Γράφει ο Περικλής Κοροβέσης
Οι τυχεροί σήμερα δουλεύουν 8ωρο.
Οι λιγότερο τυχεροί 10ωρο. Και οι ακόμα λιγότερο τυχεροί 14ωρο. Και οι άτυχοι
καθόλου. Τώρα, ποιος είναι τυχερός και ποιος άτυχος είναι ένα δύσκολο ερώτημα.
Ειδικά αν θέσουμε το πρόβλημα από τη σκοπιά των δικαιωμάτων του ανθρώπου και
της ελευθερίας του.
Γιατί ακόμα και αυτό το 8ωρο -που
είναι θέμα χρόνου να εξαφανιστεί νομίμως- δεν είναι ποτέ καθαρό. Πρέπει να
υπολογίσουμε και τον χρόνο μετάβασης και επιστροφής από τη δουλειά. Υπάρχουν
ακόμα οι υποχρεωτικές υπερωρίες, είτε πληρώνονται είτε δεν πληρώνονται, που
μειώνουν τον ελεύθερο χρόνο. Ο Σενέκας είχε πει πως η μόνη περιουσία που έχουμε
είναι ο χρόνος μας. Δηλαδή τι χρόνο διαθέτουμε για να ζήσουμε τη ζωή μας, που
είναι πεπερασμένη. Και σε αυτό το πέρασμα, κανονικά, πρέπει να ζήσουμε μια
αιωνιότητα.
Ο άνθρωπος είναι το μόνο ζώο στον
πλανήτη μας που για να ζήσει πρέπει να δουλέψει. Στην άγρια φύση όλα είναι
δωρεάν: τροφή, κατοικία, μετακίνηση, διασκέδαση, χωρίς διάκριση καθημερινής
ζωής και διακοπών. Και εφοδιασμένα με καθοριστικά ένστικτα, αν δεν έχουν το
κατάλληλο περιβάλλον, εξαφανίζονται. (Εκατοντάδες χιλιάδες είδη της χλωρίδας
και της πανίδας έχουν εξαφανιστεί από κεφαλαιοκρατικά αίτια.)
Ο άνθρωπος προσαρμόζεται. Κατά
κανόνα κάνει μια δουλειά που δεν του αρέσει και τον καταπιέζει, για να έχει,
έστω και κατά προσέγγιση, αυτά που τα ζώα έχουν δωρεάν. Από αυτή τη δουλειά,
θεωρητικά, ξεφεύγουν μόνο οι άνεργοι που έχουν όλο το εικοσιτετράωρο στη
διάθεσή τους.
Πρακτικά όμως τα πράγματα είναι
τελείως διαφορετικά. Ολος αυτός ο ελεύθερος χρόνος ξοδεύεται στην αναζήτηση
μιας δουλειάς, αν βέβαια ο άνεργος έχει ακόμα την ψυχική δύναμη να το κάνει. Η
ανεργία και η αβεβαιότητα για δουλειά -σύμφωνα με επιστημονικές έρευνες-
ισοδυναμούν με την κούραση που έχει κάποιος που δεν έχει κοιμηθεί το
προηγούμενο βράδυ.
Αυτό καταλήγει σε κατάθλιψη και
απελπισία που μπορεί να οδηγήσει σε αυτοκτονία. Οι πιο δυναμικοί μπορούν να
βρουν διέξοδο στα επαγγέλματα της παραβατικότητας, που δεν γνωρίζουν ανεργία, ή
στην καλύτερη περίπτωση να πολιτικοποιηθούν και να ενταχθούν ή να δημιουργήσουν
κινήματα.
Και όλοι αυτοί οι άνθρωποι
ψηφίζουν. Πού όμως να βρουν τον χρόνο να πληροφορηθούν και να καταλάβουν το
γιατί της κατάστασής τους και τι αντιπροσωπεύει το κόμμα που διάλεξαν; Το μόνο
μέσον που έχουν είναι η τηλεόραση και για τους ταξιτζήδες το ραδιόφωνο (συνήθως
Real FM). Αν δούμε το ιδιοκτησιακό καθεστώς των εμπορικών τηλεοπτικών σταθμών,
θα πέσουμε σε εφοπλιστές που επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους και στον
ημερήσιο Τύπο.
Και με τη διαμεσολάβηση δημοσιογράφων
καριέρας, που κατά κανόνα κορυφή της καριέρας τους θεωρούν μια κυβερνητική
θέση, περνάει το αφήγημα πως τα συμφέροντα των εφοπλιστών και των επενδυτών
ταυτίζονται με τα συμφέροντα των φτωχών. Ή πως πια δεν υπάρχει διάκριση
Αριστεράς και Δεξιάς. Να είμαστε ρεαλιστές. Το συμφέρον μας πρώτα.
Αποτέλεσμα; Η Ν.Δ., το κόμμα των
εφοπλιστών και βιομηχάνων, με την ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική, στην
κυβέρνηση για τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Ποιο είναι το αντίδοτο; Ανεξάρτητα ΜΜΕ
που να μπορέσουν να ξεφύγουν από το περιθώριο και να γίνουν μαζικά. Μια τέτοια
περίπτωση ήταν η γαλλική «Le Soir», που μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κατέκτησε
την πρώτη θέση εκτοπίζοντας μεγαθήρια.
Η ιστορία της είναι συναρπαστική.
Στο τέλος του 1936, τότε που στην εξουσία ήταν το Λαϊκό Μέτωπο, το ΚΚΓ θέλει
μια ανοιχτή-λαϊκή εφημερίδα, που να μην είναι κομματική -τον ρόλο αυτόν τον
είχε η «L’ Humanite»- και να συγκεντρώσει όλη την προοδευτική διανόηση που δεν
ήταν ενταγμένη στο κόμμα. Ο Λουί Αραγκόν δέχεται τη θέση του διευθυντή, με τον
όρο πως θα έμπαινε και ένας συνδιευθυντής που δεν θα ήταν μέλος του κόμματος.
Και βρέθηκε ο Ζαν Ρισάρ Μπλος,
εξέχουσα προσωπικότητα της ευρύτερης Αριστεράς. Ανάμεσα στους συνεργάτες ο Πολ
Νιζάν, ο Λουί Γκιγιού, ο Ζαν Κοκτό, ο Ζορζ Σαντούλ, ο Ζαν Ρενουάρ, ο Αντρέ
Μαλρό και η Ελσα Τριολέ με αντικείμενο τη μόδα. Γραμμή της εφημερίδας ήταν να
αναδείξει τα κοινωνικά προβλήματα και να υπερασπιστεί τα επιτεύγματα του Λαϊκού
Μετώπου (40ωρο την εβδομάδα, πληρωμένη άδεια, γενικευμένη κοινωνική ασφάλεια
κ.λπ.) που ήταν ο στόχος της Δεξιάς (αυτής που αργότερα συνεργάστηκε με τους
ναζί και συγκρότησε την κυβέρνηση του Πετέν). Υποστήριξε τις 10.000 απεργίες
(από αυτές οι 8.000 ήταν καταλήψεις).
Πριν από την απαγόρευσή της το
1939, είχε γίνει ανταγωνιστική της «Paris-Soir», που ήταν πρώτη σε κυκλοφορία.
Δεν υπήρχε καμία προπαγάνδα για το κόμμα και το βάρος είχε πέσει στα κοινωνικά
προβλήματα, που τα αναδείκνυε με μεγάλα ρεπορτάζ, στον αντιφασισμό και στις
τέχνες και τα γράμματα που είχαν εξέχουσα θέση. Στη διάρκεια της ναζιστικής
κατοχής οι πιο πολλοί συντάκτες, ανάμεσά τους και ο Αραγκόν, βρήκαν στέγη στο
παράνομο περιοδικό «Les Lettres Francaises».
Το 1953 η εφημερίδα κλείνει. Πώς
αυτό; Κυριάρχησε η σκληρή κομματική γραμμή των καθαρόαιμων σταλινικών και έγινε
προπαγανδιστικό όργανο του κόμματος. Και από πρώτη εφημερίδα που ήταν το 1945,
κατέληξε τελευταία σε κυκλοφορία και πια δεν ήταν βιώσιμη.
Η σημερινή κρίση του Τύπου, που
δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο, οφείλεται στην αναξιοπιστία του και στο
ιδιοκτησιακό του καθεστώς που είναι μεγιστάνες. Οποια εφημερίδα αξιοποιεί το
καλύτερο δυναμικό μιας χώρας και δεν έχει τίποτα περιττό, επιζεί. Ανθρωποι που
ψάχνονται υπάρχουν και μπορούν και συντηρούν έντυπα που παρέχουν γνώση, πέρα
από την επιφάνεια.