γράφει ο Παντελής Μπουκάλας
Η πίστη είναι προσωπική υπόθεση,
όσο βέβαια παραμένει γεγονός εσωτερικό, ψυχικής τάξεως. Οταν διαβρώνεται από
τον φανατισμό και καταντάει επικίνδυνη για τους υπόλοιπους, γίνεται κοινωνικό
ζήτημα. Και αποκτά πολιτικό χαρακτήρα όταν, συνήθως μετά από σύσταση των
επικοινωνιολόγων, εντάσσεται και αυτή στο ρεπερτόριο των τεχνασμάτων που
χρησιμοποιούν οι επαγγελματίες της πολιτικής για να μαγέψουν ή να πλανέψουν το
κοινό τους.
Δύο αιώνες μετά τα διαφωτισμένα
Συντάγματα της Επανάστασης, ο χωρισμός Εκκλησίας και κράτους εξακολουθεί να
θεωρείται εξαιρετικά επικίνδυνος. Πιθανόν επειδή δεν συνάδει με τη νουβέλα του
«ελληνοχριστιανισμού», που την αποστηθίζουμε από το δημοτικό. Η Εκκλησία,
λοιπόν, πολιτεύεται συστηματικά, εισπηδώντας σε ξένα εδάφη, πολλοί δε
πολιτικοί, για να δουν προκοπή στην κάλπη, ποντάρουν στη σχέση τους με τον
κλήρο ή με παραεκκλησιαστικές οργανώσεις. Οι κυνικότεροι εμπλουτίζουν αδίστακτα
το δημόσιο προφίλ τους ακόμα και με το φαίνεσθαι της πίστης τους. Υποκρίνονται
τους ευλαβέστατους μπροστά στις άγιες εικόνες, ιδίως αν υπάρχουν φωτογράφοι ή
καμεραμάν, χωρίς ωστόσο να έχουν στον νου τους τίποτε πνευματικότερο από το
φτιασίδωμα της εμπορεύσιμης εικόνας τους.
Οσοι αποκτούν υψηλό αξίωμα,
υποχρεώνονται από τα πράγματα να έχουν στενότερη σχέση με την εκκλησιαστική
τελετουργική ρουτίνα. Ενίοτε μάλιστα καλούνται να αναλάβουν συμπρωταγωνιστικό
ρόλο σε κάποιο τελετουργικό, δίχως να είναι ιδιαίτερα έτοιμοι. Συνέβη στον
Ελληνα πρωθυπουργό, την Κυριακή της Ορθοδοξίας, στο Φανάρι, όπου κλήθηκε να
διαβάσει την Υποδειγματική Προσευχή, το γνωστό «Πάτερ ημών». Αν αυτό έγινε από
απλή πατριαρχική ευγένεια ή εις ανάμνησιν ενός αυτοκρατορικού εθίμου που έγινε
και βασιλικό, επί Γεωργίου του Α΄, και στη Μεταπολίτευση προεδρικό, δεν το
ξέρουμε. Ο,τι ξέρουμε είναι τα πέντε λάθη που έκανε ο κ. Κυριάκος Μητσοτάκης
στην ανάγνωση της Κυριακής Προσευχής, ίσως αιφνιδιασμένος ή λόγω της εύλογης
έκτακτης συγκίνησης: «Ως εν ουρανώΝ», «επί τη γης», «δώσε» αντί «δος»,
«οφελήματα» αντί «οφειλήματα», «μηΝ εισενέγκης». Αν είναι ν’ ακούσει ο Θεός, θ’
ακούσει. Και πάντως είναι προτιμότερο να λαθεύει ο αναγνώστης παρά ν’
ακούγονται οι προσευχές, από τα βιαστικά χείλη κληρικών, σαν μία και μόνη άνευ
νοήματος λέξη, όπου καταβροχθίζονται φωνήεντα και σύμφωνα. Κι ένα ερώτημα: Αν
ήταν μεταφρασμένη η προσευχή, δηλαδή πλήρως κατανοητή, θα γίνονταν λάθη;