Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2021

Το σπίτι στα Πετράλωνα

 


της Ναταλίας Τούντα

 

Ζούμε το κάθε μερόνυχτο σε λούπα. Ο καφές της Τρίτης δεν έχει καμία διαφορά από τον καφέ της Κυριακής. Η ζωή μας δεν είναι σε παύση, αλλά σε αδιάκοπη επανάληψη. Οι καραντίνες πάνε κι έρχονται, κι εμείς συνεχίζουμε με την ίδια αμηχανία όταν συναντάμε κόσμο. Ξεχάσαμε πως να αγκαλιάζουμε, πως να αγγίζουμε και πως να τρώμε από το ίδιο πιάτο. Μετράμε απώλειες. Χάνουμε την επιβίωση μας, τα κουράγια μας και τους αγαπημένους μας. Οι καραντίνες δεν είναι ίδιες, γιατί ούτε και οι δυνάμεις μας είναι πια ίδιες. Προσδοκούμε Ανάσταση νεκρών. Προσδοκούμε Ανάσταση στιγμών.

 

Όταν ήμουν πιο μικρή, ελάχιστα πιο ανάλαφρη και απειροελάχιστα πιο μίζερη από τα τώρα, στα δύσκολα έπαιρνα κουράγιο από εκείνο το ζωγραφισμένο χαρτί που είχα κολλήσει στον τοίχο του δωματίου μου. Ήταν ζωγραφισμένο το μελλοντικό μου σπίτι με τις αγαπημένες μου, στα Πετράλωνα, δια χειρός Ν.Χ. Αγαπούσαμε όλες τα άπιαστα όνειρα, οπότε αποφασίσαμε να σχεδιάσουμε ένα μεγάλο μπάνικο σπίτι, με playroom, με χώρο για να χορεύω, με home cinema και με ταράτσα που θα είχε θέα. Κατάλαβες; Είχε σκεφτεί από μόνη της, να υπάρχει ένας χώρος για να μπορώ να χορεύω… Επίσης, θέλαμε κι ένα μεγάλο μπαλκόνι. Όσο ουτοπικό κι αν ήταν, όσο κι αν ξέραμε πως ποτέ δε θα είχαμε τα φράγκα να πιάσουμε ένα τέτοιο σπίτι, βαθιά μέσα μας είχαμε όλες μια φιτιλιά, ένα “μωρέ λες;”.

 

T’ όνειρο για μια ζωή μαζί τους, είτε στα κάτω μου είτε στα πάνω μου, μου έδινε πάντοτε δύναμη. Με γοητεύανε ακόμη κι όταν ήθελα να τις δολοφονήσω, ακόμη κι όταν με έβγαζαν εκτός εαυτού. Ακόμη κι όταν βαριόμουν μαζί τους, ήταν ωραία γιατί ήμουν μαζί τους. Ο καιρός πέρασε και τη ζωγραφιά την ξεχάσαμε, παρόλο που έμενε σταθερά κολλημένη στον τοίχο. Ήρθαν πιο δύσκολες ώρες και η ζωγραφιά δε μπόρεσε να κάνει δουλειά, τι κι αν προσπαθούσε, δεν έβγαζε άκρη. Μόνο κάτι πρόσωπα προβληματισμένα, μαγκωμένα κι ανειλικρινή έβλεπε. Δεν είμαστε κακά παιδιά της έλεγα, μη κοιτάς που πληγώνουμε η μια την άλλη. Πληγωμένες είμαστε κι εμείς, η μια από την άλλη. Αγαπιόμαστε πολύ, το ξέρω. Κι αυτές το ξέρουν. Νομίζω δηλαδή. Άσε, μη λέω μεγάλα λόγια. Η καψερή η ζωγραφιά, έβαζε τα δυνατά της να μας παρηγορήσει, να μας φέρει στα συγκαλά μας, αλλά τίποτα εμείς. Αγύριστα κεφάλια. Είδε κι απόειδε και μας άφησε να τα βγάλουμε πέρα μόνες μας.

 

Και το παλέψανε. Αν ήξερα έγκαιρα, θα το είχα παλέψει κι εγώ μαζί τους. Μα το πάλεμα θέλει και ειλικρίνεια και αυτή μου τη ψιλοφάγανε. Δε βαριέσαι, εγώ τις αγαπάω πολύ. Από επιλογή, όχι από συγκατάβαση. Πάντα έλεγα ότι τους φίλους μας τους ερωτευόμαστε κι αυτούς. Έρωτας λοιπόν, χωρίς ραγισμένα γυαλιά, δεν είναι έρωτας.

 

Από καραντίνα σε καραντίνα, μεγάλωσα που λες. Οι άνοστοι κι αδιάφοροι καφέδες της Τρίτης και της Κυριακής, με μεγάλωσαν κι άλλο, μου τράβηξαν χέρια και πόδια να ψηλώσω, ώστε να πονάω από το μάκρεμα κι όχι από τους αποχωρισμούς. Καθώς μακραίνουν τα άκρα μου και νοσταλγούν, την ίδια στιγμή απλώνουν, βγάζουν ρίζες και αλλάζουν ό,τι μπορούν. Εμένα, τα έπιπλα, τους γνωστούς και τους αγνώστους. Η ζωγραφιά όμως, παραμένει ξεθωριασμένη στον τοίχο μου, κολλημένη με ένα σελοτέιπ από κείνα τα γερά. Σκισμένη λίγο και μουγκή. Παραμένει για να μου θυμίζει γιατί αγάπησα τόσο πολύ το όνειρο αυτού του σπιτιού. Και μεταξύ μας, όχι πως το ξεχνάω και καθόλου.     

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *