γράφει η Παναγιώτα Ψυχογιού
Το άσχημο και το ωραίο είναι δύο
εκδοχές που μπορούμε να τις βιώσουμε με διαφορετικό τρόπο. «Όλα έχουν ομορφιά
αλλά δεν την βλέπουν όλοι», έλεγε ο Κομφούκιος, ο Marcel Proust: «Ας αφήσουμε
τις όμορφες γυναίκες για τους άντρες που δεν έχουν φαντασία» και ο Flaubert:
«Το ωραίο είναι ηθικό. Αυτό είναι όλο, τίποτε περισσότερο» ή «η ομορφιά θα
σώσει τον κόσμο», γράφει ο Ντοστογιέφσκι.
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης, έγραψε:
«Την εμορφιά έτσι πολύ ατένισα, που πλήρης είναι αυτής η όρασίς μου»
και ο Arthur Rimbaud: «Ένα βράδυ
κάθισα την ομορφιά στα γόνατά μου.
Και μου φάνηκε πικρή
και την έφτυσα.»
Ο John Donne: «Αγάπη στηριγμένη
στην ομορφιά, σύντομα όπως η ομορφιά πεθαίνει».
Η
Έμιλυ Ντίκινσον γράφει το «Πέθανα για την Ομορφιά».
Ποικίλες οι απόψεις και
αντιθετικές. Ωστόσο, η ομορφιά είναι πώς αισθάνεσαι μέσα σου. Δεν είναι
απαραίτητα κάτι σωματικό. Το να αρέσει κάποιος δεν είναι απαραίτητα αποτέλεσμα
ομορφιάς. Αλλά όποιος αρέσει είναι όμορφος στα μάτια αυτού που αρέσει.
Για τον Έκο, το ζήτημα της
ασχήμιας είναι ζήτημα πολιτιστικό και κοινωνικό, ή ζήτημα ιδιοσυστασίας: «Η
έννοια της ασχήμιας, όπως άλλωστε και της ομορφιάς, είναι συνυφασμένη όχι μόνο
με τους διάφορους πολιτισμούς αλλά και με τον χρόνο. Κοιτάζουμε έκπληκτοι τις
φωτογραφίες των ηθοποιών του βωβού κινηματογράφου, δίχως να καταλαβαίνουμε πως
οι σύγχρονοί τους τις έβρισκαν γοητευτικές κι επιπλέον ούτε θα μπορούσαμε να
δούμε μια γυναίκα του Ρούμπενς να συμμετέχει σε επίδειξη μόδας». Για τον Hegel,
η αέναη αναζήτηση του ωραίου ολοκληρώνεται πιθανόν στην ουτοπία, εκεί που
συναντάται η τελειότητα…
Για τον Σωκράτη το ηθικό και το
ωραίο ταυτίζονται. Για τη γνώση μπορούν να έχουν αξιώσεις μόνο οι καλοί και
αγαθοί. Αυτοί που δεν μπορούν να είναι καλλιεργημένοι, αποδεικνύονται ανίκανοι
να νιώσουν την αρετή και την ομορφιά. Την κατηγορία του ωραίου ο Σωκράτης τη
συνδέει με τη σκοπιμότητα, δηλαδή με την ωφελιμότητα για την επιτυχία ορισμένου
σκοπού. Με αυτό ως βάση, το ωραίο κατά τον Σωκράτη είναι σχετικό: «Το καθετί
είναι καλό και ωραίο σε σχέση μ’ αυτό για το οποίο χρησιμοποιείται καλά, και,
αντίθετα είναι κακό και άσχημο σε σχέση μ’ αυτό για το οποίο χρησιμοποιείται
κακά». Δεν είναι τυχαίο ότι τον πιο ολοκληρωμένο λόγο περί ομορφιάς εκφέρει στο
Συμπόσιο του Πλάτωνα. Ωραίος είναι ο πνευματικά και σωματικά άνθρωπος και εδώ
το «σωματικό» πρέπει να είναι υποταγμένο στο «πνευματικό». Η άποψη του Σωκράτη
ήταν ότι αυτός που διαθέτει την εξωτερική ομορφιά, θα υποφέρει γιατί είναι
δέσμιος αυτής της εικόνας του, για όσο χρονικό διάστημα διαθέτει αυτήν την
όμορφη εμφάνιση.
Κεντρικός στόχος του Πλάτωνα
είναι το πρόβλημα του ωραίου. Για τον φιλόσοφο, η ομορφιά είναι «προτέρημα φύσεως»
αλλά δεν μπορεί να επιφέρει από μόνη της κανένα ψυχικό ούτε νοητικό
πλεονέκτημα. Δεν σχετίζεται σε καμία περίπτωση με την εικόνα του εσωτερικού μας
κόσμου. Στο διάλογο του «Ιππίας Μείζων», απορρίπτει τις αντιλήψεις που εκείνο
τον καιρό υπήρχανε για το ωραίο. Ο Πλάτων υποστηρίζει ότι το ωραίο σαν ιδέα
ούτε γεννιέται ούτε αφανίζεται. Υπάρχει έξω από τόπο και χρόνο, και του είναι
ξένη η κίνηση κ’ η αλλαγή. Ο Αριστοτέλης τη βάση της ομορφιάς τη βλέπει στις
ιδιότητες και στις σχέσεις των πραγματικών αντικειμένων. Για τον Αριστοτέλη,
ωραίο είναι η συμμετρία, η αναλογία και μία οργανική τάξη των μερών μέσα σ’ ένα
ενιαίο όλο» ενώ ο Πλάτωνας ταύτισε το κάλλος με την καλοσύνη, το θεώρησε πηγή
ηθικότητας.
Ζούμε σε μία εποχή, που η
εξωτερική εμφάνιση αποτελεί ίσως το κυρίαρχο θέμα που απασχολεί τις γυναίκες αλλά και τους άνδρες. Ωστόσο η
ομορφιά είναι συνδυασμός πολλών πραγμάτων. Απολύτως υποκειμενικός συνδυασμός.
Μπορεί κανείς να ερωτευτεί τρελά μια γυναίκα που όλοι θεωρούν άσχημη. Ο
Σαλβατόρ Νταλί αφιέρωσε τη ζωή του στη Γκαλά που δεν ήταν μοντέλο ενώ ο Νταλί
ήταν μάλλον τρομακτικός.
Ο Θωμάς ο Ακινάτης θεωρούσε ότι
την ομορφιά την συνθέτουν τρία στοιχεία: Η αρτιότητα, η αναλογία και η λάμψη. «Ό,τι προξενεί την
πιο ισχυρή συγκίνηση που μπορεί να νιώσει η ψυχή, είναι υπέρτατο και άρα και
επιθυμητό», υποστηρίζει ο Έντμοντ Μπερκ στη «φιλοσοφική έρευνα για τις απαρχές
της έννοιας του ωραίου» το 1756: «Όσον
αφορά την ομορφιά, η ευτυχία η οποία προκύπτει από αυτήν δεν έχει καμία σχέση
με την κτητικότητα. Η γεύση της ομορφιάς δεν έχει σχέση με την επιθυμία της
απόκτησης. Μπορώ να θεωρήσω έναν άνδρα ή μια γυναίκα ωραίους κι ας ξέρω ότι δεν
θα μπορέσω ποτέ, ή δεν θα θελήσω ποτέ, να έχω σχέσεις με αυτόν ή με αυτήν».
Η ομορφιά σχετίζεται με αυτό που
εμείς αντιλαμβανόμαστε ως ωραίο και δεν έχει σχέση με τα χαρακτηριστικά του
αντικειμένου αλλά με τις ιδιότητες, τις ικανότητες ή τις διαθέσεις του
υποκειμένου. Το Ωραίο ορίζεται με τον τρόπο με τον οποίο το αντιλαμβανόμαστε,
εξαρτάται από τη γνώμη εκείνου που εκφέρει μια άποψη περί γούστου.
Εκείνος που θα ορίσει με
μεγαλύτερη ακρίβεια τις διαφορές και τις συγγένειες μεταξύ του Ωραίου και του
Υψηλού θα είναι ο Ιμάνουελ Καντ στην Κριτική της κριτικής δύναμης (1790). Ο
Καντ, αναφερόμενος στην περιοχή του Ωραίου, μιλά για μια ενδιάμεση ικανότητα
ανάμεσα στον Λόγο και την Νόηση, στον Θεωρητικό και τον Πρακτικό Λόγο και την
ορίζει σαν Κριτική Ικανότητα. Η καλαισθητική κρίση είναι για τον φιλόσοφο
υποκειμενική. Για τον Ντέιβιντ Χιουμ(Δοκίμια φιλολογικά, ηθικά, πολιτικά,
XXIII), η ομορφιά και η ασχήμια δεν είναι ποιότητες στα αντικείμενα, αλλά
ανήκουν εντελώς στο συναίσθημα.
Για τον Πλωτίνο η ομορφιά συνιστά
πορεία ανύψωσης της ψυχής προς το ωραίο, ήτοι επιστροφής στο θείο (Πλωτίνος:
περί της φιλοσοφίας του ωραίου). Με τέτοιας λογής μυστικιστική διαδικασία ο
Πλωτίνος ερμηνεύει και το πρόβλημα του ωραίου. Κατά τη γνώμη του τα πράγματα
είναι ωραία «διαμέσου της επικοινωνίας προς την ιδέα». Η ομορφιά που γίνεται
αντιληπτή με τα αισθήματα είναι κατώτερο είδος ωραίου. Όσο πιο πολύ η ψυχή
ελευθερώνεται από το σωματικό, τόσο γίνεται πιο ωραία. Το αγαθό στέκει στην
κορυφή του χορού των πραγμάτων. Είναι η ανώτατη, η πρώτη ομορφιά. Η ενατένιση
αυτής της ομορφιάς δεσπόζει πάνω από το καθετί – πάνω από τα ωραία σώματα. Για
χάρη της πρέπει να απαρνιέται κανείς βασίλεια και εξουσίες. Τα ωραία σώματα δεν
είναι παρά ίχνη, εικόνες, σκιές, αναλαμπές της ανώτατης ομορφιάς. Για ν’
αντικρίσεις την ανώτατη ομορφιά πρέπει πρώτα να γλυτώσεις την ψυχή από το σώμα:
«Το ωραίο, δεν ενδημεί μόνο και κύρια μέσα στην αίσθηση, στην ύλη, αλλά στην
αρετή. Στη βίωση αυτών των ωραίων ενασχολήσεων η ψυχή γεμίζει με συγκίνηση,
θαυμασμό, αλλά και με έρωτα. Τότε αυτή καθίσταται εράσμια, άξια του έρωτος.
Κατ’ αυτήν την έννοια εκφράζει ένα μέγα κάλλος. Σε σχέση όμως με τούτο το
κάλλος υπάρχει και κάποιο μεγαλύτερο, το απόλυτο, το νοητό κάλλος. Όποιος
κατορθώνει να φτάσει στη θέα του νοητού κόσμου και του κάλλους του, εισέρχεται
στην ιδέα του Νου και δεν κουράζεται πλέον ούτε χορταίνει να θεάται τη διαύγεια
του νοητού κόσμου και την ωραιότητά του. Τούτο δείχνει ότι η ανθρώπινη ψυχή,
ενόσω ανυψώνεται στη σφαίρα αυτού του κόσμου, πλέει με πλεονάζουσα πληρότητα
μέσα στο κάλλος, γίνεται και η ίδια κάλλος. Όσο η ψυχή μετα–μορφώνεται η ίδια
σε κάλλος, υποχωρεί το Εγώ του ανθρώπου, χάνεται ως τέτοιο, προκειμένου να
απλωθεί στην αυθεντική, την ανώτερη ωραία πραγματικότητα του νοητού κόσμου».
Η ομορφιά βρίσκεται στην προσωπική οπτική του παρατηρητή. Ο όμορφος
Αλκιβιάδης αντί να εγκωμιάσει τον έρωτα στο Συμπόσιο, προτίμησε να μιλήσει για
τον Σωκράτη. Ξεκίνησε τον λόγο του παρομοιάζοντάς τον με ένα Σειληνό, που ενώ
είναι άσχημος μέσα του κρύβει στοιχεία άφατης ομορφιάς. Στη συνέχεια,
εκδηλώνοντας φόβο και θαυμασμό, δηλώνει την αδυναμία του να αντισταθεί στην
ισχυρή έλξη του προς αυτόν, παρομοιάζοντάς την με το τραγούδι των Σειρήνων.
Αμέσως μετά προχωρά στις προσωπικές του αναμνήσεις για τον Σωκράτη, όπου,
μεταξύ των άλλων, τονίζονται η ανδρεία, η αυτοκυριαρχία και η σωφροσύνη του
τελευταίου. Πρόκειται για μια από τις πλέον εξαιρετικές περιγραφές της
εξύμνησης της προσωπικότητας στην ιστορία της φιλοσοφίας.
Η ομορφιά είναι εν τέλει
υποκειμενική υπόθεση. Το λέει κι η μαντινάδα: «Μην τηνε δεις την π' αγαπώ με τα
δικά σου μάτια, με τα δικά μου να τη δεις για να γενείς κομμάτια.»