Τον τελευταίο ενάμιση χρόνο της
πανδημίας ο πλούτος των κροίσων παγκοσμίως εκτοξεύθηκε σε δυσθεώρητα επίπεδα.
Τη στιγμή δηλαδή που εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον πλανήτη
δέχτηκαν τεράστιο οικονομικό και κοινωνικό πλήγμα λόγω της κρίσης του κορωνοϊού,
ενώ εκατομμύρια εξ αυτών βρέθηκαν σε κατάσταση βαθύτατης φτώχειας, οι
δισεκατομμυριούχοι αντίστοιχα ευνοήθηκαν από συνθήκες όπως η ανάπτυξη της
τηλεργασίας και η «έκρηξη» των διαδικτυακών αγορών.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα
με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, οι περιουσίες των 500 πλουσιότερων ανθρώπων στον
κόσμο αυξήθηκαν κατά 40% από την αρχή της πανδημίας έως σήμερα και ανέρχονται
πλέον στο αστρονομικό ποσό των 8,4 τρισ. δολαρίων.
Παρ’ όλα αυτά, εκμεταλλευόμενοι
τα φορολογικά συστήματα, που είναι σήμερα δομημένα κυριολεκτικά στα μέτρα τους,
με δεκάδες υποσημειώσεις και «παραθυράκια», δεν καταβάλλουν παρά ελάχιστους
φόρους, ίσως και μηδενικούς, παρά τα αμέτρητα πλούτη τους.
Μερικοί από αυτούς είναι
παγκοσμίως διάσημοι επιχειρηματίες όπως ο Τζεφ Μπέζος της Amazon, ο Έλον Μασκ
της αυτοκινητοβιομηχανίας Tesla, οι μεγαλοεπενδυτές Γουόρεν Μπάφετ και Τζορτζ
Σόρος και πολλοί άλλοι, λιγότερο ή και καθόλου γνωστοί στην παγκόσμια κοινή
γνώμη.
Νομικά παράθυρα
Οι μεγιστάνες συνήθως
επιτυγχάνουν τη φοροαποφυγή με νομιμοφανείς τρόπους, τους οποίους οι
φορολογικές αρχές δεν μπορούν εύκολα να ανιχνεύσουν, καθώς θα έπρεπε να
απασχολούν τεράστιο όγκο ανθρώπινων και κεφαλαιουχικών πόρων για να το
πετύχουν, πράγμα που για τα περισσότερα κράτη δεν είναι εφικτό.
Σύμφωνα με σχετική μελέτη των
αμερικανικών φορολογικών αρχών που δόθηκε στη δημοσιότητα στα τέλη Μαρτίου, το
πλουσιότερο 1% των αμερικανικών νοικοκυριών αποκρύπτει περίπου το 21% των
εσόδων του κατά μέσον όρο με τακτικές που «περνάνε κάτω από τα ραντάρ» ενός συνήθους
ελέγχου. Το αντίστοιχο ποσοστό είναι διπλάσιο όταν πρόκειται για το πλουσιότερο
0,1% των αμερικανικών νοικοκυριών.
Επίσης, σύμφωνα με έκθεση ομάδας
δημοσιογράφων, της ProPublica, οι 25 πλουσιότεροι Αμερικανοί φέρονται να έχουν
καταβάλει αθροιστικά μόλις 13,6 δισ. δολάρια φόρους στη διάρκεια της πενταετίας
2014 έως και 2018, ενώ το ίδιο χρονικό διάστημα ο αθροιστικός τους πλούτος
αυξήθηκε κατά 401 δισ. δολάρια. Πρόκειται δηλαδή για έναν πολύ χαμηλό
συντελεστή φορολόγησης, μόλις 3,4%.
Αντιθέτως το μέσο νοικοκυριό στις
ΗΠΑ, με ετήσιο εισόδημα 70.000 δολάρια, είχε συντελεστή φορολογίας 14%, ενώ στα
εισοδήματα άνω των 628.300 η φορολογία ανεβαίνει δραματικά στο 37%.
Οι πλούσιοι λοιπόν σε όλο τον
κόσμο καταφέρνουν να ελαχιστοποιούν τους φορολογικούς συντελεστές
εκμεταλλευόμενοι κάθε «παραθυράκι» που τους προσφέρει ο νόμος. Μία τακτική
πολλαπλασιασμού της περιουσίας τους είναι να δανείζονται τεράστια ποσά με
ενέχυρο μετοχές. Τα δάνεια αυτά δεν φορολογούνται, ενώ οι τόκοι για την
αποπληρωμή τους εκπίπτουν από την εφορία.
Μόνο στην Αμερική οι αρχές
υπολογίζουν ότι το συνολικό κόστος της φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής για το
αμερικανικό κράτος έφτασε την τελευταία δεκαετία πάνω από 3 τρισ. δολάρια. Για
να γίνει αντιληπτό το πόσο χαμηλούς φόρους πληρώνουν οι πλούσιοι, σύμφωνα με
την ProPublica ο πλούτος του Μπέζος αυξήθηκε κατά 120 δισ. δολάρια στο διάστημα
από το 2006 έως το 2018 και οι φόροι που κατέβαλε στο ομοσπονδιακό κράτος το
ίδιο χρονικό διάστημα δεν αντιπροσωπεύουν παρά μόλις το 1,09% του πρόσθετου αυτού
πλούτου.
Η κατάσταση για τον μέσο όρο στα
νοικοκυριά ήταν ριζικά διαφορετική, καθώς κατέβαλαν φόρους ισοδύναμους με
περισσότερο από το 100% της όποιας αύξησης σημείωσε ο πλούτος τους.
Ο μη παραχθείς πλούτος
Πολλά φορολογικά συστήματα,
μεταξύ αυτών και το αμερικανικό, δίνουν τη δυνατότητα στους πλούσιους να
φοροδιαφεύγουν καθώς φορολογούν μόνο τον παραχθέντα πλούτο. Δηλαδή φορολογούν
μισθούς, κέρδη από πωλήσεις μετοχών, ενοίκια κ.λπ. Οι πλούσιοι, όμως, συχνά
ζουν με τον μη παραχθέντα πλούτο τους, όπως με την αύξηση της αξίας των μετοχών
τους ή άλλων περιουσιακών στοιχείων όπως ακίνητα, έργα τέχνης, κοσμήματα και
πολλά άλλα.
Οι πλούσιοι δανείζονται με
ενέχυρο αυτά τα περιουσιακά στοιχεία για να πληρώνουν τις κατοικίες τους, τα
ιδιόκτητα νησιά τους και τα ιδιωτικά αεροσκάφη και στη συνέχεια μετέρχονται μια
μεγάλη ποικιλία από στρατηγικές για να αποφύγουν την καταβολή φόρων ή την
αποπληρωμή των χρεών τους.
Μία από αυτές τις στρατηγικές
είναι να αναβάλλουν την αποπληρωμή των δανείων τους για μετά τον θάνατο, μια
στρατηγική την οποία ο Έντουαρντ ΜακΚάφρεϊ, ειδικός επί φορολογικών θεμάτων στο
Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας, έχει ονομάσει «αγοράζω, δανείζομαι,
πεθαίνω».
Στο μεταξύ οι πλούσιοι έχουν
συχνά τη δυνατότητα να διατηρούν σε χαμηλά επίπεδα το φορολογητέο εισόδημά
τους. Το 2011, για παράδειγμα, ο Μπέζος δήλωσε εισοδήματα τόσο χαμηλά ώστε
νομιμοποιούσαν το αίτημά του, το οποίο υπέβαλε, για επιστροφή φόρου ύψους 4.000
δολαρίων λόγω τέκνων. Τόσο το 2016 όσο και το 2017 ο Καρλ Ικάν, ο
δισεκατομμυριούχος ιδρυτής και προεδρεύων στην ομώνυμη επιχείρηση, δεν κατέβαλε
καθόλου φόρους στο αμερικανικό κράτος.
Πρώτα απ’ όλα έχει διευρυνθεί η
ανισότητα και αυτό σημαίνει πως οι πλούσιοι έχουν περισσότερο πλούτο να
προστατεύσουν. Επιπλέον έχουν μειωθεί σημαντικά οι φορολογικοί συντελεστές. Από
το 1997 έχουν μειωθεί οι φόροι σε μερίσματα, ακίνητη περιουσία, αποδόσεις
κεφαλαίου και σε πολλές άλλες πηγές εισοδήματος, που αφορούν κυρίως τους
πλούσιους.
Όπως επισημαίνουν οικονομικοί
αναλυτές, στη διάρκεια των δεκαετιών 1950 και 1960 οι πλουσιότεροι Αμερικανοί
κατέβαλαν φόρους πάνω από το 50% του εισοδήματός τους. Σήμερα το αντίστοιχο
ποσοστό είναι σαφώς κάτω του 30%. (…)
Πηγη: Το Ποντίκι