Ερχεται μια μέρα που δεν μπορείς
να πεις ή να γράψεις τίποτα. Δεν είναι γιατί η έμπνευσή σου κοιμάται ούτε γιατί
τεμπελιάζεις - το μυαλό σου φταίει. Και ο κόσμος γύρω σου. Που μέσα στην ήρεμη
ρουτίνα της ζωής σου και της ζωής των πολλών (;) αυτού του κόσμου, που
κουτσά-στραβά ή λίγο ή περισσότερο εύκολα διάγουν τον βίο τους, διαπιστώνεις
πως ζεις μάλλον σε μια δυστοπία τυλιγμένη σε χρυσόσκονη. Ειδικά τώρα που
έρχονται γιορτές.
Την πολιτική -με τη στενή έννοια
του όρου- μπορείς να την αφήσεις στην άκρη κι ας βοά ο τόπος από τα προβλήματα,
την ακρίβεια, τη φτώχεια και τις παρακολουθήσεις «για λόγους εθνικής
ασφαλείας». Δεν την ξεχνάς, δεν γίνεται να την ξεχάσεις. Αλλά πλάι σε αυτά τα
«μεγάλα», υπάρχουν και τα άλλα, τα «μικρά». Τόσο μικρά, που ορίζουν τον πολιτισμό
μας και τις αξίες μιας κοινωνίας που ξέρει να κρύβει κάτω από το χαλί τις
βρομιές και τα σκουπίδια.
Και ενώ η αγορά σε βομβαρδίζει με
ευκαιρίες και «Μαύρες εβδομάδες και Παρασκευές» για καινούργια ρούχα,
παπούτσια, έπιπλα και ηλεκτρικές και ηλεκτρονικές συσκευές, σκάνε δίπλα σου,
μπροστά σου οι «βόμβες» όσων δεν μπορούν καν να ονειρευτούν τα μεταχειρισμένα.
Ποιοι είναι αυτοί; Οι μικροί
Ολιβερ Τουίστ της εποχής μας. Τα παιδιά που λόγω συνθηκών, κακοτυχίας (ή
δυστυχίας, δεν ξέρω ποια λέξη ταιριάζει) βρέθηκαν μακριά από την αγκαλιά μιας
οικογένειας που να νοιάζεται γι’ αυτά ή, ακόμη και αν νοιάζεται, να μην μπορεί
να τους προσφέρει τα στοιχειώδη. Είναι παιδιά για τα οποία τις επόμενες ημέρες
θα διοργανωθούν τηλεμαραθώνιοι, επιφανείς και μη θα δώσουν τον οβολό τους, όσο
το επιτρέπουν οι δυνατότητές τους, πραγματικά γιατί ο σκοπός είναι καλός. Και
λίγο καιρό αργότερα μπορεί να «πέσουν από τα σύννεφα». Γιατί εκεί που
προσέφεραν, με ειλικρινές ενδιαφέρον, τα πράγματα ίσως να μην είναι όπως
φαίνονταν.
Και αν τα χρήματά τους πήγαν εκεί
που δεν έπρεπε, μπορεί να μην πειράζει. Αυτό που πειράζει είναι η τύχη των
τελικών αποδεκτών αυτής της αγαθοεργίας, της φιλανθρωπίας. Εκείνα τα παιδιά που
εκτός από τη στέρηση της οικογένειας και τη φτώχεια -πόσο δίκιο έχει αυτός που
είπε ότι αυτή είναι η χειρότερη μορφή βίας- βρέθηκαν αντιμέτωπα με την
αδιαφορία (στην καλύτερη περίπτωση) ή την κακοποίηση (όποιας μορφής) στα χέρια
αυτών που ανέλαβαν να τα προστατεύσουν. Ή στα χέρια κάποιων που τα
εκμεταλλεύτηκαν, γιατί στην αδυναμία τους είδαν μια ευκαιρία: να ικανοποιήσουν
εγωιστικά ή άλλα ένστικτα.
Δεν ξέρω πόσα από όσα βγαίνουν
στο φως τις τελευταίες ημέρες είναι αλήθεια και πόσα υπερβολές. Ούτε μπορώ να
τα ελέγξω - το αφήνω στους αρμόδιους. Μόνο που μου έρχονται στο μυαλό οι ήρωες
δύο έργων κλασικής λογοτεχνίας. Ο Ολιβερ Τουίστ και η Τζέιν Εϊρ. Που ως παιδιά
ιδρυμάτων και ορφανοτροφείων έζησαν την ασχήμια και τη βία και την κακία - σαν
να μην ήταν άνθρωποι. Μόνο που όταν κάποιος διαβάζει την Μπροντέ ή τον Ντίκενς
σκέφτεται ότι αυτά συνέβαιναν σε ένα πολύ μακρινό παρελθόν, όταν ο κόσμος ήταν
αδαής και ίσως γι’ αυτό σκληρός.
Αλλά δεν ζούμε σε εκείνα τα
χρόνια. Εχουμε κάνει άλματα - ακόμη κι αν χρειάζεται πολλή, πολλή, πάρα πολλή
δουλειά. Και δεν μπορεί να διανοούμαστε έστω υπόνοια τέτοιας συμπεριφοράς. Και
με αυτήν τη σκέψη αναγκάζομαι να φτάσω στη «μεγάλη πολιτική». Που ήταν, είναι
και θα είναι δουλειά της να φροντίσει γι’ αυτούς που έχουν ανάγκη. Τομείς όπως
η κοινωνική προστασία δεν μπορούν να αφήνονται στα χέρια μόνο φιλάνθρωπων και
«φιλάνθρωπων». Και ναι, αυτό απαιτεί δουλειά, και πόρους, και εκπαιδευμένους
ανθρώπους κατάλληλους για τη δουλειά αυτή. Και να φροντίζει η ευνομούμενη
πολιτεία να προλαμβάνει τις συνθήκες που οδηγούν παιδιά σε κάθε λογής ιδρύματα.
Δεν ξέρω πόσες Τζέιν και πόσους Ολιβερ αντέχει η ανθρωπιά μας.