Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2021

Παγωμένα ηλιοβασιλέματα του χειμώνα

 


γράφει η  Αρχοντία Κάτσουρα

 

Είχε σταματήσει να ξεκουραστεί. Η βόλτα το παγωμένο απόγευμα την είχε αναζωογονήσει, αλλά τώρα ήθελε να γυρίσει σπίτι. Είχε φτάσει πιο μακριά απ’ ό,τι συνήθως.

 

Μέρες τώρα, και λόγω καιρού, δεν είχε βγει και τώρα χρειαζόταν μια διέξοδο. Δουλειά, δουλειά, σπίτι, σπίτι, κι όλα αυτά μπερδεμένα μαζί. Το σαλόνι του σπιτιού ήταν λίγο από όλα και όλα: γραφείο, χώρος ανάπαυσης, «ψυχαγωγίας», τραπεζαρία για το μεσημεριανό και το βραδινό και τον πρωινό καφέ.

 

Βγήκε για να πάει στο φαρμακείο και δεν ήθελε να γυρίσει. Θα περπατούσε, έτσι για να φυσήξει αέρας στο πρόσωπό της. Αλλά είχε τόσο κρύο, τέτοια παγωνιά… Μπουφάν, κασκόλ, σκούφος, γάντια, και το κρύο ακόμα την τρυπούσε. Δεν πτοήθηκε. Θα έκανε μια βόλτα.

 

Περπάτησε μέσα από τους στενούς δρόμους και τα αμπαρωμένα σπίτια, όπου δεν περνούσε ψυχή. Ακόμη και οι σκύλοι στις αυλές που υπό άλλες συνθήκες θα υποδέχονταν τους περαστικούς με δήθεν απειλητικά γαβγίσματα, ίσα που ακούγονταν ή έριχναν σχεδόν αδιάφορα βλέμματα. «Αξίζει να κάνω τον κόπο ή όχι;» σαν να σκέφτονταν κι αυτοί.

 

Ετσι βρέθηκε στο παλιό γεφυράκι, πάνω από το ρέμα, εκεί που στους καλοκαιρινούς περιπάτους της σταματούσε ψάχνοντας να δει κανένα κοτσύφι ή να δροσιστεί στη σκιά από τα παλιά πλατάνια. Ακούμπησε στο μεταλλικό κάγκελο για να ξαποστάσει. Είχε ακόμα φως, αλλά δεν έβλεπε πια ήλιο. Είχε κρυφτεί πίσω από τα δέντρα και τα κτίρια. Οι σκιές βάραιναν.

 

Και όμως, δεν ήθελε να φύγει. Ο ουρανός έπαιρνε κίτρινα χρώματα που σκούραιναν κι όλο σκούραιναν και πριν προλάβουν να γίνουν κόκκινα, έγιναν μοβ κι ύστερα μπλε, που βάθαινε διαρκώς.

 

Χειμωνιάτικο ηλιοβασίλεμα χωρίς να βλέπει ήλιο. Δεν άργησε να βγει και μια φέτα από ένα κατάχλομο φεγγάρι. Επρεπε να σηκωθεί, να φύγει. Σε λίγο θα σκοτείνιαζε, ένιωσε έναν αδιόρατο φόβο, ανησυχία περισσότερο, αυτή την ανασφάλεια της μικρότητας του ανθρώπου μπροστά στη φύση. Και όμως ήταν μαγεμένη, όπως μπροστά σε όλα τα όμορφα και τα αληθινά. Που σε αφήνουν έκθαμβο, σε προσκαλούν να τα ακολουθήσεις, και η πρότερη γνώση και η συνήθεια σου βάζουν εμπόδια. Αλλά εσύ, εκεί, χωρίς δίχτυ ασφαλείας, θέλεις να τα ζήσεις.

 

Ανασκουμπώθηκε, έλεγξε την πανοπλία της αν είναι προστατευμένη αρκετά. Φωτογράφησε κλείνοντας τα μάτια μια εικόνα. Ψηλά δέντρα, με τον υποφωτισμένο ουρανό και το νέο φεγγάρι. Μετά ξεκίνησε. Τα πόδια στην αρχή ήταν βαριά, αλλά όσο κινούνταν τόσο πιο γρήγορα περπατούσε.

 

Κάθε λίγο σταματούσε και παρατηρούσε τον ουρανό, που νύχτωνε. Το φεγγάρι πότε φαινόταν γλυκό μέσα στη χλομάδα του και πότε χανόταν πίσω από τα ψηλά δέντρα ή πίσω από τα αραιά σύννεφα. Μουσικές νότες ακούστηκαν στο μυαλό της.

 

Γρήγορα, πιο γρήγορα από όσο περίμενε, έφτασε στη λεωφόρο, με τα καταστήματα και τα αυτοκίνητα. Δέκα λεπτά, το πολύ, και θα έφτανε σπίτι. Στη ζεστασιά της θέρμανσης και στο σαλόνι-γραφείο-κρεβατοκάμαρα των τελευταίων δύο ή τριών μηνών.

 

«Ας γινόταν αλλιώς», σκέφτηκε για λίγο. «Ας μπορούσα να κάνω ένα ταξίδι, μια εκδρομή, να μπω στο αυτοκίνητο, να φύγω…» ήταν η σκέψη που επεξεργαζόταν όταν έβαλε το κλειδί στην πόρτα της εισόδου. Αλλά γρήγορα την άφησε να πετάξει μακριά.

 

Ακούμπησε τα κλειδιά, τα γάντια και τον σκούφο της πάνω στη συρταριέρα και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Το πρόσωπό της ήταν δροσερό, η μύτη και τα μάγουλά της κόκκινα.

 

Το πανωφόρι της ήταν παγωμένο στο άγγιγμα εξωτερικά, το ίδιο και τα πόδια της μέσα από το παντελόνι.

 

Αλλαξε, έφτιαξε καυτό τσάι, το αρωμάτισε με αποξηραμένη φλούδα μανταρινιού και ξάπλωσε στον καναπέ. Αφησε μόνο μια μικρή λάμπα αναμμένη, έτσι ίσα να φέγγει. Πήρε ένα βιβλίο και έβαλε να ακούσει και την εβδόμη του Μπετόβεν. Κάπως της φαινόταν να ταιριάζει με τη νύχτα έπειτα από ένα παγωμένο χειμωνιάτικο ηλιοβασίλεμα.

 

Και η νύχτα ήξερε πως θα ήταν μεγάλη και γεμάτη όνειρα. Αποφάσισε να ονειρευτεί ένα ταξίδι.

 

  

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *