίας με αυτό το σύστημα. Θέλει να το «κάψει», όσο
έχει ακόμη την ελπίδα της πρώτης θέσης - με την κεκτημένη δυναμική του 2019 και
το κόλλημα των Συριζαίων στις ανακυκλούμενες ομφαλοσκοπήσεις τους.
Αν το εμβόλιο εξασφαλίζει τη
σωτήρια των ανθρώπων, τη δική του σωτήρια εξασφαλίζει ο εμβολιασμός. Αλλά
χειρότερα δεν θα μπορούσε να πάει. Ο ίδιος προσωπικά ανήκει σε μια ισχνή
μειοψηφία: μόλις το 0,33% του πληθυσμού που εμβολιάσθηκε ως τώρα.