Αυτό που συμβαίνει τις τελευταίες
ημέρες με τα γλυπτά του Παρθενώνα και επίκεντρο τα απανωτά βρετανικά
δημοσιεύματα που αναφέρονται σε μυστικές συνομιλίες μεταξύ του Βρετανικού
Μουσείου και της ελληνικής κυβέρνησης δεν είναι μόνο ένας δημόσιος ευτελισμός
της διεκδίκησης των Γλυπτών ως προϊόντων κλοπής, δεν είναι μόνο ένας δημόσιος
διασυρμός κάθε έννοιας σεβασμού απέναντι στην πολιτιστική κληρονομιά.
Είναι η δημόσια παραδοχή – επί
τρεις ημέρες σιωπηλή και από χθες ηχηρή μέσω δηλώσεων του κ. Γεραπετρίτη – ότι
τα ιστορικά μνημεία είναι εταιρικά προϊόντα και ως τέτοια τα διαχειρίζεται η
κυβέρνηση.
Επί τρεις ημέρες, η κυβέρνηση
σιωπούσε και το Υπουργείο Πολιτισμού “απαντούσε” χωρίς να απαντάει παρά μόνο να
πετάει την μπάλα στον δικομματικό καυγά. Χθες, ο υπουργός Επικρατείας, Γ.
Γεραπετρίτης, μιλώντας στην ΕΡΤ είπε: “Το επιβεβαιώνω, είμαστε σε επαφή με το
Βρετανικό Μουσείο, σε πολύ δημιουργική συζήτηση με το Βρετανικό Μουσείο»,
μίλησε για “δύσκολη επιχειρησιακά άσκηση”, και για τον ενδεχόμενο κάποιου
“τρικ” ανάμεσα σε Αθήνα και Λονδίνο προκειμένου να ξεπεραστούν τα γνωστά
εμπόδια. Είπε, επίσης, πως “είναι προφανές ότι υπάρχουν οι πολύ ριζικές
απαγορευτικές γραμμές οι οποίες συνιστούν και την εθνική στάση. Δεν μπορούμε να
αποδεχθούμε σε καμία περίπτωση ιδιοκτησία του Βρετανικού Μουσείου. Δεν
υφίσταται μια τέτοια διάσταση. Από την άλλη πλευρά η ελληνική πολιτεία δεν
μπορεί να αποδεχθεί με οποιαδήποτε μορφή έναν δανεισμό, ο οποίος θα γίνει προς
την Ελλάδα, και τούτο διότι αυτό θα υπαινισσόταν ζήτημα ιδιοκτησίας. Εκείνο το
οποίο μπορούμε να συζητήσουμε στο πλαίσιο μιας αμοιβαίας κατανόησης με το
Βρετανικό Μουσείο είναι η επιστροφή των Γλυπτών υπό ένα νομικό ένδυμα το οποίο
θα συζητήσουμε και συζητούμε στο πλαίσιο μιας δημιουργικής λογικής. Έχουμε
όντως θέσει ένα θέμα, να μπορούμε να στέλνουμε και ορισμένες από τις ελληνικές
αρχαιότητες ή ακόμη και από άλλες περιόδους του Ελληνισμού, τη βυζαντινή
περίοδο, στο Βρετανικό Μουσείο για περιοδικές εκθέσεις. Σε κάθε περίπτωση δεν
πρόκειται ποτέ να απεμπολήσουμε το οποιοδήποτε δικαίωμα έχουμε απέναντι στα
Γλυπτά που αποτελούν την ίδια την ταυτότητά μας”.
Τί έχουμε, λοιπόν, εδώ;
“Επιχειρησιακές ασκήσεις”(!), “τρικ” (!), “δημιουργική λογική” (!) – ανάλογο
του δημιουργική λογιστική… το οποίο μάλλον είναι και πιο συμβατό με αυτό που
συμβαίνει γύρω από τα Γλυπτά.
Τα περί “αταλάντευτης εθνικής
γραμμής” είναι ούτως ή άλλως “καθρεφτάκια” για ιθαγενείς, όχι τώρα, αλλά από
τότε που άνοιξε για πρώτη φορά το θέμα “δανεισμός – ανταλλαγή”, δηλαδή το 2001.
Οι ζητωκραυγές για την ομολογουμένως κομβική και σημαντική απόφαση της
Διακυβερνητικής Επιτροπή της UNESCO το 2021 να
οριοθετήσει το ζήτημα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα ως
“διακρατικό”, δηλαδή ανάμεσα στις δύο χώρες, ήταν απλώς κυβερνητικά
πυροτεχνήματα. Διότι “διακρατικό” ζήτημα, θα σήμαινε, ακόμα και στο πλαίσιο των
αστικών θεσμών, συνομιλίες μεταξύ των κρατών με τη συνοδεία, συμβολή, συμμετοχή
ειδικών επιστημόνων, με ενημέρωση αμφότερων των κοινοβουλίων και λογοδοσία.
Αντ’ αυτού εκείνο που συμβαίνει
είναι ένα εταιρικό deal για μια win – win συμφωνία, όπου όλοι θα είναι
“ικανοποιημένοι”, όπου τα μεγάλα “καταστήματα”, Βρετανικό Μουσείο και Μουσείο
Ακρόπολης αμφότερα δεν θα σημειώσουν χασούρα, όπου όχι μόνο δεν θα κινδυνέψει
το κύρος της Μ. Βρετανίας, ούτε του Βρετανικού Μουσείου ως προϊόν αιώνων
αποικιοκρατίας, αλλά θα ξεπλυθεί κιόλας – όπως ξεπλύθηκε και η συλλογή Στερν –
καθησυχάζοντας μάλιστα και μια σειρά άλλων μεγάλων ευρωπαϊκών μουσείων, που δεν
θέλουν να δουν τα εκθέματα τους, ως
προϊόντα αποικιοκρατίας, να επιστρέφουν εκεί απ’ όπου λεηλατήθηκαν αρπάχτηκαν.
Για περισσότερες ανακοινώσεις και
λεπτομέρειες…. όταν το Μέγαρο Μαξίμου κρίνει ότι θα έχουν και το ανάλογο
εκλογικό αποτέλεσμα. Κατάντια…