γράφει ο Γιώργος Καρελιάς
Δεν προλαβαίνουμε να χωνέψουμε το
ένα γεγονός κι έρχεται το άλλο. Η μία «μεταρρύθμιση» συμπληρώνει την άλλη. Κι
αν δεν φτάνουν αυτές, σκάει και το μεγαλειώδες φάουλ με την ανάκληση της
βράβευσης του διασώστη προσφύγων και μεταναστών, που «έκανε άνω κάτω» Προεδρία
της Δημοκρατίας και υπουργείο Εξωτερικών. Τους έκανε; Διότι γι’ αυτήν την
απρέπεια(επιεικής χαρακτηρισμός) δεν είδαμε ούτε κάποια επαρκή εξήγηση ή
δικαιολογία και, φυσικά, ούτε λόγος για μια «συγγνώμη». Φυσικά, οι συγγνώμες
αποτελούν είδος εν ανεπαρκεία για τους ανθρώπους που ασκούν εξουσία.
Όλα αυτά, που συνέπεσαν με μια
έρευνα(προσέξτε την εδώ) για την, παγιωμένη πλέον, άποψη που έχουν οι πολίτες
στον διαρρεύσαντα ιστορικό χρόνο για τις(συμβατικά αποκαλούμενες) «δεκαετίες»,
θέτουν ορισμένα διαρκώς αιωρούμενα ερωτήματα, τα οποία συχνά περιέχουν και τις
απαντήσεις:
Πρώτον, πραγματική δημοκρατία
είναι εκείνη που όλοι οι πολίτες αισθάνονται ότι μετέχουν στα κοινά ή δεν
αποκλείονται με άμεσο ή έμμεσο τρόπο. Επειδή μέχρι την πτώση της δικτατορίας,
αυτός(ο αποκλεισμός) ήταν μόνιμη κατάσταση, η δημοκρατία που είχαμε ήταν
κολοβή, λειψή ή, επί το επιστημονικότερον κακεχκτική. Βήματα σημαντικά έγιναν
από το 1974 μέχρι το 1981 επί Κωνσταντίνου Καραμανλή και Γεωργίου Ράλλη, οι
οποίοι βαρύνονταν με πολλές προδικτατορικές αμαρτίες. Και, παρά την
καταιγιστική και συχνά μηδενιστική(στο πλαίσιο της «Δομικής Αντιπολίτευσης»,
είναι ο τίτλος βιβλίου της εποχής-ναι δεν θα το πιστέψετε- του μετριοπαθούς
Κώστα Σημίτη ),τα βήματα αυτά έχουν αναγνωριστεί σχεδόν διακομματικά,
«αίροντας» έστω εν μέρει τις αμαρτίες της ανώμαλης μετεμφυλιακής περιόδου, στην
οποία κυριάρχησε η σκληρή Δεξιά. Όμως, αυτή η μετά το 1974 μετάβαση προς την
κανονικότητα δεν αρκούσε. Για να ολοκληρωθεί, έπρεπε και η άλλη πλευρά του
λόφου να αναλάβει το μερίδιο της κυβερνητικής ευθύνης που αναλογεί σε όλους σε
μια «ολοκληρωμένη» δημοκρατία. Και αυτό συνέβη από την-χωρίς υπερβολή στο
επιθετικό χαρακτηρισμό- συγκλονιστική αλλαγή του 1981,με την εκλογική νίκη του
ΠΑΣΟΚ και τη αποκατάσταση, σταδιακά, μιας κανονικότητας στην πολιτική ζωή της
Ελλάδας. Παρά τις ενστάσεις, τις εντάσεις, τους διχασμούς, για τους οποίους
κατηγορήθηκαν ο Ανδρέας Παπανδρέου και στο «σκληρό κομματικό» ΠΑΣΟΚ, η
δημοκρατία αποκαταστάθηκε πλήρως. Το «άλλο μισό» του ελληνικού λαού αισθάνθηκε
απελευθερωμένο. Είδε «θεού πρόσωπο». Γι’ αυτό και έβλεπε τον Ανδρέα σαν «τον
θεό της άλλης μισής Ελλάδας». Με όλες τις αδυναμίες, τα λάθη, τις παλινωδίες, ο
«μύθος» αυτός ποτέ δεν έπαψε να τον συνοδεύει. Η αίσθηση ότι όλα ήταν δυνατά,
ακόμα τα μετέπειτα-και σημερινά ανέκδοτα για το πώς ο Ανδρέας και το ΠΑΣΟΚ θα…
εξαφάνιζαν την πανδημία, πέραν του χιούμορ, δείχνουν τη σιγουριά και την
εμπιστοσύνη που υπήρχαν σε ένα κόμμα και έναν ηγέτη μια σχετικά μικρή παρουσία
στα κυβερνητικά πράγματα(1981-1985).
Δεύτερον, όλα αυτά-οι ύμνοι στη
περίφημη δεκαετία του ’80-είναι επαναλαμβανόμενοι και δεν θα είχαν ιδιαίτερη
αξία, θα είχαν γίνει κουραστικοί. Αλλωστε, έχουν περάσει τρεις και πλέον
δεκαετίες, πολλές γενιές έχουν αλλάξει, η χώρα βρίσκεται «σε «άλλη φάση», όπως
λένε οι νεότεροι. Θα ήταν εντελώς απρόσφορο να επιμένουμε σε ιστορικά
παραδείγματα-ίσως ξεπερασμένα και όχι και τόσο χρήσιμα.
Τρίτον, είναι, όμως, έτσι; Μήπως,
παρά το μεγάλο διαρρεύσαντα χρόνο, ορισμένα πράγματα εξηγούν πολλά και κάνουν
σκόνη σημερινούς ισχυρισμούς; Ας δούμε δύο παραδείγματα των ημερών. Το πρώτο
εμβληματικό νομοσχέδιο που ψήφισε η κυβέρνηση Μητσοτάκη-είναι πλέον νόμος του
κράτους- αφορά τα εργασιακά δικαιώματα. Παρά τις δικαιολογίες(εδώ και εδώ) που
ψέλλισε ο αρμόδιος υπουργός Κωστής Χατζηδάκης(ο ίδιος δεν έχει ιδέα από
πραγματική αγορά εργασίας, το ξαναγράφουμε μολονότι το εκλαμβάνει ως ad hominem
επίθεση, που δεν είναι), δεν πείθουν. Διότι, ας αφήσουμε όλα τα άλλα, πώς να
πείσει όταν επιβάλλει με νόμο ότι ο εργαζόμενος υποχρεούται να κάνει υπερωρίες
και εργοδότης να μπορεί να του λέει «λεφτά δεν θα πάρεις, πάρε αργότερα ρεπό).
Κύριε πρωθυπουργέ, (πού έχετε δηλώσεις ευθαρσώς σε μια κρίση ειλικρίνεια ότι
δεν έχετε ζήσει με 800 ευρώ και δεν έχετε ποτέ αισθανθεί ανασφάλεια στη ζωή σας
), κύριε υπουργέ της Εργασίας, που ασφαλώς συμβαίνει το ίδιο και με εσάς,
ξέρετε ασφαλώς ότι πολλοί πολίτες(δεν γράφω υπήκοοί σας) ζουν με ακόμα
λιγότερα; Ο κατώτατος μισθός είναι 650 ευρώ (όχι καθαρά) και χιλιάδες
συνάνθρωποί μας-όσοι το ζούμε κάθε μέρα στην οικογένειά μας, στους φίλους μας,
στους γύρω μας το ξέρουμε από πρώτο χέρι- δεν μπορούν να τα φέρουν βόλτα. Και,
προσέξτε, δεν παίρνουν όλοι το το νόμιμο 550 μεικτά, 545 καθαρά , τα
«τετρακοσάρια» ζουν και βασιλεύουν. Γι’ αυτό όλοι αυτοί, όταν ακούνε ότι θα
παίρνουν ρεπό αντί για υπερωρίες ή ότι η αύξηση στο μεροκάματο θα είναι… 2%,
δηλαδή ελάχιστα σέντς στο μεροκάματο και στο μισθό 13 ευρώ το μήνα, καλύτερα να
μην σας πως τι λένε. Αυτοί οι άνθρωποι δεν μπορούν να καταλάβουν τις «αντοχές»
της οικονομίας, τις, μόνιμες άλλωστε, «δυσκολίες» των επιχειρήσεων, γιατί
ξέρουν ότι οι δικές τους αντοχές έχουν εξαντληθεί προ πολλού. Πόσο μάλλον που
ακούνε τον πρωθυπουργό να μιλάει με τόση σιγουριά για το μέλλον της ελληνικής
οικονομίας. Και αναρωτιούνται: γι’ αυτούς, για τους διαρκώς υστερούντες, για τα
θύματα της υπερδεκαετούς κρίσης, πόσο ακόμα πρέπει να κρατήσουν οι δυσκολίες, η
υστέρηση, το καθημερινό άγχος επιβίωσης;
Τέταρτον, πραγματική πρόοδος,
μεταρρύθμιση, νοιάξιμο για τον άνθρωπο, ιδίως τον πιο αδύναμο, δεν είναι να του
λες μεγάλα λόγια ή λόγια παρηγοριάς. Αυτά κρατάνε λίγο. Και, μια που μιλάμε,
για την εμβληματική δεκαετία του ’80 και τότε είχαμε πολλές υποσχέσεις και
μεγάλα λόγια. Και λαϊκισμό. Όμως, αυτά συνοδεύτηκαν και με πράξεις. Εκτός από
τη διεύρυνση της δημοκρατίας, βελτιώθηκε η καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Πέρα
από τα στενά οικονομικά. Η δημιουργία του Εθνικού Συστήματος Υγείας (Παρασκευάς
Αυγερινός, Γιώργος Γεννηματάς) , το οποίο η αντίπαλη παράταξη της Δεξιάς
ουδέποτε χώνεψε και η αξία του φάνηκε ολοκάθαρα στα δύο αυτά χρόνια της
πανδημίας. Η αναμόρφωση του Οικογενειακού Δικαίου (ο καθηγητής μου στη Νομική
Γιώργος Κουμάντος συνέβαλε καθοριστικά)σε δύσκολες και συντηρητικές εποχές,
αρκεί να θυμηθεί κανείς τις σφοδρές αντιδράσεις για τον πολιτικό γάμο. Μαζί με
τις εξάρσεις λαϊκισμού της εποχής πάρθηκαν και «αντιλαϊκιστικές» αποφάσεις.
Θυμάμαι με πόσες δυσκολίες ο πραγματικά προοδευτικός πολιτικός Αναστάσης
Πεπονής επέβαλε το ΑΣΕΠ για την όσο το δυνατόν καλύτερη-αντικειμενική και
αξιοκρατική- επιλογή προσωπικού στο Δημόσιο. Τα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών,
ένας είδος προδρόμου του μετέπειτα και σημερινού-άλλης μορφής ψηφιακού κράτους-
που ξεκίνησαν το 1990 και ολοκληρώθηκαν το 2002 (βασικοί πρωταγωνιστές Σταύρος
Μπένος, Αλέκος Παπαδόπουλος και συγγνώμη αν ξεχνάω κι άλλους).
Η αναδρομή δεν έχει τελειωμό και
δεν θα είχε νόημα, αν δεν συνδεόταν με τις μετέπειτα πολιτικές και, ιδίως με
τις σημερινές. Για να καταδειχθεί ότι η η δημοκρατία, η κοινωνική δικαιοσύνη, η
βελτίωση της καθημερινής ζωής των ανθρώπων δεν είναι λόγια και προπαγάνδα.
Απαιτούν συγκεκριμένες αποφάσεις και πράξεις.Καμιά προπαγάνδα δεν μπορεί να
αποδώσει επί πολύ αυτά που τους αξίζουν στα κόμματα, στις πολιτικές και στα
πρόσωπα. Αυτό ας το γνωρίζουν και οι σημερινοί, ο Κυριάκος Μητσοτάκης και οι
συν αυτώ, που νομίζουν ή προσποιούνται ότι όλα πάνε καλά επειδή το λένε οι
δημοσκοπήσεις(και τώρα πλέον δεν το λένε), συγκρινόμενοι με την μη αποδοτική,
την ελλειμματική (ακόμα…) λειτουργία της αντιπολίτευσης.
Τα κράτη, οι κοινωνίες, οι
άνθρωποι πάνε μπροστά όταν δεν αφήνουν πίσω τους όσους δεν μπορούν να
ακολουθήσουν. Αυτό δεν είναι αριστερό και κομμουνιστικό. Μπορούν να το
ενστερνιστούν και οι νουνεχείς συντηρητικοί. Το έχει πει πολύ καλά ο παλιός
πρόεδρος των ΗΠΑ Αβραάμ Λίνκολν: «Το σημάδι της προόδου μας δεν είναι να
προσθέτουμε περισσότερα στην αφθονία αυτών που έχουν πολλά, αλλά να δίνουμε
αρκετά σε όσους έχουν λίγα». Το είπε πρόσφατα και ο Μπάιντεν, όταν εξύμνησε το
ρόλο των συνδικάτων στο χτίσιμο των συνδικάτων και της Αμερικής.
Είναι μια καλή εξήγηση όσων
έγιναν στη δεκαετία του ’80 και γι’ αυτό ξεχωρίζει από όλες της Μεταπολίτευσης.
Και είναι μια καλύτερη συμβουλή και προσφορά για τους μετέπειτα, όλους όσοι
κυβέρνησαν και κυβερνούν, δεξιούς τε και (ιδίως) αριστερούς.
Εν κατακλείδι για τα επίκαιρα:
«Άλλο προπαγανδιστική μεταρρυθμισιολογία, άλλο πραγματικές μεταρρυθμίσεις.Την
πρώτη θα την πάρει ο αέρας και ο θυμός όσων θα καταλάβουν την αλήθεια. Και η
αλήθεια κάποια στιγμή θα γίνει κοινή συνείδηση. Τις άλλες, τις πραγματικές
μεταρρυθμίσεις, θα τις κάνουν όσοι τις πιστεύουν.
Αυτό που δεν μπορεί να γίνεται
εις το διηνεκές-ας μην έχουν, όσοι έχουν, απατηλές βεβαιότητες- είναι αυτό που
λέει ο στίχος του αρχαίου Μενάρδου: «Αδύνατον τ’ αληθές λαθείν» (η αλήθεια
είναι αδύνατο να κρυφτεί).