γράφει η Αρχοντία Κάτσουρα
Το αστικό δάσος άδειαζε. Οι
τελευταίοι περιπατητές, κρατώντας στο χέρι ένα άδειο χάρτινο ποτήρι από καφέ,
μια μικρή τσάντα με τα αποφάγια της βόλτας-μικρής εκδρομής λίγα στενά από το
σπίτι τους, βιάζονταν.
Πίσω τους κουρασμένα παιδάκια
έσερναν λευκά και κόκκινα ποδήλατα ή κρεμούσαν στους ώμους τους ένα δίχτυ με
την μπάλα που κόντεψε να σκάσει από τις κλοτσιές και τα χτυπήματα στις μυτερές
πέτρες. Κόκκινα μάγουλα, ξαναμμένα, μάτια νυσταγμένα από τον κάματο της
απρόσμενης χαράς.
Οι μεγαλύτεροι όσο πήγαιναν προς
την έξοδο, προς το αυτοκίνητο, σκοτείνιαζαν, όπως τα δασωμένα μέρη πίσω τους
όσο έπεφταν οι σκιές. Ακόμα και οι έφηβοι ή οι νέοι, που μήνες τώρα ζούσαν την
περιώνυμη ζωή της φοιτητικής ηλικίας μέσα από τον παράλληλο ψηφιακό κόσμο,
άφηναν τις σκιές να σκεπάσουν τα μάτια τους.
Εκείνα τα μάτια που για λίγες
ώρες έκλειναν στην όψη του χειμωνιάτικου ήλιου, δώρο απρόσμενο στην καρδιά του
χειμώνα.
Λίγα μέτρα από την έξοδο, ένας
ένας, φορούσαν ξανά τη μάσκα τους, τη μόνιμη προσωπίδα τους πολλούς μήνες τώρα.
Μόνο οι σκύλοι τους, πιστοί σύντροφοι στα καλά και τα άσχημα, στις μικρές ή τις
μεγάλες βόλτες, κουνούσαν ακόμα χαρούμενα τις ουρές τους. Γιατί στην ευτυχή
άγνοιά τους έζησαν για λίγο ελεύθεροι παρέα με την οικιακή αγέλη.
Κρύφτηκαν τα κόκκινα ξαναμμένα
μάγουλα, τα χαμόγελα σκεπάστηκαν πίσω από υφάσματα, χαρτιά και φίλτρα, και
ακολούθησαν βιαστικά τις οδηγίες. Δυο-τρεις ώρες ακόμα και η μόνη επιτρεπόμενη
μετακίνηση θα ήταν για λόγους υγείας.
Στο σπίτι, λίγη ώρα μετά, οι
γονείς έβαζαν τα λερωμένα ρούχα στο πλυντήριο και έκαναν μπάνιο τα μικρά
παιδιά, για να φύγουν από πάνω τους σκόνες και λάσπες και όλα τα απομεινάρια
της ολιγόωρης χαράς και ελευθερίας. Τους ετοίμαζαν ένα ποτήρι γάλα και κάτι
ελαφρύ, ώστε όταν έρθει η ώρα να πάνε για ύπνο.
Για τους μεγαλύτερους, γονείς ή
όχι, φοιτητές ή εργαζόμενους, ελεύθερους επαγγελματίες ή υπαλλήλους, έμεναν
μόνο μια-δυο ώρες διαβάσματος, ανάπαυσης ή οικιακών υποχρεώσεων. Παρά τα βλέμματα
που είχαν ξεκουραστεί και το επίκτητο χρώμα που χάρισε στην όψη τους ο καθαρός
αέρας, οι σκιές της νύχτας σκίαζαν και τις σκέψεις τους.
«Αύριο, μεθαύριο, από Δευτέρα,
έρχονται νέα μέτρα» άκουγαν ή διάβαζαν στις οθόνες, και η σκέψη πήγαινε στους
λογαριασμούς που περίμεναν, σε εκείνους που θα έρχονταν και στην αγωνία για το
μέλλον.
Αργά, εκεί γύρω στις δώδεκα,
μπορεί και στη μία, θα έπεφταν κι αυτοί για ύπνο. Βοηθούσε η σωματική κόπωση,
λίγα υπόλοιπα οξυγόνου και η ελπίδα ότι όλα κάποια στιγμή θα αλλάξουν.
Εκεί μέσα στον βαθύ ύπνο τους, τα
πεύκα, οι σκίνοι, οι κέδροι, που τους πρόσφεραν σκιά, τα λευκά μανιτάρια στις
ρίζες τους, τα βρύα και τα κυκλάμινα που άρχισαν να σκάνε από τους βολβούς
τους, χαλάρωναν. Επεφταν κι αυτά για ύπνο και στο υποσυνείδητό τους
επεξεργάζονταν τις ευχές και τα σχέδια όλων όσοι τα άγγιξαν, τα κοίταξαν, τα
απάλλαξαν από τα ξερά κλαδιά τους, έστω και αν τα πλήγωσαν λίγο, κόβοντας ένα
φρέσκο φύλλο για να το δουν ή να το μυρίσουν.
Εκείνα τα όνειρα ήταν πολύ
μεγάλα, πολύ δυνατά, αναμίχθηκαν, αγκάλιασαν αρχικά το μικρό δάσος στην άκρη
της πόλης και ύστερα απλώθηκαν πάνω από αυτήν. Ταξίδεψαν στα κοντινά στενά και
τα γύρω προάστια, πήγαν πάνω από το άδειο κέντρο και κοίταξαν τους εργαζόμενους
που έπρεπε να δουλέψουν νύχτα, στα ελάχιστα καταστήματα ή φαρμακεία που
διανυκτέρευαν ή στα σπίτια όπου έπαιρνε φωτιά η τηλεργασία. Εφτασαν ώς τη
θάλασσα. Πήραν λίγη από τη μυρωδιά της.
Με τον τρόπο που μόνο αυτά ξέρουν
τρύπωσαν και στα όνειρα των ανθρώπων. Εκείνοι, όταν ξύπνησαν, αναρωτιούνταν αν
η χθεσινή μέρα ήταν αληθινή. Ενα παιδί κρατούσε ένα κυπαρισσόμηλο στη φούχτα
του, ένας άνδρας είδε τις λασπωμένες μπότες του και μια γυναίκα βρήκε την
αφάγωτη σοκολάτα στην τσέπη του πανωφοριού της. Ναι, όλα ήταν αλήθεια.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου